Το γαρ πολύ της ανησυχίας γεννά πολυλογία

Το γαρ πολύ της ανησυχίας γεννά πολυλογία

Όσο πλησιάζουμε στην έκτακτη σύνοδο κορυφής της ΕΕ στα τέλη Σεπτεμβρίου, οι προσπάθειες ρυμούλκησης της Τουρκίας σε ένα τραπέζι διαλόγου θα εντείνονται. Πολλοί οι ενδιαφέρομενοι, αλλά χωρίς συντονισμό και ενιαία γραμμή. Πολλά λόγια, έλλειμμα πράξεων, χαμηλή αποτελεσματικότητα. Τα κενά αυτά το μόνο που κάνουν είναι να προσφέρουν στον Ερντογάν χρόνο και διπλωματικά πλεονεκτήματα.

Σε αυτή την αλληλουχία γεγονότων, εντάσσεται και το πρόσφατο δημοσίευμα της Die Welt που στην ουσία βοηθά τον Ερντογάν να βελτιώσει το προφίλ του στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, καθώς τον παρουσιάζει ως ένας ορθολογικό ηγέτη που άκουσε τις εισηγήσεις των στρατηγών του.

Με δεδομένο ότι το ανελεύθερο τουρκικό καθεστώς παραβιάζει συστηματικά τις θεμελιώδεις ελευθερίες, όπως την ελευθερία της έκφρασης, το δημοσίευμα που αποκάλυψε την άρνηση των τούρκων στρατηγών στην πρόταση Ερντογάν να βυθίσουν ελληνικό πολεμικό πλοίο ή να καταρρίψουν ελληνικό μαχητικό αεροσκάφος, μοιάζει με φάλτσο στον ενορχηστρωμένο ολοκληρωτισμό που διευθύνει ο πρόεδρος της Τουρκίας.

Φυσικά, τέτοια διαρροή δεν θα μπορούσε να γίνει από τουρκικό μέσο, διότι σχεδόν όλα είναι ελεγχόμενα ή κατευθυνόμενα, και έτσι θα αποδιδόταν ευθέως στο προεδρικό περιβάλλον. Πολύ δε περισσότερο, μάλλον δεν υπάρχουν στρατιωτικές πηγές πρόθυμες να εκθέσουν μέσω διαρροών τις προσωπικές απόψεις του τούρκου προέδρου χωρίς την έγκριση του τελευταίου. Και τέλος, προφανώς και δεν υπάρχουν στρατιωτικοί που θα έλεγαν «όχι» στον Ερντογάν, και μάλιστα χωρίς φιλτράρισμα από τον τούρκο υπουργό Εθνικής Άμυνας.

Συνεπώς, το δημοσίευμα της Die Welt που στηρίζεται σε ανώνυμες στρατιωτικές πηγές, χρησιμοποιήθηκε είτε για να αναδείξει το προφίλ ενός αποφασισμένου και ανυποχώρητου ηγέτη που έχει τη διάθεση να αντιπαρατεθεί μέχρι εσχάτων στους «Έλληνες που δεν αστειεύονται», είτε λειτούργησε προληπτικά «καίγοντας» μια επιλογή που θα οδηγούσε σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο.

Στην πρώτη περίπτωση, το δημοσίευμα δημιουργεί προσωπικό χώρο στον Ερντογάν για να αποδεχθεί μια διπλωματική πρωτοβουλία για την αποκλιμάκωση της έντασης στην περιοχή χωρίς να φανεί πως υποκύπτει σε εξωτερικές πιέσεις.

Στη δεύτερη περίπτωση, ενδεχομένως, η γερμανική διπλωματία λειτουργεί αποτρεπτικά, θέτει εμπόδια σε περαιτέρω κλιμάκωση «καίγοντας» πιθανές επιλογές του Ερντογάν που θα οδηγούσαν σε θερμό επεισόδιο, και επιχειρεί να ρυμουλκήσει τον τούρκο πρόεδρο σε ένα τραπέζι διαλόγου πριν από την έκτακτη σύνοδο κορυφής στα τέλη Σεπτεμβρίου.

Όπως κι αν ερμηνευθεί το δημοσίευμα της Die Welt, φαίνεται πως αποτελεί έναυσμα για την εκδήλωση διπλωματικών πρωτοβουλιών. Βέβαια, το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών χρειάστηκε μια μέρα για να διαψεύσει το δημοσίευμα, χαρακτηρίζοντάς το «κατασκευασμένο».

Με άλλα λόγια, στην απέναντι ακτή του Αιγαίου χρειάστηκαν μια ολόκληρη μέρα για να ακουστεί και να εμπεδωθεί το κατασκευασμένο δημοσίευμα της Die Welt και μαζί με αυτό φυσικά και η αποφασιστικότητα του τούρκου προέδρου να βυθίσει ή να καταρρίψει.

