Τι σημαίνει η κατάργηση του βέτο που ζητά η Γερμανία

Τι σημαίνει η κατάργηση του βέτο που ζητά η Γερμανία

Η αυξημένη πλειοψηφία, όπως και η απλή πλειοψηφία ήδη υπάρχουν για αποφάσεις που λαμβάνονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μόνο που δεν αφορούν σε ζητήματα που άπτονται κρίσιμων εθνικών θεμάτων, όπως μεταξύ άλλων είναι η εξωτερική πολιτική (συνθήκη της Λισσαβόνας, που αντικατέστησε την συνθήκη της Νίκαιας).

Από εκεί και πέρα, καθώς η πρόταση αυτή προέρχεται από τους Γερμανούς, κι όχι από μια οποιαδήποτε χώρα, θα πρέπει να μας βρει σε εγρήγορση, ώστε να την αντιμετωπίσουμε εγκαίρως και αποτελεσματικά. 

Είναι περίπου δεδομένο πως η Γερμανία έχει συζητήσει αυτή την πρόταση με τους δορυφόρους της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με κάποιον τρόπο, πριν την καταθέσει.

Έτσι προσπαθεί να περάσει την αντίληψη της, με το επιχείρημα της αποτελεσματικότητας, ότι δηλαδή απαιτείται κατάργηση του βέτο και λήψη αποφάσεων με ενισχυμένη πλειοψηφία.

Ο Υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, Χάικο Μάας, μάλιστα μιλάει συγκεκριμένα για θέματα εξωτερικής πολιτικής. Δεν μιλάει για θέματα αγροτικής πολιτικής, που μπορεί να απασχολούν τους Γάλλους, δεν μιλάει για θέματα όπως το μεταναστευτικό, ή για θέματα υγείας ή τραπεζών η οικονομικών, που απασχολούν τους Γερμανούς.Μιλάει για θέματα εξωτερικής πολιτικής. Αυτό μπορεί να ενδιαφέρει δύο κατηγορίες κρατών. Η μία είναι η Ελλάδα και η Κύπρος, λόγω Τουρκίας και οι άλλη είναι οι βαλτικές χώρες και η Πολωνία, λόγω Ρωσίας.

Δεν μπορώ αυτή τη στιγμή να σκεφτώ άλλη κατηγορία κρατών που θα την απασχολούσε αν είχαμε άρση του βέτο, καθώς για παράδειγμα τα Βαλκάνια εντάσσονται προσώρας στον τομέα της διεύρυνσης. Επιπλέον είναι μία πρόταση που μπορεί να προχωρήσει. Αναρωτιέμαι αν κράτη όπως η Γαλλία, η Αυστρία, η Σουηδία, η Ουγγαρία, η Ισπανία ή η Ιταλία θα είχαν μεγάλες ενστάσεις σε αυτή την πρόταση. Κατά συνέπεια, η εγρήγορση μας θα πρέπει να είναι απόλυτη, σε περίπτωση που η πρόταση είναι εκ του πονηρού.

Η πρόταση της Γερμανίας είναι ξεκάθαρο πως εστιάζει σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, αλλά μπορεί στο μέλλον να διευρυνθεί. Πατάει πάνω στο επιχείρημα πως δεν μπορεί να ορίζει την ευρωπαϊκή πολιτική απέναντι στην Τουρκία, η Κύπρος ή απέναντι στη Ρωσία, έναν σημαντικό εταίρο, η Πολωνία και οι βαλτικές χώρες. 

Αυτό το έχουν νιώσει στο πετσί τους οι Γερμανοί, όπως για παράδειγμα στο θέμα του αγωγού Nord Stream, ένα ενεργειακό ζήτημα που άπτεται και ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής.

Άρα φοβάμαι ότι αυτή η πρόταση θα μπορούσε να βρει ευήκοα ώτα σε αρκετές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, που δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα με εξωτερικές απειλές.

Από την άλλη θα πρέπει να παραδεχθούμε πως αν θέλουμε περισσότερο ομοσπονδιακή και ενωμένη Ευρώπη, θα πρέπει να λαμβάνονται αποφάσεις σε πιο σύνθετους τομείς με αυξημένη πλειοψηφία, κι όχι μόνο σε απλούς τομείς, όπως για θέματα διορισμών και άλλα διαδικαστικά θέματα.

Δεν είναι εύκολο αυτό σε καμία περίπτωση. Ωστόσο θεωρώ πως εφόσον δεν θα υπάρξουν ασφαλιστικές δικλείδες, η γερμανική πρόταση είναι καταρχάς και καταρχήν προβληματική.

Το θέμα είναι τι μπορεί να κάνει η Ελλάδα ως προς αυτό, αν τελικά η πρόταση του Γερμανών τύχει μεγάλης υποστήριξης. Η Αθήνα θα έπρεπε ήδη να έχει κινηθεί γι’ αυτό το ζήτημα, καθώς δεν είναι η πρώτη φορά που τίθεται δημόσια.

Θα μπορούσε για παράδειγμα η Γαλλία, ένας κοντινός μας εταίρος τα τελευταία χρόνια σε πολλά επίπεδα, να πειστεί να μη συνηγορήσει σε αυτή την πρόταση των Γερμανών; Και αν ναι, γιατί;

Το βασικό θέμα είναι η μελλοντική χρήση της τυχόν κατάργησης του βέτο, καθώς θα μπορούσε να δημιουργήσει κινδύνους για εμάς. Ας αναλογιστούμε πως ακόμα και σήμερα με το δικαίωμα βέτο, υπάρχει μία πολιτική κατευνασμού απέναντι στην Τουρκία, άλλα και στις ευρύτερες σχέσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας.

Το βέτο έχει μία χρησιμότητα για όσο καιρό δεν αναγκάζεσαι να το χρησιμοποιήσεις. Αν το χρησιμοποιήσεις, έχεις ήδη αποτύχει, καθώς θα βρεθείς σε δύσκολη θέση από τους εταίρους. Όσο, όμως, αναποτελεσματική και αν γίνεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, το βέτο παραμένει η δύναμη των λιγότερο ισχυρών.

Μία ισχυρή χώρα έχει πολλούς μοχλούς πίεσης για να πετύχει το σκοπό της. Το βέτο στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μία επιλογή που εντέλει δίνει φωνή και δύναμη στις λιγότερο ισχυρές χώρες. Ως έσχατο εργαλείο κατοχύρωσης των εθνικών τους θέσεων. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα όλων, η καθόλα επιτυχημένη απειλή χρήσης του στη διεύρυνση του 2004, ώστε να εξασφαλίσει η Ελλάδα την είσοδο της Κύπρου χωρίς πρότερη λύση του πολιτικού της προβλήματος.

* O Κωνσταντίνος Φίλης είναι Εκτελεστικός Διευθυντής ΙΔΙΣ & αναλυτής διεθνών θεμάτων του AΝΤ1