Ρεύμα σε τιμές Απριλίου 2021 - Το σχέδιο, τα κόστη και οι δυσκολίες

Ρεύμα σε τιμές Απριλίου 2021 - Το σχέδιο, τα κόστη και οι δυσκολίες

Το μοντέλο πάνω στο οποίο δουλεύει η κυβέρνηση είναι να επιστρέψουν τα τιμολόγια ρεύματος στα προ κρίσης επίπεδα. Ο στόχος είναι, μέσω της επιβολής πλαφόν, οι τιμές να υποχωρήσουν στα μέσα επίπεδα του α’ εξαμήνου του 2021, σε αυτά δηλαδή που βρίσκονταν ένα χρόνο πριν. Το πλαφόν θα μπαίνει στην τιμή χονδρικής και το κράτος θα καταβάλει ως επιδότηση στους ηλεκτροπαραγωγούς τη διαφορά μέχρι το κόστος παραγωγής τους. Το πως θα χρηματοδοτηθεί το σχέδιο, από που δηλαδή θα βρεθούν τα τουλάχιστον 4 δισ. που απαιτούνται, τελεί υπό αναζήτηση.

Το σκεπτικό λειτουργίας του μοντέλου είναι απλό. Το πλαφόν δεν θα μπαίνει στην τιμή λιανικής, αλλά στη χονδρική, όπως δηλαδή αυτή διαμορφώνεται καθημερινά στο χρηματιστήριο ενέργειας. Αφού οι προμηθευτές θα αγοράζουν χαμηλότερα το ρεύμα, θα το πωλούν και φθηνότερα στον τελικό καταναλωτή. Οι αρμόδιες αρχές θα μεριμνούν για την τήρησή του. Από εκεί και πέρα, ο παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας θα αποζημιώνεται με τη διαφορά ανάμεσα στο πλαφόν και το κόστος παραγωγής του. Αυτό ποικίλει, αναλόγως κάθε τεχνολογία. Στις μονάδες φυσικού αερίου, για παράδειγμα, το κόστος κινείται σήμερα στα 250-260 ευρώ / MWh, στις λιγνιτικές μεταξύ 180-190 ευρώ / MWh, κ.ό.κ. 

Στο εντελώς υποθετικό παράδειγμα, που θα οριστεί πλαφόν στα 150 ευρώ/ MWh για την αγορά χονδρικής (σήμερα αυτή διαμορφώνεται στα 255,95 ευρώ/ MWh), τότε η αποζημίωση που θα εισπράττει ο ενεργειακός όμιλος θα προκύπτει από τη διαφορά ανάμεσα στη διατίμηση και το κόστος παραγωγής του. Αν πρόκειται για μονάδα φυσικού αερίου, η αποζημίωση θα είναι 110-120 ευρώ / MWh, αν αφορά λιγνιτική μονάδα της ΔΕΗ, θα προκύπτει ποσό 30-40 ευρώ / MWh, κ.ό.κ. 

Αντί δηλαδή να αποζημιώνονται οι καταναλωτές, με κάποιο ποσό που θα καλύπτει μέρος της αύξησης, όπως συμβαίνει σήμερα, θα αποζημιώνονται οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας, ανάλογα με το κόστος παραγωγής τους.

Τα κόστη και οι δυσκολίες

Το καλό με το κυβερνητικό σχέδιο είναι ότι η σύλληψη του είναι απλή και αφορά οριζόντια τους πάντες. Τόσο τις χαμηλές, όσο και τις υψηλές καταναλώσεις, όχι μόνο τις πρώτες 300 κιλοβατώρες το μήνα, όπως σήμερα.

Το πρόβλημα έγκειται στην χρηματοδότησή του. Αλλες ασκήσεις το κοστολογούν στα 4 δισ ευρώ, άλλες όμως το ανεβάζουν στα 5,8 - 6 δισ ευρώ για διάρκεια ενός έτους, καθώς οι μεταβλητές είναι πολλές.

