«Παναγιώτης Γιαννάκης» είναι το «άλλο» όνομα του μπάσκετ στην Ελλάδα

«Παναγιώτης Γιαννάκης» είναι το «άλλο» όνομα του μπάσκετ στην Ελλάδα

Οι παλαιότεροι και παραδοσιακοί φίλαθλοι του μπάσκετ ίσως απαντήσουν με τα ονόματα του Γιώργου Αμερικάνου ή του Γιώργου Κολοκυθά. Εκείνοι που συνδύασαν την αγάπη τους για την πορτοκαλί μπάλα με την «έκρηξη» του αθλήματος στην Ελλάδα, στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και τις αρχές του ’90, προφανώς θα έχουν την ισχυρή γνώμη υπέρ του Νίκου Γκάλη. Οι πιο νέοι, που συμβαδίζουν και με την τεχνολογία, θα αποκριθούν «Γιάννης Αντετοκούνμπο», ως MVP του ΝΒΑ, κάτι που δεν κατάφερε κανένας άλλος Ελληνας παίκτης. Οποια κι αν είναι η δική σας απάντηση στην απορία «κορυφαίος όλων των εποχών;», υπάρχει ένα θρυλικό όνομα που «τσεκάρει»... μία (άλλη) κατηγορία, μόνος του.

Ο Παναγιώτης Γιαννάκης είναι αυτό που στις Η.Π.Α. θα έλεγαν «Mr. Basketball». Είναι ο ορισμός του «Ανθρωπος – Μπάσκετ» στην Ελλάδα. Δεν είναι απλώς το γεγονός ότι είναι ο μοναδικός που έχει κατακτήσει Ευρωμπάσκετ και ως αθλητής (1987) και ως προπονητής (2005). Δεν είναι μονάχα η αύρα και ο σεβασμός που αποπνέει το όνομά του, ειδικά εκτός συνόρων. Ο υπογράφων ήταν παρών σε έναν αγώνα Ορλεάνης – Ολυμπιακού για την Ευρωλίγκα στη Γαλλία, την 1η Δεκεμβρίου 2009, όπου μετά την παρουσίαση των «ερυθρόλευκων» παικτών, ένα γήπεδο 6.500 θέσεων «σηκώθηκε στο πόδι» για να αποθεώσει τον Ελληνα προπονητή!

Δεν είναι καν η γλαφυρή περιγραφή του Γιώργου Σιγάλα το βράδυ της 2ας Αυγούστου 1996 στο «Georgia Dome» της Ατλάντα, όταν ο ρέκορντμαν συμμετοχών στην Εθνική (351 παρουσίες) αγωνίστηκε για τελευταία φορά, στο ματς της 5ης θέσης των Ολυμπιακών Αγώνων κόντρα στη Βραζιλία. «Σήμερα κλαίμε όχι γιατί αποχωρεί ο Παναγιώτης Γιαννάκης, αλλά διότι αποσύρεται το ίδιο το μπάσκετ...», είχε ξεστομίσει με μία δόση μελαγχολίας αλλά συνάμα και περηφάνιας ο Σιγάλας, ο οποίος τον διαδέχθηκε ως αρχηγός της Εθνικής. Η φανέλα του από εκείνο το ιστορικό ματς είναι τοποθετημένη σε βιτρίνα του Hall Of Fame, στο Σπρίνγκφιλντ της Μασαχουσέτης, του οποίου είναι μέλος και ο Νίκος Γκάλης.

Από την Παρασκευή (18/6), ο ίδιος ο «Δράκος» του ελληνικού μπάσκετ είναι επισήμως μέλος ενός άλλου «μουσείου», του Hall Of Fame της FIBA. Η ένταξή του, λόγω της πανδημίας, δεν έγινε με τις αρμόζουσες τιμές, αλλά εξ αποστάσεως και ο λόγος του παρουσιάστηκε μέσω βίντεο. Ακόμη κι έτσι, τα λόγια του ήταν σταθερά, αγέρωχα, όπως όλη η καριέρα και η ζωή του. Ο ίδιος θυμήθηκε την πορεία του από τα ανοικτά γήπεδα της Νίκαιας, σε μία διαδρομή την οποία ποτέ δεν είδε ως επάγγελμα. Είναι ακόμη και σήμερα, στα 62 του, λατρεία, πάθος, μεράκι. Η φιλοσοφία του, ο αλτρουισμός, η μεταδοτικότητα και η προσέγγιση των πραγμάτων επιβεβαιώνει την εξέχουσα θέση του στο παγκόσμιο μπάσκετ.

