Στοιχεία Eurostat: H πανδημία εκτίναξε μέχρι και 35% τους θανάτους στην Ελλάδα

Στοιχεία Eurostat: H πανδημία εκτίναξε μέχρι και 35% τους θανάτους στην Ελλάδα

Αύξηση των θανάτων κατά 7,5% περίπου κόστισε στη χώρα μας η πανδημία του νέου κορονοϊού, τους πρώτους 11 μήνες του 2020, με κορύφωση του φόρου αίματος τον Νοέμβριο, όπου η υπερβάλλουσα θνησιμότητα πλησίασε το 35% στην διάρκεια της κορύφωσης του δεύτερου κύματος.

Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από μετρήσεις της Eurostat, η οποία διαπιστώνει διαφορετική επίπτωση της πανδημίας σε κάθε κράτος μέλος της Ε.Ε. Η πορεία των πρόσθετων θανάτων - πέραν των συνηθισμένων καταγραφών - αποτυπώνουν τις εξάρσεις και τις υφέσεις της επιδημίας τοπικά, σε κάθε κράτος μέλος, ανάλογα με τα περιοριστικά μέτρα που λαμβάνονταν, αλλά και τον βαθμό εφαρμογής τους σε κάθε χώρα ξεχωριστά.

Συνολικά, για ολόκληρη την Ευρώπη, η πρώτη αύξηση των θανάτων εντοπίζεται τον Μάρτιο με ποσοστό 13,6% επιπλέον και τον Απρίλιο με 24,9% επιπλέον, ακολουθεί μια σταδιακή ύφεση και ξεκινά το νέο κύμα με 7,6% πρόσθετους θανάτους τον Αύγουστο, 8% τον Σεπτέμβριο και 17,1% τον Οκτώβριο.

Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, οι πρόσθετοι θάνατοι που καταγράφηκαν ξεκίνησαν πριν φτάσει ο πανδημικός ιός στη χώρα με τον Ιανουάριο να διαπιστώνονται επιπλέον 0,8% αύξηση των θανάτων και τον Φεβρουάριο επιπλέον αύξηση των θανάτων κατά 6,6%, αντικατοπτρίζοντας τα προβλήματα που αντιμετώπιζε το σύστημα υγείας της χώρας μετά τη 10ετή οικονομική κρίση, με τις ελλείψεις σε υλικό και έμψυχο δυναμικό.

Από τον Μάρτιο που η πανδημία εγκαταστάθηκε στη χώρα η θνησιμότητα παρουσίασε μια πρόσθετη αύξηση της τάξης του 7,6%, ως αποτέλεσμα της εξάπλωσης του ιού στη χώρα τον προηγούμενο μήνα, για να ακολουθήσει μια δραστική μείωση στο 1,3% τον Απρίλιο καθώς η χώρα έβλεπε τα αποτελέσματα του καθολικού lockdown του Μαρτίου. Τον Μάιο η υπερβάλλουσα θνησιμότητα ανέβηκε στο 3,4% ως αποτέλεσμα της κορύφωσης του πρώτου κύματος της πανδημίας ένα μήνα νωρίτερα, για να οδηγηθούμε σε μείωση της γενικής θνησιμότητας κατά 1,5% τον Ιούνιο.

Το άνοιγμα της κοινωνίας και οικονομίας τον Μάιο όμως, σε συνδυασμό με την απορρύθμιση που είχαν υποστεί οι χρονίως πάσχοντες εξαιτίας της καραντίνας της άνοιξης, έφεραν πρόσθετους θανάτους κατά 5,6% επιπλέον τον Ιούλιο και κατά 6,5% επιπλέον τον Αύγουστο.

Έτσι, φτάσαμε τον Σεπτέμβριο με την επιστροφή από τις διακοπές και τα πάρτι στα beach bars σε αύξηση των θανάτων κατά 10,3% και κατά 6,7% τον Οκτώβριο.

Όμως η ραγδαία αύξηση των νέων κρουσμάτων που έφτασαν περί τα μέσα Νοεμβρίου στις 3.500 περιστατικά την ημέρα, σωρευτικά με τα περιστατικά του προηγούμενου μήνα να παραμένουν νοσηλευόμενα στις μονάδες εντατικής θεραπείας, έφεραν πρόσθετη άνοδο των θανάτων, η οποία άγγιξε το 34,7%.

Ήταν η ώρα που το σύστημα υγείας της χώρας δέχθηκε την μεγαλύτερη πίεση, καθώς η εγκατάσταση του πανδημικού ιού στην κοινωνία σε ολόκληρη τη χώρα, πολλαπλασίασε τη δυναμική του και χρειάστηκε ένα δίμηνο με νέα περιοριστικά μέτρα, αλλά και σημαντική ενίσχυση του συστήματος υγείας με έμψυχο δυναμικό και νέες υποδομές, προκειμένου να μπορέσει και αυτό το κύμα να τεθεί υπό έλεγχο.

Σε αυτό το δεύτερο κύμα, υπενθυμίζουμε ότι η μετάδοση της νόσου εντοπιζόταν περισσότερο σε νεαρότερες ηλικίες, οι οποίες μετέφεραν τον ιό στην οικογένεια, με αποτέλεσμα να καταλήγουν νοσηλευόμενοι οι πιο ευπαθείς ή ηλικιωμένοι. Αυτοί με τη σειρά τους ξεκινούσαν μια πορεία στο σύστημα υγείας, η οποία ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα οδηγεί σε νοσηλεία της τάξης των 4-6 εβδομάδων από τον απλό θάλαμο μέχρι την μονάδα αυξημένης φροντίδας ή την εντατική, μέχρι το εξιτήριο.

Η παρατήρηση του ρυθμού των πρόσθετων θανάτων, σύμφωνα με τους ειδικούς, δείχνει την ανάγκη αναδιοργάνωσης που επιχειρείται στο σύστημα υγείας με αφορμή την πανδημία, με στόχο όχι μόνο την δυνατότητα κάλυψης τέτοιων εκτάκτων φαινομένων τα οποία αναμένεται να εμφανιστούν ξανά στο άμεσο μέλλον, αλλά και τη δυνατότητα ταυτόχρονης κάλυψης των ασθενών με τις λοιπές παθήσεις, ιδίως τους πάσχοντες από σοβαρές παθήσεις, όπως οι καρκινοπαθείς. Ταυτόχρονα όμως θεωρείται κρίσιμη και η αντιμετώπιση των ανισοτήτων πρόσβασης στην υγεία, καθώς αναδεικνύεται η αναγκαιότητα δευτερογενούς πρόληψης για τους χρονίως πάσχοντες, προκειμένου να αποφεύγονται οι επιπλοκές από την απορρύθμιση της χρόνιας πάθησής τους.