Το «πολεμικό» ράλι των εμπορευμάτων ξεθυμαίνει, όμως οι τιμές παραμένουν στα ύψη

Το «πολεμικό» ράλι των εμπορευμάτων ξεθυμαίνει, όμως οι τιμές παραμένουν στα ύψη

Σχεδόν είκοσι μέρες μετά την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, και την επιβολή των αυστηρών κυρώσεων, τα περισσότερα εμπορεύματα βρίσκονται πολύ πιο ψηλά από τις τιμές που είχαν την 23η Φεβρουαρίου ακόμα και μετά τη σημαντική σε ορισμένες περιπτώσεις, διόρθωση των τιμών.

Η συνέχεια θα εξαρτηθεί από τις εξελίξεις στο μέτωπο του πολέμου και των κυρώσεων. Κάθε εμπόρευμα είναι μία ξεχωριστή περίπτωση, αλλά οι πιθανότητες να επιστρέψουμε σύντομα στις τιμές πριν τον πόλεμο είναι μάλλον μικρές, για τα περισσότερα από αυτά.

Η θεωρία που υποστηρίζει πως κάθε στιγμή μία χρηματιστηριακή αγορά έχει ήδη τιμολογήσει όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες είναι μάλλον υπερεκτιμημένη. Απόδειξη αυτού αποτελεί η συμπεριφορά των αγορών εμπορευμάτων τον τελευταίο μήνα.

Παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις αρκετών δυτικών ηγετών, οι συναλλασσόμενοι στις χρηματιστηριακές αγορές εμπορευμάτων μάλλον πιάστηκαν στον ύπνο, όπως υποδεικνύει η τεράστια άνοδος των περισσότερων εμπορευμάτων, είτε μιλάμε για ενεργειακές πρώτες ύλες, είτε για μέταλλα, είτε για αγροτικά προϊόντα.

Μέσα σε μία εβδομάδα, το πετρέλαιο εκτοξεύτηκε από τα 96 δολάρια/βαρέλι και άγγιξε τα 140, το παλλάδιο από τα 2.400 δολάρια/ουγγιά πλησίασε τα 3.400, το σιτάρι από τα 8 δολάρια/μπούσελ ανέβηκε χωρίς ανάσα μέχρι τα 14. Μαζί με αυτά κινήθηκε ο χρυσός, ο οποίος ξεπέρασε τα 1.900 δολάρια/ουγγιά και πέρασε και τα 2.050.

Αυτά βέβαια δεν είναι το μόνο παραδείγματα, απλώς διαλέγουμε κάποια από τα πιο χαρακτηριστικά, αφήνοντας έξω την πιο θεαματική άνοδο απ’ όλες, αυτήν του νικελίου, αφού, όπως είδαμε στο liberal markets αυτή οφειλόταν κυρίως σε «χρηματιστηριακό ατύχημα» και όχι στην ανισορροπία μεταξύ της πραγματικής προσφοράς και της ζήτησης.

Σήμερα, οι τιμές όλων των εμπορευμάτων έχουν υποχωρήσει από τα ψηλά που σημείωσαν στις αρχές τις προηγούμενης εβδομάδας. Σε κάποιες περιπτώσεις η υποχώρηση είναι μεγάλη, σε άλλες όχι τόσο.

Το σημαντικό όμως είναι πως, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις (θα δούμε μία από αυτές στη συνέχεια) οι τιμές είναι σαφώς πάνω από αυτές της 23ης Φεβρουαρίου, της μέρας που προηγήθηκε της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Είναι προφανές πως οι αγορές προσπαθούν να εκτιμήσουν τι θα γίνει στη συνέχεια, αφού πέρασε η πρώτη εκρηκτική φάση της ανόδου. Μία τέτοια εκτίμηση θα επιχειρήσουμε να κάνουμε και εμείς για ορισμένα σημαντικά εμπορεύματα.

Θα ξεκινήσουμε από το πετρέλαιο, ειδικότερα το συμβόλαιο για το Brent. Την ημέρα πριν την εισβολή ήταν λίγο πάνω από τα 96 δολάρια/βαρέλι. Τις επόμενες ημέρες ξεπέρασε εύκολα τα 100 δολάρια/βαρέλι και ανέβαινε σταθερά καθώς αυξάνονταν οι κυρώσεις εις βάρος της Ρωσίας και οι αγορές πληροφορούνταν τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι Ρώσοι παραγωγοί να πουλήσουν την παραγωγή τους.

Στις αρχές της προηγούμενης εβδομάδας, καθώς ο αμερικανός πρόεδρος ανακοίνωνε την απαγόρευση των εισαγωγών ρωσικού πετρελαίου στις ΗΠΑ, η τιμή του Brent συνέχισε την άνοδο και άγγιξε σχεδόν τα 140 δολάρια. Εκεί φαίνεται πως έγινε αυτό που στις αγορές λέμε «αγοράζεις στη φήμη και πουλάς στην είδηση», και άρχισε η διόρθωση της τιμής.

