Μονοκλωνικά αντισώματα για την πρόληψη της COVID-19

Μονοκλωνικά αντισώματα για την πρόληψη της COVID-19

Σημαντική βοήθεια στην αντιμετώπιση της COVID-19, ειδικά μεταξύ ορισμένων ειδικών ομάδων πληθυσμού που δεν μπορούν να εμβολιαστούν ή στους οποίους ο εμβολιασμός δεν είναι αποτελεσματικός, μπορεί να προσφέρουν θεραπείες για την πρόληψη της δυσμενούς εξέλιξης της νόσου καθώς και της μείωσης της μεταδοτικότητας του ιού.

Τα μονοκλωνικά αντισώματα έναντι πρωτεϊνών του ιού SARS-CoV-2 αποτελούν μια θεραπεία που μπορεί να ελαττώσει την πιθανότητα σοβαρής νόσου σε άτομα που μολύνθηκαν και που έχουν υψηλό κίνδυνο εμφάνισης επιπλοκών σε περίπτωση σοβαρής COVΙD-19.

Το Casirivimab και το imdevimab είναι δυο εξουδετερωτικά μονοκλωνικά αντισώματα που εμποδίζουν την είσοδο του ιού στα κύτταρα.

Ο συνδυασμός δύο αντισωμάτων μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης COVID-19 και η θεραπεία με τον συνδυασμό Casirivimab και imdevimab έχει αποδειχτεί αποτελεσματική στην αντιμετώπιση μη νοσηλευόμενων ασθενών με COVID-19 και στην πρόληψη της λοίμωξης σε άτομα που ήρθαν σε στενή επαφή με κρούσματα.

Μια κλινική δοκιμή, που τα αποτελέσματά της δημοσιεύθηκαν στο έγκριτο ιατρικό περιοδικό JAMA στις 14 Ιανουαρίου 2022, αξιολόγησε την επίδραση του συνδυασμού (που χορηγείται υποδορίως) casirivimab και imdevimab στην εξέλιξη από την πρώιμη ασυμπτωματική λοίμωξη SARS-CoV-2 σε συμπτωματική COVID-19.

Η κλινική δοκιμή έγινε σε άτομα που ήταν στενές οικιακές επαφές με μολυσμένο κρούσμα και δεν εμφάνιζαν ακόμα συμπτώματα της νόσου. Επιπλέον τα άτομα αυτά έπρεπε να μην έχουν αντισώματα έναντι του SARS-CoV-2 (δηλαδή να μην έχουν νοσήσει προηγουμένως).

Τα ασυμπτωματικά αυτά άτομα (ηλικίας ≥12 ετών) ήταν επιλέξιμα εφόσον είχαν περάσει λιγότερο από 96 ώρες από το πρώτο θετικό μοριακό τεστ στο αρχικό πρώτο κρούσμα (που αποτέλεσε την αρχική επαφή υψηλού κινδύνου).

Το κύριο καταληκτικό σημείο της μελέτης ήταν το ποσοστό των ατόμων που δεν είχαν προηγούμενη ανοσία έναντι του ιού που ανέπτυξαν συμπτωματική νόσο COVID-19 κατά τη διάρκεια της περιόδου αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας των 28 ημερών.

Η υποδόρια χορήγηση casirivimab και imdevimab απέτρεψε σε σημαντικό βαθμό την εξέλιξη σε συμπτωματική νόσο (29/100 [29%] με το φάρμακο έναντι 44/104 [42.3%] με το εικονικό φάρμακο.

Οι συγγραφείς της μελέτης καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι μεταξύ των ασυμπτωματικών ατόμων που είχαν θετικό μοριακό τεστ για τον SARS-CoV-2 μετά από στενή οικιακή επαφή με μολυσμένο άτομο, η θεραπεία με τον υποδόριο συνδυασμό μονοκλωνικών αντισωμάτων casirivimab και imdevimab μείωσε σημαντικά τη συχνότητα εμφάνισης συμπτωματικής COVID-19 έναντι του εικονικού φαρμάκου.

Όμως η μελέτη έχει ορισμένους περιορισμούς. Οι σημαντικότεροι είναι ότι αυτή η μελέτη διεξήχθη πριν από τον εκτεταμένο εμβολιασμό και την εμφάνιση των παραλλαγών του ιού Delta και Omicron ενώ το μέγεθος του δείγματος ήταν σχετικά μικρό.

Η μελέτη έγινε σε 112 κέντρα στις ΗΠΑ, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία από τον Ιούλιο του 2020 έως τον Ιανουάριο 2021.

Οι Καθηγητές της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευστάθιος Καστρίτης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνόψισαν τα δεδομένα.