Η δε ανακοίνωση διάψευσης, περιλαμβάνει μόνο δεκαοκτώ λέξεις για το δημοσίευμα και εξήντα μία λέξεις για την Ελλάδα, σαν να είχε προκαλέσει η Αθήνα τη διαρροή ή να είχε υιοθετήσει το δημοσίευμα. Μάλιστα, κατηγορεί την ελληνική πλευρά για «μη ρεαλιστική και προκλητική πολιτική […] ασύμβατη με το διεθνές δίκαιο και τις εθιμικές πρακτικές» η οποία «κλιμακώνει τις εντάσεις στην περιοχή».

Ουσιαστικά, το δημοσίευμα της Die Welt δημιούργησε προϋποθέσεις, ώστε να προβληθεί ο τούρκος πρόεδρος, ως ειρηνοποιός που από θέση στρατιωτικής υπεροχής εγγυάται τη διεθνή νομιμότητα. Και η αλήθεια είναι πως μετά την προθεσμία που του έδωσε η ΕΕ μέχρι τις 24-25 Σεπτεμβρίου για την επιβολή κυρώσεων, τόσο ο Ερντογάν όσο και η γερμανική διπλωματική πρωτοβουλία χρειάζονται αυτή τη δημόσια εικόνα απενεχοποίησης, προκειμένου να επιτευχθεί η αποκλιμάκωση στην περιοχή, χωρίς ο τούρκος πρόεδρος να χρεωθεί υποχωρητικότητα.

Η βιασύνη του Στόλτενμεπεργκ

Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να εξηγηθεί και η βιασύνη του Γ.Γ. του ΝΑΤΟ, που προανήγγειλε συνάντηση τεχνικών κλιμακίων των δύο πλευρών στο πλαίσιο της Συμμαχίας, για τη δημιουργία μηχανισμών για την αποφυγή συγκρούσεων και τη μείωση του κινδύνου επεισοδίων και δυστυχημάτων στην Ανατολική Μεσόγειο.

Μάλιστα, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός, ότι για αυτές τις τεχνικές συναντήσεις που λογικά δεν απαιτούν την εμπλοκή υψηλόβαθμων αξιωματούχων, επικαλέστηκε τη σύμφωνη γνώμη και των δύο ηγετών, δηλαδή του έλληνα πρωθυπουργού και του τούρκου προέδρου. Η άμεση διάψευση της ελληνικής πλευράς διατυπώθηκε σε αυστηρό ύφος, καταλογίζοντας θεσμικές ευθύνες στον ανώτατο νατοϊκό αξιωματούχο.

Αντίθετα, το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών βρήκε την ευκαιρία να δηλώσει την υποστήριξή του στις πρωτοβουλίες Στόλτενμεπεργκ σημειώνοντας, βέβαια, ότι δεν αφορούν στα εκκρεμή διμερή ζητήματα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Όπως γίνεται αντιληπτό, και η τουρκική πλευρά ουσιαστικά «άδειασε» τον ΓΓ του ΝΑΤΟ, αφού δεν είναι διατεθειμένη να αποδεχθεί τρίτους εμπλεκόμενους στην επίλυση των διαφορών της με την Ελλάδα.

Η πρωτοβουλία Μισέλ

Σε ένα άλλο θεσμικό πλαίσιο, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αναφέρθηκε σε μια πολιτική «καρότου και μαστίγιου» της ΕΕ απέναντι στην Τουρκία, και την ίδια στιγμή πρότεινε μια διάσκεψη για την Ανατολική Μεσόγειο που θα περιλάμβανε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη και το ΝΑΤΟ.

Προφανώς, όσο το καθεστώς Ερντογάν αντιμετωπίζεται από την ΕΕ ως υπεύθυνο για την ένταση στην Ανατολική Μεσόγειο, ο τούρκος πρόεδρος δεν πρόκειται να αποδεχθεί καμία διπλωματική πρωτοβουλία. Και φυσικά, σε μια διάσκεψη για τη Μεσόγειο δεν χωράνε το άκυρο και ανυπόστατο τουρκολιβυκό μνημόνιο με την ελληνο-αιγυπτιακή συμφωνία, ούτε βέβαια και η Κυπριακή Δημοκρατία με την Τουρκία και φυσικά ούτε η de facto κυβέρνηση της Τρίπολης με την Αίγυπτο.

Συνεπώς, οι ιδέες για πολυμερή διπλωματία δίχως τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις για τη σύγκληση μιας διάσκεψης είναι μάλλον αβάσιμες προτάσεις που φανερώνουν τη σύγχυση και την αδυναμία της Ευρώπης να λειτουργήσει αποτελεσματικά σε θεσμικό επίπεδο.

Απομένει λοιπόν, το Βερολίνο που τείνει το καρότο και το Παρίσι να κρατά το μαστίγιο, μια σχέση που κατ’ ευφημισμό αποκλήθηκε «συμπληρωματική» στη συνάντηση Μέρκελ-Μακρόν τον Αύγουστο, ενώ η ΕΕ μετράει αντίστροφα τον πολιτικό χρόνο για την επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία, αναλογιζόμενη πως πρέπει να μην δυσαρεστήσει κανένα και πρακτικά αναζητώντας το αδύνατο.

