Μονόδρομος η κεφαλαιοποίηση στο συνταξιοδοτικό

Μονόδρομος η κεφαλαιοποίηση στο συνταξιοδοτικό

Γράφουν οι Μιράντα Ξαφά και Τάσος Ι. Αβραντίνης

Στην εφημερίδα «Το Βήμα» (25.4.2021) φιλοξενείται εξαιρετικό άρθρο των έγκριτων καθηγητών κ. Γεωργίου Μπήτρου και κ. Στέργιου Μπακάλη, όπου γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στο επιτυχημένο συνταξιοδοτικό σύστημα της Αυστραλίας, το οποίο στηρίζεται στις αρχές του κεφαλαιοποιητικού συστήματος.

Φιλοξενείται, επίσης εν είδη αντιλόγου και ρεπορτάζ του δημοσιογράφου κ. Παπαδή για το ασφαλιστικό.  Αυτό αναφέρεται σε σχόλια των καθηγητών κ. Ρομπόλη και κ. Μπέτση σχετικά με 18 χώρες που εγκατέλειψαν το σύστημα της κεφαλαιοποίησης της κοινωνικής ασφάλισης και επανήλθαν στο δημόσιο διανεμητικό σύστημα της αλληλεγγύης των γενεών.

Σχετικά με το δεύτερο αυτό δημοσίευμα θα θέλαμε να επισημάνουμε, ότι τα σχόλια των Ρομπόλη, Μπέτση ευθυγραμμίζονται πλήρως με όσα υποστηρίζει το Διεθνές Γραφείο Εργασίας (International Labor Office) με έδρα τη Γενεύη.

Ένας οργανισμός, ο οποίος συστηματικά ασκεί κριτική στην «ιδεολογική ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού και την αυξανόμενη επιρροή της στην χάραξη πολιτικής».

Δεν αποτελεί έκπληξη, επομένως, ότι η μελέτη του ILO προεξοφλεί ότι οι λόγοι της επανακρατικοποίησης των κεφαλαιοποιητικών συστημάτων σε 18 από 30 χώρες που εισήγαγαν τέτοια συστήματα την περίοδο 1981-2014 ήταν –κατά το ILO βεβαίως- η αποτυχία τους εξαιτίας του κόστους μετάβασης, των υψηλών διαχειριστικών δαπανών, της μη προβλεψιμότητας του επιπέδου της σύνταξης, της αβεβαιότητας των κεφαλαιαγορών, της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης 2008-9, κ.ά.

Εντούτοις οι ισχυρισμοί αυτοί του ILO που επαναλαμβάνονται από τους παραπάνω συγγραφείς είναι εντελώς αβάσιμοι για τους λόγους που θα εξηγήσουμε συνοπτικά:

Πρώτον, η μελέτη επικεντρώνεται σε κάποιες αναπτυσσόμενες χώρες, αγνοώντας τα ευρέως διαδεδομένα και άκρως επιτυχημένα μερικώς κεφαλαιοποιητικά συστήματα ανεπτυγμένων χωρών, όπως ΗΠΑ, Αγγλίας, Ολλανδίας, Αυστραλίας, Λετονίας, Εσθονίας, Λιθουανίας, Ελβετίας και πολλών ακόμη χωρών του ΟΟΣΑ (πλην βεβαίως της Ελλάδας).

Δεύτερον, όπως η ίδια η μελέτη του ILO παραδέχεται, τα κριτήρια που χρησιμοποιεί για να κρίνει την επιτυχία ή μη των κεφαλαιοποιητικών συστημάτων είναι κυρίως η καθολικότητα και η «αλληλεγγύη», με άλλα λόγια η αναδιανομή εισοδήματος που επιτρέπουν.

Αντιθέτως, η Παγκόσμια Τράπεζα, σε σειρά μελετών της, ενθαρρύνει την εισαγωγή κεφαλαιοποιητικών συστημάτων στις αναπτυσσόμενες χώρες τονίζοντας την αποτελεσματικότητα, την ενίσχυση της ανάπτυξης και την μείωση των δημοσιονομικών πιέσεων που εξασφαλίζουν διαχρονικά.

