Ποιος θέλει μια αστυνομία σε... καταστολή

Ποιος θέλει μια αστυνομία σε... καταστολή

Είναι αλήθεια πως υπάρχουν φαινόμενα αστυνομικής βίας πέραν των ορίων της επιβολής του νόμου όπως αυτά καθορίζονται σε μια ευνομούμενη πολιτεία. Αυτό δεν αποτελεί κανόνα. Ως εκ τούτου το ερώτημα που τίθεται (και δεν είναι η πρώτη φορά) είναι ποιος θέλει μια αστυνομία σε... καταστολή και κυρίως σε τι εξυπηρετεί και ποιους η πολεμική περί καταστολής και «παρακρατικών» πρακτικών που η αξιωματική αντιπολίτευση επιδιώκει εκ νέου να κάνει σημαία.

Τα περί ρατσισμού, καταστολής, συγκάλυψης, παρακράτους, ακροδεξιών αστυνομικών και άλλα τινά που επιχειρεί να βάλει στην ατζέντα ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνουν πως η στόχευσης της... αγανάκτησης και του θυμού ή της οργής παραμένει στην πολιτική φαρέτρα που συνοδεύεται από την εμφυλιοπολεμική ρητορική και τον διχαστικό λόγο που κινείται μεταξύ «δεξιάς» και «προοδευτικών δυνάμεων», όπως αυτές αυτοπροσδιορίζονται.

Οι άνδρες και οι γυναίκες της αστυνομίας βρίσκονται όμως μονίμως στο στόχαστρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης και στελεχών της που αναγνωρίζουν το δικαίωμα της «με κάθε τρόπο αντίστασης» μόνο στην πλευρά των αντιεξουσιαστών και όσων επιδιώκουν να δημιουργούν εικόνες χάους στη χώρα.

Η υπόθεση με τον θάνατο του 20χρονου Ρομά, του Νίκου Σιαμπάνη, θα διερευνηθεί από τις αρμόδιες αρχές και αν προκύψουν ευθύνες θα αποδοθούν. Την ίδια όμως στιγμή το γεγονός πως η ΕΛΑΣ βάλλεται με τρόπο ανοίκειο ανοίγει πληγές στο ίδιο το σώμα της Δημοκρατίας.

Τα στελέχη της αστυνομίας δεν είναι «κληρονόμοι» της λογικής της χούντας που αν και έχουν περάσει 47 ολόκληρα χρόνια από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας εξακολουθεί να πλανάται ως φάντασμα μέσα από μια ιδεολογική παράφραση της ευνομούμενης πολιτείας. Πολιτείας που εκ του συντάγματος και των νόμων δίνει το δικαίωμα της νόμιμης βίας μόνο στους εντεταλμένους εκπροσώπους της.

Όταν όμως η αντιπολίτευση κάνει σημαία της την αποδόμηση της ΕΛΑΣ συνολικά οδηγεί σε επικίνδυνες ατραπούς την ίδια την πολιτεία και την ασφάλεια των πολιτών. Μετατρέπει τους αστυνομικούς σε μονίμως απολογούμενους και καθιστά αδύνατη την όποια εμπλοκή του στην τήρηση του νόμου και της τάξης, της υλοποίησης του καθήκοντος που έχουν αναλάβει.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η πρώτη φορά που το πράττει. Έγινε κυβέρνηση συμπεριλαμβάνοντας στον πολιτικό του λόγο την ΕΛΑΣ κατηγορώντας τη για σύμπραξη με τη Χρυσή Αυγή τους βουλευτές της οποίας συναγελάζονταν ως κυβέρνηση σε αποστολές από κοινού με τον συγκυβερνήτη Πάνο Καμμένο. Η καταγγελία της καταστολής ακόμη και των συλλαλητηρίων που ξεπερνούσαν τα όρια της νομιμότητας αποτέλεσε προμετωπίδα αντιπολιτευτική εκτός της περιόδου των 4,5 χρονών.