Πρώτη και καλύτερη, το φυσικό αέριο. Τα πάντα εξαρτώνται από τις διακυμάνσεις των τιμών του αερίου στο ολλανδικό χρηματιστήριο TTF, υπό την έννοια ότι αυτό είναι το καύσιμο που διαμορφώνει και τις τιμές στην χονδρική του ρεύματος. Το ολλανδικό χρηματιστήριο έκλεισε την εβδομάδα που πέρασε στα 95,8 ευρώ / MWh, ωστόσο εδώ και μήνες, η πορεία του δεν υπόκειται στους νόμους της αγοράς.

Αν π.χ. ο Πούτιν κάνει πράξη την απειλή να διακόψει τις ροές φυσικού αερίου, εφόσον δεν πληρωθεί σε ρούβλια ή αν υπάρξει κάποια απότομη κλιμάκωση στην Ουκρανία ή συμβεί μια οποιαδήποτε διαταραχή ή ασύμμετρη απειλή στην παγκόσμια οικονομία, οι τιμές του φυσικού αερίου μπορούν εύκολα να πάρουν την ανιούσα, και μαζί τους και οι τιμές χονδρικής στο ρεύμα.

Σε ένα τέτοιο κακό αλλά υπαρκτό σενάριο, η όποια βάση υπολογισμών για το κόστος μιας εθνικής παρέμβασης στο ρεύμα, όπως αυτή που σχεδιάζει η κυβέρνηση, τινάζεται στον αέρα. Ακόμη και αν αυτή σήμερα κοστολογείται στα 4 δισ ευρώ, μπορεί αύριο, λόγω ακριβώς του «άγνωστου Χ» που λέγεται φυσικό αέριο, να φτάσει να στοιχίζει, 5, 6 δισ. ευρώ ή και περισσότερα. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος, όπως λένε οι άνθρωποι της αγοράς, που η μόνη αποτελεσματική λύση θα ήταν μια ευρωπαϊκή παρέμβαση την χρηματιστηριακή αγορά αερίου του TTF, αφού θα χτύπαγε το κακό στην ρίζα του, δηλαδή τον βασικό κοστολογικό παράγοντα του ηλεκτρικού ρεύματος. 

Η ιδανική ευρωπαϊκή λύση

Ιδανικά επομένως η κυβέρνηση θα ήθελε «ευρωπαϊκή λύση» στο θέμα της ενεργειακής ακρίβειας. Δεν είναι όμως βέβαιο κατά πόσο αυτό θα συμβεί στη Σύνοδο Κορυφής του Μαΐου. Ο ευρωπαϊκός Βορράς δεν νιώθει παρά ως ένα βαθμό μόνο τα βάρη του Νότου από τις αυξήσεις στο ρεύμα. Η τιμή ηλεκτρικής ενέργειας στη Γερμανία μπορεί να έχει αυξηθεί, ωστόσο στη χώρα, όπως και σε γειτονικές, λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό τα λεγόμενα διμερή συμβόλαια. Αυτά δηλαδή που συνάπτουν Δήμοι ή και μεμονωμένοι καταναλωτές με ενεργειακούς παρόχους και «κλειδώνουν» σταθερές τιμές για πολλά χρόνια. Στην Ελλάδα, η σύναψη διμερών συμβολαίων έχει ακόμη πολλά εμπόδια, είναι στα σπάργανα και σε αντίθεση με ό,τι ισχύει στις πιο ώριμες ευρωπαϊκές αγορές, το σύνολο των ποσοτήτων ηλεκτρισμού που καταναλώνουμε, περνά μέσα από τη χρηματιστηριακή αγορά. Άρα το 100% των διακυμάνσεων των τιμών στη χονδρική, που εξαρτάται από το φυσικό αέριο, μετακυλίεται στις τιμές λιανικής. 

Δίχως ευρωπαϊκή παρέμβαση, η χρηματοδότηση μιας εθνικής παρέμβασης στο ρεύμα με την επιβολή πλαφόν στη χονδρική, θα μπορούσε να προέλθει από τρεις διαφορετικές πηγές. Τους πόρους του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης, που χρηματοδοτεί κάθε μήνα τις επιδοτήσεις, οι οποίοι ωστόσο από μόνοι τους δεν επαρκούν, τα 900 εκατ ευρώ που περισσεύουν από το συμπληρωματικό προϋπολογισμό που κατατέθηκε προ δύο εβδομάδων στη Βουλή και την αξιοποίηση μέρους από τα 230 δισ των αδιάθετων δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης.