Οι κεντρικοί τραπεζίτες της ΕΚΤ δίνουν ραντεβού για αυξήσεις επιτοκίων μετά το 2022

Οι κεντρικοί τραπεζίτες της ΕΚΤ δίνουν ραντεβού για αυξήσεις επιτοκίων μετά το 2022

Ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ θα υποχωρήσει τον επόμενο χρόνο, ακόμη και αν ο ρυθμός αποκλιμάκωσης του αποδειχτεί βραδύτερος από ότι αναμενόταν αρχικά, που σημαίνει ότι οι συνθήκες δεν θα δικαιολογούν μία αύξηση επιτοκίων το 2022, εξέλιξη που οι αγορές έχουν ήδη τιμολογήσει για τον Οκτώβριο, εκτιμούν κεντρικοί τραπεζίτες-μέλη του συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Ο ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού έχει φτάσει στο 4,1%, στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 13 ετών, και είναι διπλάσιος του στόχου που έχει υιοθετήσει η ΕΚΤ, εξέλιξη που δημιουργεί πιέσεις στη νομισματική αρχή της Ευρωζώνης να σφίξει τη νομισματική της πολιτική.

Οι αγορές έχουν προεξοφλήσει άνοδο του επιτοκίου καταθέσεων της ΕΚΤ κατά 10 μονάδες βάσης την επόμενη χρονιά, προσδοκία που οι κεντρικοί τραπεζίτες της ΕΚΤ προσπάθησαν να απωθήσουν μέσω δηλώσεων τους την εβδομάδα που πέρασε.

Απηχώντας τις θέσεις της προέδρου της ΕΚΤ Christine Lagarde και του μέλους του συμβουλίου Isabel Schnabel, κεντρικοί τραπεζίτες όπως ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Luis de Guindos, ο Robert Holzmann, κεντρικός τραπεζίτης της Αυστρίας, και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, δήλωσαν την εβδομάδα που πέρασε ότι ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη θα υποχωρήσει τον επόμενο χρόνο.

Ο Holzmann, ένα από τα γεράκια στο συμβούλιο της ΕΚΤ, δήλωσε ότι μία αύξηση επιτοκίου το 2022 θα μπορούσε να είναι αντιπαραγωγική και ότι με βάση την τρέχουσα στάση της ΕΚΤ τέτοια κίνηση είναι απίθανη.

Ο αντιπρόεδρος de Guindos αναφέρθηκε στο ότι ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει αλλά με βραδύτερο ρυθμό σε σχέση με τις αρχικές εκτιμήσεις, κάτι που ενέχει κινδύνους ότι μέρος των ανοδικών πιέσεων στις τιμές καταναλωτή μπορεί να γίνει πιο διατηρήσιμο.

«Είναι κυρίως παροδικό φαινόμενο αλλά αν οι διαταραχές στην προσφορά διατηρηθούν επί μακρότερον μπορεί να επηρεάσει την ταχύτητα και την ένταση της υποχώρησης των τιμών καταναλωτή», σχολίασε σε συνέδριο στη Μαδρίτη. «Είναι σημαντικό να παρατηρούμε τις επιπτώσεις δεύτερου γύρου οι οποίες μέχρι στιγμής δεν έχουν διαπιστωθεί στην αγορά εργασίας αλλά που μπορεί να συμβούν».  

Ο Holzmann επεσήμανε επίσης ότι αν συμπεριληφθούν και οι τιμές στέγασης στα στοιχεία που διαμορφώνουν τον πληθωρισμό, η άνοδος του θα ήταν κατά 0,5 ποσοστιαία μονάδα μεγαλύτερη από το σημερινό επίπεδο.

Το κόστος στέγασης, που δεν συμπεριλαμβάνεται πλήρως στο καλάθι των τιμών καταναλωτή, εκτιμάται ότι θα προσέθετε 0,2 έως 0,3 ποσοστιαία μονάδα στον πληθωρισμό.

Ωστόσο, τα σχόλια του άφηναν να εννοηθεί ότι το χαμηλό κόστος δανεισμού είναι σημαντικός παράγοντας που επιταχύνει τον πληθωρισμό στις τιμές στέγασης. Η επίπτωση αυτή είναι σημαντική καθώς θα μπορούσε να αποδυναμώσει τα επιχειρήματα για συνέχιση των προγραμμάτων στήριξης της ΕΚΤ.

Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, σε συνέντευξή του στη Ναυτεμπορική, δήλωσε ότι η χαλαρή νομισματική πολιτική που ακολουθεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα παραμένει η κατάλληλη στάση και ότι η άνοδος του πληθωρισμού είναι παροδική καθώς προβλέπεται να υποχωρήσει κάτω από το 2% το 2023.

Οι αποδόσεις στα γερμανικά ομόλογα υποχώρησαν την Παρασκευή στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων έξη εβδομάδων καθώς οι επενδυτές μείωσαν τα επιθετικά τους στοιχήματα για αυξήσεις επιτοκίων μετά την ήπια στάση της Federal Reserve στις ΗΠΑ και της Τράπεζας της Αγγλίας που δεν πάτησαν το κουμπί των επιτοκίων αλλά επέλεξαν να περιμένουν.

Την Πέμπτη η Τράπεζα της Αγγλίας διέψευσε τις προσδοκίες της αγοράς διατηρώντας τα παρεμβατικά της επιτόκια αμετάβλητα ενώ ο επικεφαλής της Fed Jerome Powell την Τετάρτη έδωσε σήμα στις αγορές ότι η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ δεν βιάζεται να αυξήσει το κόστος δανεισμού.

Η απόδοση στο 10ετές γερμανικό ομόλογο αναφοράς στην Ευρωζώνη έπεσε στο -0,28% ενώ αυτή στο 30ετες υποχώρησε κατά 10 μονάδες βάσης στο 0,07%.

Η απόδοση στο βρετανικό 10ετες ομόλογο έπεσε στο 0,84% ενώ αυτή του ιταλικού 10ετους ομολόγου στο 0,88%. Σύμφωνα με την Commerzbank, ακόμη και μετά την προσαρμογή αυτή, οι χρηματαγορές εξακολουθούν να τιμολογούν σημαντικό σφίξιμο την επόμενη χρονιά.