Σε αυτό το τοπίο, προστέθηκε και το τιτίβισμα της ειδικής συμβούλου του ύπατου εκπροσώπου της ΕΕ για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής, σχετικά με τις «μάτσο πολιτικές της Ελλάδας και της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο» και την ανάγκη επιστροφής στη διπλωματία των σεισμών του 1999.

Όπως γίνεται αντιληπτό, υπάρχουν και στην Ευρώπη άνθρωποι που δυσκολεύονται να κατανοήσουν και να αποδεχθούν τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται η θεσμική ιδιότητά τους, ανεξάρτητα από το αν είναι επικεφαλής διεθνούς οργανισμού ή απλά ειδικοί σύμβουλοι. Εκτός βέβαια από εκείνους που εξυπηρετούν την τουρκική δημόσια διπλωματία.

Με άλλα λόγια, η ηγεσία του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών πρέπει να προβληματιστεί για τις δηλώσεις αξιωματούχων διεθνών οργανισμών, ειδικά ευρωπαϊκών, οι οποίοι εξυπηρετούν όχι μόνο τα συμφέροντα, αλλά και την προπαγάνδα της Τουρκίας. Δηλώσεις που καλλιεργούν μια εικόνα ίσων αποστάσεων ανάμεσα στον κλέφτη και τον νοικοκύρη, αποκαλύπτουν τη διείσδυση της τουρκικής διπλωματίας σε διεθνείς οργανισμούς με θεμιτά κι αθέμιτα μέσα.

Όσο πλησιάζουμε στην έκτακτη συνάντηση κορυφής της ΕΕ στα τέλη Σεπτεμβρίου, οι προσπάθειες για ρυμούλκηση της Τουρκίας σε μια διαδικασία διαλόγου και αποκλιμάκωσης θα εντείνονται. Αυτές οι προσπάθειες θα είναι ακόμη μια ευκαιρία για την Άγκυρα να αποκομίσει κέρδη, προκειμένου να συμφωνήσει μόνο για τη συμμετοχή της σε ένα τραπέζι διαλόγου.

Οι ενδιαφερόμενοι είναι πολλοί και έχουν διαφορετικά κίνητρα και συμφέροντα. Το Βερολίνο προσπαθεί να κρατήσει ίσες αποστάσεις απέναντι σε Άγκυρα και Αθήνα, ενώ οι δυσκίνητες Βρυξέλλες, αν και υποδεικνύουν την Τουρκία ως υπαίτια της έντασης και απειλούν με κυρώσεις, επιχειρούν να ισορροπήσουν ανάμεσα σε εκείνα τα κράτη-μέλη που προσπαθούν να αποφύγουν τη ρήξη και εκείνα που την επιδιώκουν, και το Παρίσι παραμένει σχεδόν σιωπηλό και προβάλλει την στρατιωτική παρουσία του στην Ανατολική Μεσόγειο με εμφατικό τρόπο. Ο αμερικανός Πρόεδρος ενδιαφέρεται μόνο για την επανεκλογή του και θαυμάζει τον σκακιστή Ερντογάν, το ΝΑΤΟ αποδεικνύεται για πολλοστή φορά ότι είναι ακατάλληλο forum για τα ελληνοτουρκικά και φυσικά το Κρεμλίνο εξακολουθεί να υποσκάπτει τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ μέσω της Άγκυρας και αναζητά κενά ισχύος στη Μεσόγειο.

Ο τούρκος Πρόεδρος έχει κατορθώσει να βάλει απέναντί του αρκετές χώρες, οι οποίες έχουν πλέον στοιχηθεί σε ένα αντι-τουρκικό διπλωματικό μέτωπο που επεξεργάζεται και αμυντικές συνεργασίες.

Οι δε παραδοσιακοί του εταίροι πλέον βρίσκονται σε δύσκολη θέση, καθώς δεν μπορούν να του προσφέρουν στήριξη, όσο εκείνος περιφρονεί και παραβιάζει τη διεθνή νομιμότητα και ως επίμονος ταραξίας θέτει σε διακινδύνευση την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην περιοχή. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, και παρά τις διπλωματικές προσπάθειες που ξεδιπλώνονται με λιγότερο ή περισσότερο άκομψο ή ατελέσφορο τρόπο, η μοναδική διπλωματική αρχιτεκτονική που διαμορφώνεται σήμερα στην Ανατολική Μεσόγειο, είναι αυτή που απομονώνει τον Ερντογάν. Και όπως φαίνεται, παρά την ευρωπαϊκή αμφιθυμία, ο διπλωματικά απομονωμένος Ερντογάν θα έχει λίγες ακόμη ευκαιρίες για να αποφύγει την πολιτική αποκαθήλωσή του.

*Ο Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης είναι Επίκουρος Καθηγητής Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