Από τη στιγμή που επέλεξε την πορτοκαλί μπάλα (έχοντας... πλαστογραφήσει την υπογραφή του πατέρα του, Δημήτρη, στο πρώτο δελτίο στον Ιωνικό!) και σταμάτησε να κλωτσά την ασπρόμαυρη, κατάλαβε εκείνο που είπε πολλά χρόνια αργότερα. «Μία μπάλα έχει τη δύναμη να σε ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο». Το πρώτο «ταξίδι» του ήταν η παρουσία στην πρώτη ομάδα μόλις τα 14 του! Στα 17 του, στις 12 Σεπτεμβρίου 1976, έπαιξε για πρώτη φορά στην Εθνική Ανδρών, την οποία υπηρέτησε για 20 χρόνια, κόντρα στο σύγχρονο ρεύμα της πρόωρης αποχώρησης των διεθνών.

Στις αρχές των 80’s, θέλησε να αγγίξει το αμερικανικό όνειρο. Οι Σέλτικς τον επέλεξαν στο Νο207 του ντραφτ του 1982, προπονήθηκε στη Βοστόνη, φωτογραφήθηκε με τη φανέλα τους αλλά δεν βρήκε θέση. Εκείνο το σκληραγωγημένο παιδί, όμως, όχι μόνο δεν απογοητεύτηκε, αλλά όταν αποσύρθηκε το 1996 αποκάλυψε ένα μυστικό που κράτησε κρυμμένο μέσα του ως κίνητρο και έμπνευση... Ο γιατρός των Σέλτικς διαπίστωσε ότι ο Γιαννάκης παίζει μπάσκετ χωρίς χιαστό και του εξήγησε πως αν δεν πετύχουν τρεις μεταμοσχεύσεις, δεν θα ξαναπαίξει!

Για τρία καλοκαίρια, από το 1982 ως το 1984, έφτανε «μία ανάσα» από τους τρεις μεγάλους της Αθήνας. Το 1984, οι φιλικές σχέσεις του με τον Δημήτρη Μελισσανίδη τον έφεραν κοντά στην ΑΕΚ, όμως ο Αρης τον «έκλεψε» αντί 40 εκατομμυρίων δραχμών και τον έφερε πλάι στον Γκάλη. Κι αν ο «Νικ» ήταν πάντοτε πιο απόμακρος, ο Παναγιώτης Γιαννάκης έβαλε το δικό του «εγώ» κάτω από το σύνολο, «θυσίασε» τις επιθετικές αρετές του και οδήγησαν τους «κίτρινους» σε επτά πρωταθλήματα αλλά όχι και στην κορυφή της Ευρώπης. Εχει επιβεβαιωθεί πως με τον Γκάλη οδήγησαν την Ελλάδα στον θρίαμβο του 1987 δίχως να λένε «καλημέρα»!

Το 1993, αφού είχε κατακτήσει το Κυπελλούχων, αποχώρησε για τον Πανιώνιο και το 1996 κατέκτησε το «Αγιο Δισκοπότηρο» του ευρωπαϊκού μπάσκετ, το Κύπελλο Πρωταθλητριών, με τον Παναθηναϊκό. Ο ίδιος χαμογελά όταν του αναφέρουν πως τον σέβονται περισσότερο στο εξωτερικό από όσο στην Ελλάδα. Οι επιλογές του, συχνά, τον έφεραν στο στόχαστρο. Ως παίκτης του Αρη, τον έβριζαν οι φίλοι του ΠΑΟΚ. Οταν αποχώρησε, έγινε «κόκκινο πανί» για την «κίτρινη» κερκίδα και όταν έγινε προπονητής του Ολυμπιακού, η διοίκηση του Παναθηναϊκού κατέβασε από το ΟΑΚΑ ένα λάβαρο που τον απεικόνιζε με το Πρωταθλητριών του 1996.

Η Εθνική ήταν η ομάδα της καρδιάς του, αλλά ακόμη και στις δύο αποχωρήσεις από τον πάγκο της (1999 και 2008) έλεγε ακόμη και σε όσους του ζητούσαν να γυρίσει πως «η θέση νοικιάζεται και δεν αγοράζεται». Εργάστηκε ως κόουτς σε Πανιώνιο, Μαρούσι, Ολυμπιακό, Λιμόζ, Εθνική Κίνας. Το κλισέ επιτάσσει πως «ο στρατηγός πρέπει να είναι πρώτα καλός στρατιώτης». Στον Παναγιώτη Γιαννάκη δεν άρεσαν ποτέ οι «ταμπέλες». Πολυπράγμων ως τις μέρες μας, δοτικός και γεμάτος όρεξη, αν τον ρωτήσει κάποιος τι σημαίνει ζωή και μπάσκετ, θα επαναλάβει μόνο δύο λέξεις: «Προσπάθεια και γενναιοδωρία».