Τμήματα ανακτόρου και μινωική δεξαμενή αποκάλυψε η αρχαιολογική σκαπάνη στο Σίσι Λασιθίου

Τμήματα ανακτόρου και μινωική δεξαμενή αποκάλυψε η αρχαιολογική σκαπάνη στο Σίσι Λασιθίου

Της Αγγελικής Κώττη

Τα ίχνη ενός μινωικού ανακτορικού συγκροτήματος  του οποίου την ύπαρξη αγνοούσαμε μέχρι πρόσφατα, με εμβαδόν περί τα 900 τετραγωνικά μέτρα., φέρνει εδώ και δύο χρόνια η αρχαιολογική σκαπάνη στη θέση Μπούφος, στο Σίσι Κρήτης.  Πρόκειται για ανασκαφή της Βελγικής Αρχαιολογικής Σχολής με ομάδα από το Καθολικό Πανεπιστήμιο της Λουβαίν Λα Νεβ  υπό τη διεύθυνση του Καθηγητή J. Driessen και με τη συμμετοχή της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λασιθίου.

Η φετινή ανασκαφή, αποκάλυψε περαιτέρω ευμεγέθη τμήματα από την ανατολική και δυτική πτέρυγα του συγκροτήματος. Η δεύτερη περιλαμβάνει επίσης και μία κυκλική κοιλότητα συλλογής ύδατος, η οποία συνδέεται με υπεδάφια δεξαμενή. Οι ανασκαφικές έρευνες τεκμηρίωσαν επιπλέον μία πρώιμη φάση Μυκηναϊκής εγκατάστασης (τέλος του 15ου αι. π.Χ.) εντός του οικισμού, ενώ συνεχίστηκε η διερεύνηση του νεκροταφείου.

Ολόκληρο το συγκρότημα χρονολογείται κατά κύριο λόγο στη Νεο-ανακτορική περίοδο του Μινωικού πολιτισμού, περίπου τον 16ο αι. π.Χ., και εγκαταλείφθηκε περί την εποχή της έκρηξης στη Σαντορίνη, τέφρα της οποίας ανακαλύφθηκε εντός του κτηρίου.

Αρχής γενομένης από το 2015 κατέστη εφικτός εντέλει ο καθαρισμός της κεντρικής αυλής που καλύπτεται από κονίαμα, η οποία φαίνεται να έχει μέγιστες διαστάσεις 16.50 x 33μ. Αρκετές τελετουργικές εγκαταστάσεις εντοπίστηκαν άνωθεν και κατά μήκος αυτής της κεντρικής αυλής, η οποία ήταν προσβάσιμη απευθείας εξωτερικώς στα νοτιοδυτικά μέσω ενός επιμελημένα επιστρωμένου διαδρόμου με ξεστούς τοίχους.

Κατά το 2015, εκτός από τις δοκιμαστικές τομές που πραγματοποιήθηκαν για να αποσαφηνιστεί η πρωιμότερη ιστορία του χώρου, ο οποίος ερευνάται ήδη από το 2007, οι ανασκαφές επικεντρώθηκαν στη διερεύνηση του συγκροτήματος της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (16ος αι. π.Χ).  Κάποια στοιχεία ήδη ορατά από την ερευνητική περίοδο του 2011, επέτρεπαν την υπόθεση ότι πρόκειται για κτήριο με κεντρική αυλή.

Σύμφωνα με τα δεδομένα της Βελγικής Αρχαιολογικής Σχολής, στη θέση μίας ορθογώνιας αυλής περιβαλλόμενης από πτέρυγες, είχε αποκαλυφθεί το 2015 μέρος μίας μεγάλης τραπεζοειδούς αυλής, έκτασης 250 τ.μ. κατασκευασμένης από καλής ποιότητας λευκό κονίαμα, με τρεις πτέρυγες (ανατολική, βόρεια, δυτική) καθεμιά από τις οποίες έχει ελαφρώς αποκλίνοντα προσανατολισμό. Η μνημειακή πρόσοψη αυτής της αυλής, στα δυτικά, έχει κατασκευαστεί στο κατώτερο τμήμα από μεγάλους πελεκητούς λίθους από ασβεστόλιθο πάνω στον οποίο σώζεται εν μέρει ένα δεύτερο τμήμα ξεστής λιθοδομίας από ψαμμίτη.

Στα ανασκαφικά ευρήματα συγκαταλέγεται επίσης δωμάτιο με επιμελημένα επιστρωμένο κονίαμα στο δάπεδο και στους τοίχους καθώς και με εγκαταστάσεις από κονίαμα,  δίπλα από μία σειρά αναβαθμών ξεστής λιθοδομίας από ψαμμίτη που καταλήγει σε ένα άνδηρο. Όλα ήταν αντιτηριγμένα σε  τοίχο του ανδήρου που χρονολογείται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (περ. 2.500 π.Χ.) και διαμορφώνουν ένα είδος στοάς (λότζια) που οδηγεί στην αυλή.

Μπορεί να μην είναι τεράστιο το κτήριο που εντοπίζεται, είναι όμως πολύ σημαντικό καθώς θα δώσει πληροφορίες για τυχόν σχέσεις με άλλα ανακτορικά κέντρα, όπως π.χ. της Κνωσού "όπου βρισκόταν ο μυθολογικός Μινώταυρος". Οπως τονίζει με κάθε ευκαιρία ο καθηγητής Ντρίεσεν μια καλύτερη κατανόηση των σχέσεων ανάμεσα σε γειτονικές θέσεις, «βοηθά σταδιακά να αποσαφηνιστεί η λειτουργία του Μινωικού Ανακτόρου.»

Ο λόφος Κεφάλι, όπου διεξάγονται οι ανασκαφές,  έχει  πλάτωμα στην κορυφή και διάφορες αναβαθμίδες, που εντοπίζονται στις χαμηλότερες δυτικές και βόρειες παρειές. Η προκαταρκτική έρευνα έδειξε ότι ο οικισμός βρισκόταν σε χρήση ήδη από το 2.500 π.Χ. και φαίνεται ότι καταστράφηκε στα 1.200 π.Χ. Δείγματα μεταγενέστερης χρήσης του χώρου είναι μάλλον σποραδικά, αποτελούμενα από ελάχιστα ζωόμορφα ειδώλια Γεωμετρικής περιόδου και κάποια υπολείμματα πολεμικού υλικού του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.