Πώς έγιναν «ασφαλές καταφύγιο» τα ελληνικά ομόλογα

Πώς έγιναν «ασφαλές καταφύγιο» τα ελληνικά ομόλογα

Μέσα στις πρώτες 6 εβδομάδες του 2020 το κόστος δανεισμού της Ελλάδας στη δευτερογενή αγορά έχει μειωθεί κατά το 1/3 καταγράφοντας σχεδόν το 50% της πτώσης που σημειώθηκε σε ολόκληρο το 2019. Χθες, η απόδοση του ελληνικού 10ετούς υποχώρησε έως το 0,95%, έναντι 1,18% στις αρχές του 2020 και 3,88% στις αρχές του 2019. Το ιστορικό χαμηλό της Τετάρτης 12 Φεβρουαρίου είναι χαμηλότερο από την τιμή-στόχο του 1% που έδινε η Capital Economics για το σύνολο του 2020 και φυσικά ξεπερνά κάθε άλλη πρόβλεψη.

Στην πλειονότητά τους οι αναλυτές αποδίδουν την «κούρσα» των ελληνικών ομολόγων στις συνθήκες που επικρατούν στις διεθνείς αγορές, υποστηρίζοντας ότι δέχονται εισροές από επενδυτικά κεφάλαια που αναζητούν κάποια θετική απόδοση στα ομόλογα της Ευρωζώνης και θέλουν κάτι περισσότερο από το 0,25% της Πορτογαλίας ή το 0,30% της Ισπανίας. Ένας ακόμη λόγος είναι ο συνδυασμός πολιτικής σταθερότητας και εφαρμογής μεταρρυθμίσεων που καθιστά ξεχωριστό Investment case την Ελλάδα και προσφέρει «ασφάλεια» στους επενδυτές που δεν υπήρχε την περασμένη δεκαετία. Οι ελληνικοί τίτλοι δεν έγιναν ξαφνικά παραδοσιακά ασφαλή καταφύγια όπως είναι οι γερμανικοί αλλά δεν έχουν καμία σχέση με τα ομόλογα της απόλυτης απαξίωσης μετά το PSI και μέχρι το 2018.

Υπάρχει επίσης και η άποψη ότι παίζει σημαντικό ρόλο η προοπτική ένταξης στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, εξέλιξη που θα σηματοδοτήσει την πλήρη επιστροφή των ελληνικών τίτλων. Βέβαια, η Κριστίν Λαγκάρντ έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν μπορεί να υπάρξει εξαίρεση για την Ελλάδα επομένως θα πρέπει να περιμένουμε την επενδυτική βαθμίδα για να ενταχθούν τα ελληνικά ομόλογα στο QE. Όμως η περιρρέουσα ατμόσφαιρα είναι ότι πλέον δεν αποτελεί μακρινό στόχο.

Οι εξελίξεις στην αγορά ομολόγων βελτιώνουν σημαντικά το χρηματοδοτικό προφίλ της Ελλάδας και αναμένεται να έχουν αντίκτυπο στις εκθέσεις βιωσιμότητας. Παράλληλα, ασκού έντονες πιέσεις στους οίκους αξιολόγησης που έχουν… μείνει πίσω από τις αγορές και κυρίως στη Moody’ s η οποία δίνει τη χαμηλότερη βαθμίδα πιστοληπτικής ικανότητας στην Ελλάδα (1 κάτω από τις S&P και DBRS, 2 βαθμίδες κάτω από την Fitch).

Η Ελλάδα σήμερα βρίσκεται στην τελική ευθεία για την «επενδυτική βαθμίδα» και οι ανακοινώσεις των S&P και DBRS στις 24 Απριλίου θα παίξουν καθοριστικό ρόλο ως προς τον χρονικό ορίζοντα επίτευξης του στόχου, ενώ δεν αποκλείεται να δούμε και διπλή αναβάθμιση από τη Moody’ s στις 8 Μαΐου. Όχι μόνο γιατί η αξιολόγηση της Moody’ s υπολείπεται των άλλων οίκων αλλά και επειδή έως τον Μάιο είναι πιθανό να έχουν σημειωθεί θετικές εξελίξεις στο μέτωπο της οικονομίας.

Υπενθυμίζεται δε, ότι η Moody’ s έχει στο ενεργητικό της δύο διπλές αναβαθμίσεις τα τελευταία χρόνια. Η πρώτη ήταν στις 21 Φεβρουαρίου 2018 όταν αναβάθμισε το ελληνικό αξιόχρεο σε Β3 από Caa2 και η δεύτερη την 1η Μαρτίου 2019 όταν μας αναβάθμισε σε Β1.

Αν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις που θέλουν την παγκόσμια οικονομία να πατάει απότομα φρένο και τις κεντρικές τράπεζες να διατηρούν ή ακόμη και να χαλαρώνουν περαιτέρω τη νομισματική πολιτική, τότε τα ελληνικά ομόλογα έχουν μία μοναδική ευκαιρία μέσα στο 2020 να μειώσουν σημαντικά την ψαλίδα με τις χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης. Ταυτόχρονα, διευκολύνεται το έργο του ΟΔΔΗΧ για τις εκδόσεις ομολόγων που έχει προγραμματίσει μέσα στο 2020 με στόχο να βελτιώσει περαιτέρω το προφίλ χρέους.

Δεν είναι τυχαίο ότι πριν από λίγες ημέρες η HSBC αναφέρθηκε στην πορεία των ελληνικών ομολόγων υποστηρίζοντας ότι βρισκόμαστε στο «τέλος της αρχής» και ότι υπάρχει ακόμη αξία στους ελληνικούς τίτλους παρά το εντυπωσιακό ράλι. Σύμφωνα με τους αναλυτές της HSBC το πιθανότερο σενάριο είναι να προχωρήσει ο ΟΔΔΗΧ σε έκδοση 10ετούς ομολόγου ενώ οι παράγοντες που θα επηρεάσουν τις αποδόσεις είναι περισσότερο τεχνικής φύσεως. Η HSBC στάθηκε στον περιορισμό του πολιτικού κινδύνου, στις φιλικές προς την αγορά πολιτικές που εφαρμόζονται αλλά και στην προοπτική αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου, επισημαίνοντας ωστόσο ότι π.χ. σε σύγκριση με την Ιταλία, ο τομέας στον οποίο υστερεί ακόμη η Ελλάδα είναι η ρευστότητα στην αγορά.