Αυτό που επιχειρείται είναι ουσιαστικά να μπει σε... καταστολή η ίδια η αστυνομία. Όπως έγινε το 2008 όταν ο τότε αρμόδιος υπουργός και μετέπειτα πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, έδινε εντολή στη φυσική ηγεσία της ΕΛΑΣ να λειτουργεί ως... αμυνόμενη. Ουδείς δύναται να ξεχάσει το χριστουγεννιάτικο δέντρο της πλατείας Συντάγματος να καίγεται, τις γουρουνοκεφαλές που επιχειρούσαν οι τότε αγανακτισμένοι από τη δολοφονία Γρηγορόπουλου να ταυτίσουν με τους αστυνομικούς και τις εφημερίδες της αριστερής διανόησης, της πάλαι ποτέ ευρωπαϊκής αριστεράς δηλαδή, να αναγράφουν στίχους όπως:

«Ω έλατο, ω έλατο τι ωραία που αρπάζεις / Στο Σύνταγμα, στο Σύνταγμα τι ωραία που αρπάζεις! / Μπάτσους γεμάτο στα κλαδιά / Και διμοιρίες στη σειρά / Ω έλατο, ω έλατο δε θα μου τη γλιτώσεις / Βρε θα σε κάψω μια βραδιά /Κι ας έχει μπάτσους στα κλαδιά».

Και μην ξεχνάμε ότι ακριβώς αυτή τη στάση του Προκόπη Παυλόπουλου βρήκε να εξάρει η Ζωή Κωνσταντοπούλου όταν του ανακοίνωνε το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ανάδειξής του στη θέση του προέδρου της Δημοκρατίας.

Αξίζει δε να σημειωθεί πως ακόμη και σήμερα τα όσα έγιναν το 2008 χαρακτηρίζονται από την αξιωματική αντιπολίτευση ως «νεανική κραυγή για τη δημοκρατία». Παραγνωρίζοντας το γεγονός πως ο αστυνομικός θύτης και συνελήφθη και καταδικάστηκε.

Στην περίπτωση του Περάματος ουδείς θα συγκαλύψει οτιδήποτε έκνομο από την πλευρά των αστυνομικών, εάν και εφόσον παραβίασαν τους κανόνες εμπλοκής. Ότι ένας 20χρονος, έστω και παραβατικός, έχασε τη ζωή του δεν είναι αμελητέο. Όμως αν υπήρξε κίνδυνος για τη ζωή των αστυνομικών αυτό είναι μια παράμετρος που δεν μπορεί να μην προσμετρηθεί όσο και αν κάποιοι επιχειρούν να δημιουργήσουν την αίσθηση ότι υπήρξε ρατσιστικό έγκλημα.

Το ποια αστυνομία τελικά θέλουμε είναι ένα ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί από την πολιτεία και τους πολίτες αλλά κυρίως από τους ίδιους τους κανόνες που διέπουν την κοινωνική συμβίωση και την ομαλή λειτουργία ενός κράτους.

Η δε προσπάθεια να συνδυαστούν όλα, από την καταστολή των ΜΑΤ στις πορείες αντιεξουσιαστών, στον θάνατο του 20χρονου στο Πέραμα, στα όσα διημείφθησαν στην πλατεία της Νέας Σμύρνης την περασμένη Άνοιξη και συνολικά τα περιστατικά που γίνονται σημαία από τον ΣΥΡΙΖΑ τα 2,5 τελευταία χρόνια, διογκώνουν μια εξαίρεση που απλά επιβεβαιώνει τον κανόνα ως προς την ανάγκη ύπαρξης συνθηκών και αίσθησης ασφάλειας στην κοινωνία.

Γεγονότα πράξει και παραλείψεις και ακραίας μορφής καταλήξεις, όπως αυτή του θανάτου του 20χρονου, δεν είναι αμελητέα, δεν περνούν άλλωστε απαρατήρητα από την ίδια την πολιτεία, που οφείλει όμως να προστατεύει και όλους όσοι επιφορτίζονται με την εκτέλεση ενός δύσκολου καθήκοντος. Η προστασία του πολίτη οφείλει όμως παράλληλα να λειτουργεί σε όλες τις εκφάνσεις της.

Αυτοί που εκτιμούν πως η... καταστολή της αστυνομίας θα δημιουργήσει εκείνες της συνθήκες οι οποίες θα επιτρέψουν ένα κλίμα ανασφάλειας και εκδήλωσης μιας αγανάκτησης που βρίσκεται μόνο στο μυαλό τους με γνώμονα την επιστροφή στην εξουσία, συντελούν σε ένα άλλου είδους έγκλημα αυτό της κατάλυσης της ίδιας της δημοκρατίας.

Διότι την περίοδο που η κατά ΣΥΡΙΖΑ έκφραση της «νεανικής κραυγής για τη δημοκρατία» βρισκόταν σε εξέλιξη από την άλλη πλευρά υπήρχαν και χιλιάδες πολίτες που ζούσαν στο πετσί τους αυτή την ελευθερία που είχε παραχωρηθεί από την πολιτεία σε κάθε είδους παραβατικούς.