Αυτή τη στιγμή, το Brent έχει υποχωρήσει προς τα 105 δολάρια/βαρέλι. Όπως μαθαίνουμε από το Bloomberg, τα στοιχεία των συναλλαγών δείχνουν πως πάρα πολλοί συναλλασσόμενοι που είχαν αγοράσει συμβόλαια του πετρελαίου Brent έκλεισαν τις θέσεις τους όταν η τιμή ξεπέρασε τα 130 δολάρια.

Το ρεπορτάζ του πρακτορείου αναφέρει μάλιστα πως η μείωση των αγοραστικών θέσεων ήταν η μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί ποτέ. Ταυτόχρονα, άλλοι συναλλασσόμενοι πούλησαν, με μαζικό τρόπο, συμβόλαια πετρελαίου, για πρώτη φορά εδώ και πολλούς μήνες. Η αλλαγή στάσης των κερδοσκόπων της αγοράς πετρελαίου εξηγεί την πτώση της τιμής, στην οποία όμως έχουν συμβάλει και άλλα δύο στοιχεία.

Οι πληροφορίες του Reuters σχετικά με την πρόθεση της Ινδίας να αγοράσει ρωσικό πετρέλαιο, και άλλα εμπορεύματα, σε σημαντική έκπτωση, πράγμα που δείχνει πως στην πραγματικότητα το ρωσικό πετρέλαιο δεν θα λείψει από την παγκόσμια αγορά, απλώς θα αλλάξει δρόμο. Και οι ειδήσεις από την Κίνα, όπου η επανεμφάνιση της πανδημίας έχει οδηγήσει τις αρχές στην επιβολή νέων περιορισμών στην κίνηση των πολιτών, πράγμα που θα οδηγήσει στη μείωση της ζήτησης για πετρέλαιο.

Αν οι περιορισμοί στην Κίνα επεκταθούν και σε άλλες πόλεις εκτός του Shenzhen και της Jilin είναι πολύ πιθανόν να δούμε την πίεση στο πετρέλαιο να εντείνεται, αλλιώς οι αγορές μάλλον θα τηρήσουν στάση αναμονής, περιμένοντας τα νέα από το μέτωπο. Αν ο πόλεμος λήξει σύντομα, η τιμή του πετρελαίου θα πέσει. Σε αντίθετη περίπτωση, σταδιακά θα επανέλθει η ανησυχία.

Η κατάσταση με το σιτάρι είναι πολύ σοβαρή. Παρά τις πληροφορίες για μερική αποκατάσταση της αποστολής σιταριού από τη Ρωσία προς τους πελάτες της, κάθε μέρα που περνά χωρίς εξομάλυνση της κατάστασης αυξάνει τις πιθανότητες να εμφανιστούν σοβαρά προβλήματα στις ουκρανικές (κυρίως) καλλιέργειες σιταριού. Αυτή όμως είναι μία άμεση συνέπεια.

Όπως μας θύμισε και ο Ρώσος πρόεδρος, η χώρα του, και η Λευκορωσία, είναι από τους μεγαλύτερους παραγωγούς λιπασμάτων. Οι μειωμένες εξαγωγές τους θα δημιουργήσουν προβλήματα στις καλλιέργειες σε όλο τον κόσμο, και λόγω της αυξημένης τιμής και λόγω των πιθανών ελλείψεων. Σε αντίθεση με τα μέταλλα και τις ενεργειακές πρώτες ύλες, οποιοδήποτε πρόβλημα στην παγκόσμια συγκομιδή σιτηρών δεν θα είναι εύκολα αντιμετωπίσιμο.

Δεν μπορούμε να σκάψουμε λίγο περισσότερο σε ένα ορυχείο ούτε να τρυπήσουμε πιο βαθιά μία πετρελαιοπηγή. Η υποχώρηση της τιμής του σιταριού από το υψηλό των 14 δολαρίων/μπούσελ προς τα 11 είναι πολύ λογική, αφού τα γρήγορα κέρδη ήταν τεράστια. Για να δούμε σοβαρή υποχώρηση όμως, θα πρέπει να έχουμε, πολύ σύντομα, θετικές εξελίξεις από το μέτωπο του πολέμου.

Το παλλάδιο είναι μία πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση, καθώς το πολεμικό ράλι έχει σχεδόν εξανεμιστεί. Ενώ ανέβηκε απότομα από τα 2.350 δολάρια/ουγγιά και πλησίασε τα 3.300 δολάρια, σημειώνοντας ρεκόρ όλων των εποχών, γρήγορα άλλαξε κατεύθυνση και έχασε όλα τα κέρδη, ευρισκόμενο αυτή την στιγμή γύρω στα 2.400 δολάρια/ουγγιά. Παράξενα πράγματα; Μάλλον όχι.

