Βρήκε η Δικαιοσύνη τον γιατρό της;

Βρήκε η Δικαιοσύνη τον γιατρό της;

Ειδικού Συνεργάτη

Με βάση τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, η Ελλάδα κατατάσσεται παγκοσμίως στις τελευταίες θέσεις, όσον αφορά την ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης. Δεν χωρεί αμφιβολία, ότι ο πρόσφατος νόμος 4640/2019 για τη Διαμεσολάβηση, κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση της αποτελεσματικής αντιμετώπισης του φαινομένου των καθυστερήσεων στην εκδίκαση των υποθέσεων, αλλά και της ανεξέλεγκτης δικομανίας. Έχει ωριμάσει ο χρόνος για τον εξορθολογισμό του δικαιοδοτικού συστήματος και όλοι οι λειτουργοί της δικαιοσύνης, μεταξύ αυτών και οι Δικαστές και οι δικηγόροι, πρέπει να συμβάλουν ώστε ο νέος αυτός νόμος να πετύχει.

Είναι άλλωστε γνωστό, ότι η ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης, έχει αποφασιστική σημασία στη προσέλκυση επενδύσεων και στην ανάπτυξη της οικονομίας. Ο νέος νόμος, επανέφερε για τις αστικές και τις εμπορικές υποθέσεις, την υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές που υπάγονται στην καθ'' ύλην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων. Συγκεκριμένα, πρόκειται για τις αγωγές που έχουν αντικείμενο διαφοράς με αξία μεγαλύτερη των 250.000 Ευρώ, ενώ οι αναγνωριστικές αγωγές με μικρότερο οικονομικό αντικείμενο εξακολουθούν να εξαιρούνται. Από την υποχρέωση πληρωμής δικαστικού ενσήμου απαλλάσσονται, επίσης, ανεξάρτητα από το ποσό (ακόμη δηλαδή και εάν το αντικείμενό τους υπερβαίνει τις 250.000 Ευρώ), μία μεγάλη σειρά υποθέσεων που άπτονται κυρίως ευαίσθητων κοινωνικά ζητημάτων, όπως είναι οι αγωγές που αφορούν διατροφή, οι εργατικές διαφορές, οι διαφορές από αυτοκινητιστικά δυστυχήματα και άλλες.

Με τη διάταξη αυτή, ο νομοθέτης στοχεύει στην αποσυμφόρηση των Πρωτοδικείων της χώρας από ένα σημαντικό αριθμό αγωγών, οι οποίες ασκούνταν προηγουμένως χωρίς να σταθμίζεται η βασιμότητά τους, ή, πολλές φορές, ακόμη και κατά κατάχρηση του θεσμού της Δικαιοσύνης. Ακριβώς τέτοιου είδους πρακτικές καλείται να αντιμετωπίσει η επαναφορά της διάταξης, σε συνδυασμό και με τις υπόλοιπες διατάξεις για τη διαμεσολάβηση, καθώς η μη καταβολή δικαστικού ενσήμου καθιστούσε ιδιαίτερα εύκολη και ανέξοδη την έγερση αγωγών, ακόμη και για προσχηματικές και αβάσιμες αξιώσεις. Στο ίδιο αποτέλεσμα κατέτεινε η απολύτως διαδεδομένη στην πράξη, δυνατότητα να τρέπονται τα καταψηφιστικά αιτήματα των αγωγών σε αναγνωριστικά, με αποκλειστικό στόχο ακριβώς την αποφυγή καταβολής δικαστικού ενσήμου.

Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό πάντα με τη γνωστή δικομανία των Ελλήνων, έχουν ως αποτέλεσμα να λιμνάζουν σήμερα επί χρόνια χιλιάδες υποθέσεις, καθώς τα φορτωμένα πινάκια των Δικαστηρίων δεν επιτρέπουν τη σύντομη εκδίκασή τους, με αποτέλεσμα, με βάση τα επίσημα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας η χώρα μας να συγκρίνεται με το Σουρινάμ και το Αφγανιστάν.

