Τύμπανα πολέμου Κίνας - Ινδίας στα Ιμαλάια

Τύμπανα πολέμου Κίνας - Ινδίας στα Ιμαλάια

Η δήλωση του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ κατά τη διάρκεια της Λαϊκής Εθνοσυνέλευσης του Κομμουνιστικού Κόμματος της χώρας σύμφωνα με την οποία τα στρατεύματα του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (PLA) είναι έτοιμα «για παν ενδεχόμενο» δεν είχε όπως φαίνεται αποδέκτη μόνο τις ΗΠΑ αλλά και την Ινδία με την οποία υπάρχει ανοικτό, ιστορικό, μέτωπο στα βουνά των Ιμαλαΐων.

«Προτρέπουμε την Ινδία να συναντήσει την Κίνα στα μισά του δρόμου και να αποφύγει τη λήψη μέτρων που ενδέχεται να περιπλέξουν την κατάσταση των συνόρων και να δημιουργήσουν ευνοϊκές συνθήκες για μία ένοπλη σύρραξη. Οι δύο πλευρές βρίσκονται σε διπλωματική επικοινωνία για το ζήτημα των συνόρων», δήλωσε ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών της Κίνας Ζάο Λιτζιάν.

Η ανακοίνωση αυτή ήρθε καθώς, προ ημερών στο απομονωμένο, ορεινό συνοριακό πέρασμα Νούκα Λα κοντά στο Θιβέτ, σε υψόμετρο πάνω από 5.000 μέτρα από τη στάθμη της θάλασσας, επτά Κινέζοι και τέσσερις Ινδοί συνοριοφύλακες τραυματίστηκαν ελαφρά κατά την διάρκεια «θερμού επεισοδίου» στην οροσειρά των Ιμαλαΐων.

Οι δύο χώρες έχουν ιστορικές διαφωνίες για τα σύνορα μήκους 3.400 χιλιομέτρων που μοιράζονται. Οι ρίζες της διαμάχης πάνε πίσω στο 1914, όταν ο στρατηγός Χένρι ΜακΜάχον οριοθέτησε τη συνοριακή γραμμή της υπό βρετανικού ελέγχου Ινδίας με το Θιβέτ. Η Ινδία η οποία κέρδισε την ανεξαρτησία της το 1947 αποδέχθηκε το status quo, ωστόσο τα πράγματα άλλαξαν τρία χρόνια αργότερα, οπότε και ο κινεζικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός κατέλαβε το Θιβέτ, απορρίπτοντας παράλληλα την «γραμμή Μακμάχον».

Η προσφορά πολιτικού ασύλου από την Ινδία στον Δαλάι Λάμα μετά το 1959 και η σχέση της με την Σοβιετική Ένωση, με την οποία η Κίνα είχε κακές σχέσεις μετά τα τέλη της δεκαετίας του 1950, επιδείνωσαν την κατάσταση, με τον πόλεμο του 1962 να αποτελεί το αποκορύφωμα.

Ο σύντομος αυτός πόλεμος έχει ρίξει βαριά τη σκιά στις μεταξύ τους σχέσεις, σύμφωνα με αναλυτές και ειδικούς.

Τότε, στους πρόποδες των Ιμαλαΐων τα ινδικά στρατεύματα υπέστησαν την πιο ταπεινωτική ήττα στην ιστορία της σύγχρονης Ινδίας από τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό της Κίνας.

Συνολικά οι ινδικές απώλειες ήταν σχεδόν 1.400 νεκροί και πάνω από 6.500 λοιπές απώλειες (τραυματίες, αγνοούμενοι και αιχμάλωτοι). Η κινεζική πλευρά είχε περίπου 730 νεκρούς και 1.700 λοιπές απώλειες.

Έκτοτε οι δύο πλευρές έκαναν βήματα προσέγγισης, αλλά όχι σε μεγάλο βαθμό, καθώς κυριαρχούσε πάντα η καχυποψία της Ινδικής πλευράς για την στήριξη της Κίνας στο Πακιστάν.

Το 2017, Πεκίνο και Νέο Δελχί ήρθαν ένα βήμα πριν την ένοπλη σύγκρουση, όταν 

η Κίνα ξεκίνησε να κατασκευάζει έναν δρόμο σε διαφιλονικούμενη περιοχή, την οποία η Ινδία θεωρεί έδαφος του συμμαχικού της Μπουτάν. Το μικροσκοπικό βασίλειο ζήτησε αμέσως βοήθεια από το Δελχί, το οποίο ανταποκρίθηκε στέλνοντας στρατό. Το θερμόμετρο ανέβηκε επικίνδυνα όταν δόθηκε στη δημοσιότητα και ένα βίντεο που έδειχνε Κινέζους και Ινδούς στρατιώτες να έχουν έρθει κυριολεκτικά στα χέρια επί τόπου σε ένα εργοτάξιο. Έπειτα από αρκετές μέρες αγωνίας και έντονο παρασκήνιο, οι δύο μεγαλύτερες πληθυσμιακά χώρες του πλανήτη συμφωνήσαν να εκτονωθεί η κατάσταση.

Οι σχέσεις μάλιστα φάνηκαν να βελτιώνονται μετά τις συνομιλίες μεταξύ του προέδρου Σι Τζινπίνγκ και του πρωθυπουργού Ναρέντα Μόντι στη Ουχάν της Κίνας το 2018, ενώ οι δύο άνδρες συναντήθηκαν επίσης τον περσινό Oκτώβριο στο Τσενάι της νότιας Ινδίας.