«Εφαγε πόρτα» από την αντιπολίτευση και για την αναθεώρηση του συντάγματος

«Εφαγε πόρτα» από την αντιπολίτευση και για την αναθεώρηση του συντάγματος

Του Γιάννη Σιδέρη

Τον Μάη του 2012 ο Αλέξης Τσίπρας είχε πάρει από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας διερευνητική εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Την κράτησε επί τριήμερο, δεν ενδιαφέρθηκε να βρει κοινά τοπία με ενδεχόμενους κυβερνητικούς εταίρους, γιατί όπως είχε πει θα ήταν «κυβέρνηση ομηρίας», αφού δεν τον διαβεβαίωναν «ότι δεν θα ισχύσουν οι δεσμεύσεις τους έναντι της Μέρκελ» - δηλαδή δεν θα έσκιζαν τα μνημόνια. Αντιθέτως αποφάσισε να βγάλει βόλτα την εντολή… στους κοινωνικούς φορείς, με τους οποίους θα συζητούσε… τις προγραμματικές θέσεις της νέας κυβέρνησης!

Φυσικά «έφαγε πόρτα». Η ΓΣΕΕ είχε απαντήσει ότι «ως συνδικαλιστικός φορέας δεν εμπλέκεται στις συνταγματικά προβλεπόμενες διαδικασίες και τις θεσμικές συναντήσεις για τη συγκρότηση κυβέρνησης». Το ίδιο και η ΔΟΕ (Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδας) και η ΚΕΔΕ (Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδας). Το ωραίο είναι ότι του έκαναν και συνταγματικά μαθήματα, διευκρινίζοντάς του ότι «το συνδικαλιστικό κίνημα δεν έχει κανένα συνταγματικό ρόλο, στο πλαίσιο της διαδικασίας των διερευνητικών εντολών σχηματισμού κυβέρνησης».

Παρόλα αυτά απτόητος ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, όταν την επέστρεψε στο Πρόεδρο της Δημοκρατίας, δήλωσε «βρήκαμε ευρεία στήριξη στους κοινωνικούς φορείς, αλλά ελάχιστη στις κοινοβουλευτικές δυνάμεις».

Η αβάσταχτη ελαφρότητα της τότε διαδικασίας δεν ωρίμασε τον κ. Τσίπρα και ως Πρωθυπουργός το διέπραξε εκ νέου. Συνέταξε μία πρόταση συνταγματικής αναθεώρησης την οποία αντί, όπως προβλέπεται, να καταθέσει στο Κοινοβούλιο και να συζητηθεί, την έστειλε να πάρει αέρα στις πρωτεύουσες των νομών της Ελλάδας, προκειμένου λέει να «συμβάλει ο λαός» στη διαμόρφωση του νέου συντάγματος. Εκεί συμμετείχε κάποιος - λίγος - λαός, άσχετος με την επιστημοσύνη που απαιτούσε το θέμα, και εξέφραζε κατά την υποκειμενική του θέαση ό,τι ευαρεστείτο, με αποτέλεσμα να λαμβάνει φαιδρά μορφή η όλη διαδικασία.

Αυτή εξακολουθεί να ευτελίζεται από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό ο οποίος επιδίδεται σε επικοινωνιακές πιρουέτες. Χθες έστειλε επιστολή στους πολιτικούς αρχηγούς, μεταξύ των οποίων την Κατερίνα Παπακώστα, τον Νίκο Νικολόπουλο, τον Θανάση Θεοχαρόπουλο και τον Γιώργο Παπανδρέου! Αν δικαιολογείται η επιστολή στους τρεις πρώτους καθότι είναι αρχηγοί κομμάτων και ήδη βουλευτές, «ακατανόητη» είναι η πρόσκληση στον κ. Παπανδρέου το κόμμα του οποίου δεν έχει κοινοβουλευτική έκφραση. Αφού απέτυχε την είσοδο στη Βουλή, συνέπραξε στη δημιουργία του ΚΙΝΑΛ εκ των υστέρων, ενώ ήδη η συγκεκριμένη κοινοβουλευτική ομάδα είχε εισέλθει στη Βουλή ως «Δημοκρατική Συμπαράταξη» - όπως και εξακολουθεί. Θεσμικώς ο κ. Παπανδρέου είναι αρχηγός ενός εξωκοινοβουλευτικού κόμματος, όπως ο Λαφαζάνης, η Κουτσούμπα, ο Τζήμερος ή το Κόμμα Κυνηγών. Γιατί δεν εκλήθησαν και αυτοί και επελέγη ο ΓΑΠ;

Γιατί ο κ. Τσίπρας ευελπιστεί να δημιουργήσει προβλήματα στην κα Γεννηματά με διττό τρόπο: Αφενός να σύρει σε δικές του θέσεις τον (φιλικό του) κ. Παπανδρέου και να δημιουργήσει συγκρούσεις στο εσωτερικό του ΚΙΝΑΛ, αφετέρου τις όποιες αντιρρήσεις της κας Γεννηματά να τις αποδώσει σε προσέγγισή της με τον κ. Μητσοτάκη και το… «μαύρο μέτωπο» (όπως αρέσκεται να σπιλώνει) της αντιπολίτευσης.

Πέραν αυτού, η όλη επιστολή δεν αναφέρεται μόνο στην αλλαγή του συντάγματος, αλλά γίνεται προσπάθεια δι΄ αυτής, να νομιμοποιηθεί η τρέχουσα κυβερνητική πολιτική, και να συρθεί η αντιπολίτευση στην αποδοχή της. Γράφει ας πούμε «… η λήξη της περιόδου των Μνημονίων με τη συμφωνία για τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους και την καθαρή έξοδο στις 21 Αυγούστου…» (η υπογράμμιση δική μας).

Αρα όποιος ανταποκριθεί στην επιστολή, αποδέχεται το πλαίσιο που θέτει, και εντάσσεται στην αφηγηματική κυβερνητική πομφόλυγα της καθαρής εξόδου - τόσο καθαρής που διαπραγματεύεται από θέση αδυνάτου τη μη περικοπή των συντάξεων και τα όποια αντίμετρα.

Η αντιπολίτευση δεν τσίμπησε. Ούτως ή άλλως η ΝΔ διαφωνεί σε πλείστα άρθρα και όχι μόνο σε αυτό των ιδιωτικών πανεπιστημίων, ενώ και το ΚΙΝΑΛ κατηγόρησε για εργαλειοποίηση του συντάγματος, υπενθυμίζοντας ότι εδώ και τρία χρόνια όλο «ανοίγει» την συνταγματική αναθεώρηση. Όσο για το ΚΚΕ, πέραν της αναμενόμενης άποψής του ότι ενισχύεται ο αντιλαϊκός χαρακτήρας του συντάγματος, υπενθυμίζει ότι η κυβέρνηση «έγραψε στα παλιά της τα παπούτσια» το δημοψήφισμα».

Ο κ. Τσίπρας έχει καταστρέψει μόνος του την αξιοπιστία που απαιτείται για μια τόσο συναινετική ιστορική διαδικασία. Θα μπορούσε να γίνει και να φέρει το όνομά του ως «η αναθεώρηση Τσίπρα». Έτσι μικροκομματικά που φέρθηκε θα εισπράξει μια ακόμη αποτυχία.