Πόσο αντέχει η Δημοκρατία

Πόσο αντέχει η Δημοκρατία

Η Ελλάδα ξεπέρασε, σχεδόν κόντρα στη λογική, πολλούς και μεγάλους κινδύνους την τελευταία δεκαετία. Μια χρεοκοπία, από την οποία την έσωσε η αυταπάρνηση της κοινωνίας και το γεγονός ότι η χώρα βρισκόταν και, οριακά, παρέμεινε εντός ευρωζώνης. Μια παρατεταμένη και σε μεγάλο βαθμό υποκινούμενη διχόνοια, που καταστρώθηκε γύρω από το «δίλημμα» «Μνημόνιο/αντι-Μνημόνιο», αλλά επέζησε του ιστορικού κύκλου των Μνημονίων. Διαρκείς, και κλιμακούμενες, απειλές κατά της εθνικής κυριαρχίας από ένα γείτονα του οποίου ο ηγέτης έχει καταστήσει την επιθετικότητα αντίδοτο στα εσωτερικά του προβλήματα. Και μια υγειονομική κρίση, που δεν την περάσαμε, τουλάχιστον στην αρχή, χειρότερα από άλλες χώρες, αλλά που ξανάνοιξε πληγές οι οποίες αποδείχτηκε ότι δεν είχαν κλείσει τελείως: τη θεσμική προχειρότητα, την έλλειψη συλλογικότητας, την ισχύ του ανορθολογισμού, την πολιτιστική υποχώρηση, την κομματική εργαλειοποίηση.

Η Ελλάδα ξεπέρασε, χωρίς φυσικά να βγει αλώβητη, όλες αυτές τις κρίσεις, αλλά τώρα κινδυνεύει ξανά, κι ίσως περισσότερο, από έναν πολύ ύπουλο συνδυασμό: βεβαιότητας ότι «τα δύσκολα είναι πίσω», χαλάρωσης και μαζί κόπωσης του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας, υπόγειας υποδαύλισης των παθών και των εξάρσεων από έναν άτυπο συνασπισμό νεο-αγανακτισμένων, φανατικών, ανορθολογιστών και καιροσκόπων. Την αναμμένη δάδα υποδαυλίζει μια εκ των πραγμάτων προεκλογική ατμόσφαιρα, σε μεγάλο βαθμό τεχνητή και μακριά από την αλήθεια (εκλογές δεν θα γίνουν πριν από τον Οκτώβριο της φετινής χρονιάς, και μάλιστα το πιθανότερο είναι να γίνουν του χρόνου), αλλά πάντως συντηρούμενη από «αναλυτές» και κόμματα και με επιρροή στις εξελίξεις.

Αιχμή του δόρατος, η όξυνση. Όξυνση, πέρα από το όριο, στη Βουλή: χωρίς πλέον να υπάρχει η «εκτός συνταγματικού τόξου» Χρυσή Αυγή, κλιμακώνονται παρ' όλα αυτά ενέργειες εκτός συνταγματικής τάξης, που έφτασαν πλέον στην ανοιχτή απείθεια και την παρότρυνση σε παρανομία. Όξυνση, μέχρι να σπάσει το σχοινί, στην κοινωνία, η οποία  προς το παρόν αντιστέκεται, αλλά δεν ξέρω για πόσο, στα περί «κατάλυσης ελευθεριών», «καθεστώτος» και γενικευμένης σαπίλας.

Όξυνση μέσα από την τανάλια της δικαστικοποίησης των πολιτικών διαφορών, από τη μία (παραπομπές και απειλές παραπομπών για τους πάντες και τα πάντα) και στην αμφισβήτηση κάθε δικαστικής απόφανσης, από τα άλλη (πρόσφατα παραδείγματα, η αμφισβήτηση οριστικού δικαστικού πορίσματος για απαλλαγή πολιτικών προσώπων στην «υπόθεση Novartis» και η προσπάθεια εκ των προτέρων απονομιμοποίησης των πορισμάτων που έρχονται για τα σκάνδαλα «στήσιμο Novartis» και «στήσιμο τηλεοπτικών αδειών»).

Όξυνση, τέλος, και μάλιστα μεταχρονολογημένη, της ίδιας της Ιστορίας, από κόμματα και ομάδες που δεν δέχονται η ιστορική έρευνα να φωτίσει τα πεπραγμένα τους και να τους χαλάσει μύθους και αφηγήματα.

Πόσο μπορεί να αντέξει η Δημοκρατία, όταν μάλιστα ο χρόνος της όξυνσης μακραίνει, τα χτυπήματα πληθαίνουν και η κοινωνία σχεδόν αδιαφορεί, καθώς άλλα, πιο απτά, είναι τα ζητήματα που την απασχολούν; Δεν προοιωνίζονται τίποτα θετικό η πόλωση, το τοξικό κλίμα, η χυδαιότητα, η προσπάθεια επιστροφής σε άλλες εποχές. Οι αντοχές της λεγόμενης «τυπικής δημοκρατίας», δηλαδή της μη κατάλυσης των θεσμών, έχουν αποδειχθεί σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης. Το σαράκι όμως προχωρά στο μεδούλι της ουσιαστικής δημοκρατίας, δηλαδή της καθημερινής λειτουργίας των θεσμών και της πίστης των πολιτών σε αυτούς.