Η δήλωση του Δημήτρη Τζανακόπουλου, ο οποίος επικεφαλής κλιμακίου του ΣΥΡΙΖΑ επισκέφθηκε τον καταυλισμό των Ρομά και τους συγγενείς του νεκρού Νίκου Σαμπάνη, προκαλεί ερωτήματα. «Αυτή τη στιγμή για εμάς» είπε μεταξύ άλλων «το κύριο είναι να σταματήσουν άμεσα οι παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη, να σταματήσει άμεσα αυτή η επιχείρηση συγκάλυψης, ψεύδους, συκοφαντίας, ρατσιστικού λόγου, που έχει κινητοποιηθεί από έναν ολόκληρο μηχανισμό και να αφήσουμε την αλήθεια να λάμψει ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη».

Όπως και η κατακλείδα του σύμφωνα με την οποία «Ο ΣΥΡΙΖΑ από τη δική του μεριά θα κάνει το καθήκον του».

Σε αυτή ήρθε να προστεθεί η χθεσινή δήλωση του Πάνου Σκουρλέτη ο οποίος τόνισε τα εξής: «Τα τελευταία 24ωρα, με την υποστηρικτική στάση της κυβέρνησης απέναντι στους επτά εμπλεκόμενους αστυνομικούς, αλλά και με τα ανακριβή Δελτία Τύπου της Ελληνικής Αστυνομίας, επιχειρείται η συσκότιση γύρω από τα πραγματικά γεγονότα της δολοφονίας του νεαρού Ρομά στο Πέραμα. Ανακρίβειες, αντιφάσεις και υπερβολές για να δικαιολογηθούν τα αδικαιολόγητα, προκαλούν βάναυσα το δημόσιο αίσθημα».

Συνέχισε δε ο πρώην γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ και πρώην υπουργός Εσωτερικών, άρα και επικεφαλής της ΕΛΑΣ, λέγοντας πως «Την ίδια ώρα, γινόμαστε μάρτυρες ενός κρεσέντου αυταρχισμού και βίας από τις αστυνομικές δυνάμεις, με επίκεντρο τις διαμαρτυρίες πολιτών και συλλογικοτήτων για τα όσα έγιναν στο Πέραμα. Ενδεικτικές περιπτώσεις είναι η επίθεση που δέχτηκε η βουλεύτρια του ΜέΡΑ25, Μαρία Απατζίδη, σε πορεία διαμαρτυρίας, η υπέρμετρη βία σε διαδηλωτές, η απρόκλητη επίθεση σε δικηγόρο που ήταν μάρτυρας των επεισοδίων, οι συλλήψεις και οι προσαγωγές νέων ανθρώπων και μόνο επειδή διαμαρτύρονταν για τη στάση της Αστυνομίας, ο άνδρας των ΜΑΤ που έσπασε βιτρίνα καταστήματος δηλώνοντας ότι είναι “τρελός”» και κατέληξε σημειώνοντας: «Έκθετη η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, καλείται να βάλει άμεσα φρένο σε αυτές τις πρακτικές που παραπέμπουν σε δράση παρακρατικού μηχανισμού. Αν δεν το πράξει, φέρει τεράστιες ευθύνες για την όξυνση της βίας, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε απρόβλεπτες και απευκταίες καταστάσεις».

Συνολικά ο ΣΥΡΙΖΑ για μια ακόμη φορά ρίχνει στο τραπέζι και επιδιώκει να βάλει στην ατζέντα τα περί «κράτους καταστολής», «συγκαλύψεις» αναφορικά με τη δράση ανδρών και γυναικών της ΕΛΑΣ, «παρακρατικούς μηχανισμούς», «αντιδημοκρατικές συμπεριφορές» σε συνδυασμό με έναν περί «δημοσίου αισθήματος» λόγο, τον οποίο αναμασά προκαλώντας ερωτήματα για τους στόχους που θέτει ως αξιωματική αντιπολίτευση και πως συμβάλει στην καλύτερη λειτουργία των δυνάμεων ασφαλείας. Δυνάμεων που ως κυβέρνηση προέταξε σε αντιδιαστολή με τις εκπεφρασμένες θέσεις περί κατάργησης των ΜΑΤ και άλλων τινών.