Μπορούμε να προβλέψουμε τι θα συμβεί σε 3 μήνες;

Μπορούμε να προβλέψουμε τι θα συμβεί σε 3 μήνες;

Τα οικονομικά σενάρια τα οποία εκπονούνται από τα οικονομικά επιτελεία ή και από τις διάφορες κεντρικές τράπεζες, έχουν να αντιμετωπίσουν πάντοτε ένα βασικό πρόβλημα, αυτό της αβεβαιότητας. Η τελευταία είναι γνωστό ότι επηρεάζει σημαντικά τη λήψη οικονομικών αποφάσεων από τους διάφορους οικονομικούς παράγοντες, και άρα την εκτίμηση των μελλοντικών οικονομικών εξελίξεων.

Για τον λόγο αυτό, οι διάφοροι φορείς άσκησης οικονομικής πολιτικής επιλέγουν συνήθως να παρουσιάζουν διαφορετικά σενάρια οικονομικών εξελίξεων, καθένα από τα οποία αντιστοιχεί σε κάποια, περισσότερο ή λιγότερο, αλλά πάντως σίγουρα σε έναν βαθμό αυθαίρετη παραδοχή. Ο βαθμός και η φύση της αυθαιρεσίας της κάθε παραδοχής προσδίδει στο αντίστοιχο σενάριο τον τίτλο του βασικού, του ήπιου ή του δυσμενούς σεναρίου.

Η πανδημία, πέραν των άλλων επιπτώσεων που είχε, επηρέασε την αβεβαιότητα με την οποία έρχονται αντιμέτωποι οι φορείς άσκησης οικονομικής πολιτικής κατά τη διαμόρφωση των οικονομικών τους εκτιμήσεων. Και αυτό έγινε με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι ποσοτικός. Δεδομένης της έλλειψης κάποιου εμβολίου, ή κάποιας αποτελεσματικής θεραπευτικής αγωγής απέναντι στον κορονοϊό, είναι άγνωστα τόσο η διάρκεια της αβεβαιότητας, όσο και το μέγεθός της. Ο δεύτερος τρόπος είναι ποιοτικός. Η προαναφερθείσα έλλειψη ασφαλών εκτιμήσεων για την εξέλιξη των επιδημιολογικών δεδομένων καθιστά τις όποιες παραδοχές σχετικά με την εξέλιξη της πανδημίας απολύτως έωλες, καθώς πολύ δύσκολα κάποια από αυτές μπορεί να χαρακτηριστεί λιγότερο αυθαίρετη από τις άλλες.

Συνεπώς, και αυτό είναι το σημαντικό για την οικονομία, στον βαθμό που η εξέλιξη της πανδημίας επηρεάζει οικονομικές συμπεριφορές, όπως π.χ. την καταναλωτική συμπεριφορά των νοικοκυριών, την επενδυτική συμπεριφορά των επιχειρήσεων, τη ζήτηση του τουριστικού προϊόντος κ.ο.κ., καθίστανται εξαιρετικά ευάλωτες και οι όποιες εκτιμήσεις σχετικά με αυτές. Το αποτέλεσμα είναι ότι δύσκολα μπορεί πλέον ένα σενάριο οικονομικών εξελίξεων να χαρακτηριστεί βασικό, κάποιο άλλο ήπιο ή κάποιο άλλο δυσμενές. Είναι τέτοια η ένταση και η φύση της αβεβαιότητας, που κατά κάποιον τρόπο καθιστά όλα τα σενάρια εξίσου πιθανό να συμβούν. Αυτό σημαίνει ότι οι οικονομικές αρχές, τόσο σε επίπεδο Ευρωζώνης όσο και σε εγχώριο επίπεδο, βρίσκονται σε αχαρτογράφητα νερά.

Επομένως, η ελληνική οικονομία, προκειμένου να αντιμετωπίσει την κρίση και κυρίως την αβεβαιότητα που συνδέεται με αυτή, πρέπει: α) να διαχειριστεί προσεκτικά τους λιγοστούς διαθέσιμους πόρους, με κριτήριο το μέγιστο πολλαπλασιαστικό ως προς το εθνικό προϊόν αποτέλεσμα, και β) να προχωρήσει σε προσεκτικό χρονικό προγραμματισμό των παρεμβάσεών της με βάση τις εξελίξεις, ούτως ώστε να μπορεί να παρεμβαίνει πάντα όταν αυτό απαιτείται, αποφεύγοντας τις σειρήνες της δήθεν αποτελεσματικότερης «εμπροσθοβαρούς» παρέμβασης, η οποία, δεδομένου του μεγέθους και της φύσης της αβεβαιότητας, ενδέχεται να έχει περιορισμένα έως και μηδαμινά αποτελέσματα.

* O Γιώργος Οικονομίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών