Επιστημονική Υπηρεσία Βουλής: «Καμπανάκι» για τις απευθείας αναθέσεις στο προσφυγικό

Επιστημονική Υπηρεσία Βουλής: «Καμπανάκι» για τις απευθείας αναθέσεις στο προσφυγικό

Του Αλέξανδρου Διαμάντη

«Καμπανάκι» στην κυβέρνηση και στον αρμόδιο υπουργό Δημήτρη Βίτσα κρούει η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής, στην έκθεσή της με αφορμή το νομοσχέδιο για την κατά παρέκκλιση συνέχιση των απευθείας αναθέσεων στο προσφυγικό.

Συγκεκριμένα, η Υπηρεσία εκφράζει έντονους προβληματισμούς σχετικά με τη «συµβατότητα» των διατάξεων περί συνδρομής εξαιρετικών συνθηκών. Μάλιστα, σημειώνεται ότι κατά πάγια νοµολογία, οι οικείες διατάξεις του κοινοτικού και, πλέον, δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που επιτρέπουν απόκλιση από διαγωνιστικές διαδικασίες, ερμηνεύονται συσταλτικώς, ενώ το βάρος αποδείξεως της συνδροµής εξαιρετικών συνθηκών φέρει η αναθέτουσα αρχή και, γενικώς, το µέρος που τις επικαλείται.

Η Επιστημονική Υπηρεσία προειδοποιεί, δε, ότι ο νομοθετικός χαρακτηρισμός περί συνδροµής εξαιρετικών προϋποθέσεων δεν µπορεί να θεωρηθεί δεσμευτικός σε περίπτωση δικαστικού ελέγχου. «Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι ο χαρακτηρισμός εκτείνεται σε µελλοντικό χρόνο (31.12.2019), στον οποίο είναι άδηλο εάν θα έχουν συντρέξει απρόβλεπτα γεγονότα και, µάλιστα, τέτοια, ώστε να στοιχειοθετούν έκτακτη και κατεπείγουσα ανάγκη», προστίθεται χαρακτηριστικά.

Σε ό,τι αφορά τη νομιμοποίηση των μισθώσεων που υπογράφηκαν και τις  δαπάνες που πραγµατοποιήθηκαν χωρίς ενδεχοµένως τήρηση της εφαρµοστέας νοµοθεσίας, επισημαίνεται στην έκθεση, ότι «είναι σύµφωνη µε το Σύνταγµα µόνο εφόσον οι σχετικές διατάξεις δεν είναι τέτοιου είδους και τέτοιας έκτασης, ώστε να καταλύεται ουσιαστικώς η ελεγκτική αρµοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου».  «Κατά το Δικαστήριο, ο έλεγχος της συµβατότητας τυχόν «νοµιµοποιητικής» δαπανών διάταξης στο Σύνταγµα (άρθρο 98 παρ. 1γ) δεν είναι γενικός και αφηρηµένος, αλλά συνέχεται µε το είδος και το ύψος των συγκεκριµένων δαπανών που επιδιώκεται να «νοµιµοποιηθούν», τη σχέση (αναλογία) των δαπανών αυτών µε το σύνολο της οικείας διαχείρισης και µε τη βαρύτητα της πληµµέλειας».

Κατά συνέπεια, καταλήγουν οι συντάκτες της Έκθεσης ότι, η συµβατότητα της διάταξης µε το Σύνταγµα συναρτάται µε το είδος και ύψος των καταλαµβανόµενων δαπανών και τη βαρύτητα της πληµµέλειας που έχει εµφιλοχωρήσει. Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι « η εξουσία του νοµοθέτη να θεωρεί νόµιµες υπογραφείσες συµβάσεις τελεί υπό τον όρο συµβατότητας µε το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά το µέρος που ήθελε θεωρηθεί εφαρµοστέο, και, ειδικότερα, τις αρχές της διαφάνειας, της ίσης µεταχείρισης και του ελεύθερου ανταγωνισµού».