Ταυτόχρονα, η Πολιτεία δαπανά για την απονομή της Δικαιοσύνης πολύ σημαντικούς πόρους σε κόστος και ανθρώπινο δυναμικό, χωρίς να μπορεί να ανακτά, έστω ένα πολύ μικρό μέρος αυτών, μέσω του εύλογου δικαστικού ενσήμου. Αξίζει να σημειωθεί ότι το δικαστικό ένσημο υπολογίζεται σήμερα στην Ελλάδα στο ιδιαίτερα χαμηλό οκτώ τοις χιλίοις (8‰) επί του αντικειμένου της δίκης, όταν σε χώρες της Ευρώπης η αντίστοιχη επιβάρυνση είναι ακόμη και διπλάσια.
Επισημαίνεται, επίσης, ότι το ποσό του δικαστικού ενσήμου επιβαρύνει μετά την ολοκλήρωση της δίκης τον ηττημένο διάδικο.

Στο ίδιο πλαίσιο, είναι σαφές ότι η επιβολή δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές μεγάλου αντικειμένου αναμένεται να συμβάλει ουσιωδώς στην ενίσχυση του θεσμού της Διαμεσολάβησης, καθώς καθιστά την προσφυγή σε αυτή πιο συμφέρουσα. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, η διάταξη για το δικαστικό ένσημο εναρμονίζεται απόλυτα με τους σκοπούς του νόμου, στον οποίον εντάχθηκε, για την επιτάχυνση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, καθώς η Διαμεσολάβηση, εφόσον καθιερωθεί στην πράξη, αποτελεί κρίσιμο όπλο στη μάχη για να μειωθούν δραστικά οι υποθέσεις που θα φθάνουν στις δικαστικές αίθουσες.

Τέλος, δεν πρέπει να λησμονούμε, ότι το δικαστικό ένσημο είχε επιβληθεί στις αναγνωριστικές αγωγές, με ευρεία συναίνεση στη Βουλή (με το άρθρο 70 του νόμου 3994/2011) και το 2012 η διάταξη τροποποιήθηκε για να προστεθούν οι παραπάνω εξαιρέσεις, οπότε και ψηφίστηκε από όλα τα κόμματα πλην Κ.Κ.Ε. (άρθρο 21 παρ. 1 του ν. 4055/2012). Και τότε και τώρα υπήρξαν κοντόφθαλμες συνδικαλιστικές αντιδράσεις. Μάλιστα, με έκπληξη διαβάσαμε, ότι στο Διοικητικό Συμβούλιο του Δ.Σ.Α., προτάθηκε και ετέθη σε ψηφοφορία ακόμη και η διερεύνηση τυχόν πειθαρχικής ευθύνης του δικηγόρου βουλευτή που «τόλμησε» να καταθέσει τη σχετική τροπολογία, που θεωρούσε σωστή στα πλαίσια της συζήτησης του νομοσχεδίου για τη διαμεσολάβηση, καθώς και όποιων Βουλευτών – Δικηγόρων την ψήφισαν, καθώς και κάποια άλλη.

Ευτυχώς –για τον Δ.Σ.Α.- η πρόταση καταψηφίστηκε, αλλά η σκιά και τα αρνητικά μηνύματα έμειναν σε βάρος της ιστορίας του μεγαλύτερου επιστημονικού συλλόγου της χώρας.

Τα στοιχεία της περιόδου μετά την επαναφορά του δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές, είχαν δείξει αποσυμφόρηση των πινακίων και μερική βελτίωση στους χρόνους απονομής της Δικαιοσύνης. Ο χρόνος και η αποφασιστικότητα των ενεργειών του, θα αποδείξουν αν στο πρόσωπο του τολμηρού Υπουργού Δικαιοσύνης, θα βρει η Δικαιοσύνη το γιατρό της…