Η τιμή ανέβηκε απότομα γιατί η Ρωσία παράγει πάνω από το 40% του παλλαδίου παγκοσμίως και δημιουργήθηκαν φόβοι για σημαντικό περιορισμό της προσφοράς, και έπεσε γιατί ξαφνικά άρχισε να μειώνεται η ζήτηση από τη βιομηχανία αυτοκινήτων που χρησιμοποιεί το παλλάδιο για τους καταλύτες.

Πολλά ευρωπαϊκά εργοστάσια αυτοκινήτων έχουν σταματήσει να λειτουργούν, ή υπολειτουργούν, σε μεγάλο βαθμό λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, στην οποία κατασκευάζονται αρκετά εξαρτήματα αυτοκινήτων τα οποία λείπουν τώρα από τις ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες.

Εκτός από αυτό, οι νέοι περιορισμοί στις ανθρώπινες δραστηριότητες που έχουν αρχίσει να επιβάλλονται στην Κίνα δημιουργούν φόβο για περαιτέρω μείωση της ζήτησης, όπως και οι ανησυχίες που έχουν αρχίσει να εκφράζονται για πιθανή μείωση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας λόγω των πληθωριστικών πιέσεων. Το σχετικά παράδοξο εδώ, είναι πως όσο συνεχίζεται ο πόλεμος, θα αυξάνονται οι φόβοι για μείωση και της προσφοράς και της ζήτησης.

Ο χρυσός είναι μία πολύ ιδιαίτερη περίπτωση, αφού βρίσκεται ανάμεσα σε δύο αντίρροπες δυνάμεις. Τη σταδιακή άνοδο των επιτοκίων, που αυτή την στιγμή είναι αρνητική γι’ αυτόν, αφού η απόδοσή του είναι μηδενική, και τη γεωπολιτική αβεβαιότητα, η οποία προφανώς τον ευνοεί. Η κίνησή του από τα 1.900 δολάρια/ουγγιά μέχρι τα 2.050 ήρθε μόλις η αγορά συνειδητοποίησε πως ξεκινούσε ένας πόλεμος.

Η υποχώρησή του προς τα 1.960 δολάρια έχει σχέση και με το γεγονός πως η αγορά «συνήθισε» λίγο στην ιδέα του πολέμου και με το ότι, χωρίς αυτό να στηρίζεται κατ’ ανάγκην από τα γεγονότα, μεγάλο μέρος των συναλλασσόμενων φαίνεται να πιστεύει πως μία λύση δεν θα αργήσει να έρθει.

Οι συνεχόμενες διαψεύσεις των ελπίδων για γρήγορη παύση των εχθροπραξιών είναι πολύ πιθανόν να στρέψουν και πάλι το ενδιαφέρον προς τον χρυσό, όπως βέβαια και οι πιθανές ενδείξεις για σαφή συμπαράσταση της Κίνας προς τη Ρωσία και γενικότερα για την πιθανή δημιουργία «αντιδυτικού μετώπου» με αφορμή τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Γενικά θα μπορούσαμε να πούμε πως, μετά το αρχικό σοκ, οι αγορές άρχισαν να συνηθίζουν στην ιδέα του πολέμου. Ο αρχικός πανικός ήταν λογικό να δώσει τη θέση του σε μία πιο ορθολογική εκτίμηση του τι σημαίνει ο πόλεμος για κάθε εμπόρευμα χωριστά. Η κατάσταση που περιγράψαμε παραπάνω ισχύει γενικά για τα περισσότερα μέταλλα, αγροτικά προϊόντα, ενεργειακές πρώτες ύλες.

Όπως επίσης ισχύει και το εξής: όσο περνούν οι μέρες και οι ελπίδες για γρήγορη λήξη των πολεμικών επιχειρήσεων διαψεύδονται, θα αυξάνονται οι πιθανότητες για επιστροφή του πανικού στις αγορές των εμπορευμάτων. Αυτό είναι κάτι που βεβαίως απευχόμαστε, αλλά δεν μπορούμε να αγνοούμε την πραγματικότητα.

Αν ο πόλεμος δεν σταματήσει γρήγορα, η σχετική ηρεμία στις αγορές εμπορευμάτων θα δώσει σύντομα τη θέση της σε μία νέα ανοδική έξαρση. Όμως, ακόμα και αν ο πόλεμος λήξει γρήγορα, δεν πρέπει να ξεχάσουμε πως το σήμα της έναρξης του «πολέμου των εμπορευμάτων» έχει ήδη δοθεί, οπότε οι πιθανότητες σημαντικής πτώσης των τιμών, είναι, για τα περισσότερα από αυτά, μάλλον μικρές.