Τρίτον, οι αντιμεταρρυθμίσεις με την επανακρατικοποίηση των κεφαλαιοποιητικών συστημάτων σε κάποιες από τις χώρες που αναφέρει το ILO πραγματοποιήθηκαν από αριστερές αυταρχικές κυβερνήσεις (Αργεντινή, Βενεζουέλα, Ισημερινός, Νικαράγουα), οι οποίες παραβιάζοντας τα περιουσιακά δικαιώματα των ασφαλισμένων έβαλαν χέρι στις αποταμιεύσεις τους και δήμευσαν τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων.

Το κύριο επιχείρημα αυτής της απροκάλυπτης δήμευσης ήταν η βελτίωση τάχα της καθολικότητας ή του ύψους των κρατικών συντάξεων, συνοδευόμενο από την απατηλή υπόσχεση ότι όσοι ασφαλισμένοι συμμετείχαν σε ανταποδοτικά ταμεία θα λάμβαναν τουλάχιστον ισάξια σύνταξη από το κρατικό σύστημα.  

Ένας τέτοιος συσχετισμός βέβαια δεν είναι δυνατόν να γίνει διότι κανείς δεν γνωρίζει εκ των προτέρων το ύψος των ιδιωτικών συντάξεων, εφόσον αυτές εξαρτώνται από τις αποδόσεις των κεφαλαίων των ταμείων και το χρόνο που κάθε ασφαλισμένος επιλέγει να βγει σε σύνταξη. Αποστέρησαν έτσι από τους πολίτες το δικαίωμα να παραμείνουν στο ιδιωτικό συνταξιοδοτικό σύστημα που είχαν επιλέξει.

Άλλες χώρες προχώρησαν στην επιστροφή σε διανεμητικά συστήματα αφού προηγουμένως με πολιτικές πιέσεις κατεύθυναν το συνταξιοδοτικό απόθεμα των ασφαλισμένων σε αγορές κρατικών ομολόγων, αντί σε επενδύσεις παραγωγικού κεφαλαίου, προκειμένου να μετατραπεί σε πηγή κεφαλαίων για φθηνό κρατικό δανεισμό.

Τέταρτον, οι χαμηλές αποδόσεις του κεφαλαιοποιητικού συστήματος σε κάποιες από τις 18 χώρες συνδέονται άμεσα με τη δημοσιονομική χρεοκοπία του ίδιου του κράτους τους, στα περιουσιακά στοιχεία του οποίου επένδυαν –σε ένα ποσοστό και υποχρεωτικά- τα ταμεία, και όχι με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-9 που ούτως η άλλως είχε μικρή επίπτωση στις αποδόσεις εφόσον τα χρηματιστήρια των ανεπτυγμένων χωρών ανέκαμψαν σε λιγότερο από ενάμιση χρόνο.

Σε κάθε περίπτωση, η πραγματικότητα διαφέρει ριζικά από τις απόψεις που εκφράζουν το ILO και όσοι τις αναπαράγουν διεθνώς. Προς την κατεύθυνση, δηλαδή, της μερικής κεφαλαιοποίησης των συνταξιοδοτικών συστημάτων τους κινείται η πλειονότητα των προηγμένων χωρών καθώς και σχεδόν το σύνολο των χωρών του ΟΟΣΑ. Αντίστοιχες είναι και οι κατευθύνσεις του ΟΟΣΑ και της Παγκόσμιας Τράπεζας οι οποίες συμβουλεύουν μεγαλύτερη στήριξη στους πυλώνες κεφαλαιοποίησης.

Οι περισσότεροι συμφωνούν ότι τα διανεμητικά συστήματα επηρεάζονται έντονα από τις δημογραφικές εξελίξεις (γήρανση του πληθυσμού), από τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας και τις μετακινήσεις εργαζομένων, καθώς και από μακροχρόνια αρνητικές δημοσιονομικές πολιτικές.

Η βασική ωστόσο αδυναμία του διανεμητικού συστήματος παραμένει το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι δεν έχουν κανένα περιουσιακό δικαίωμα  πάνω στις ασφαλιστικές εισφορές τους. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούν να προστατευθούν αποτελεσματικά έναντι δημευτικών πολιτικών ή αυθαίρετων και αιφνιδιαστικών μεταβολών της νομοθεσίας προσφεύγοντας στη δικαιοσύνη.

Επίσης, η επιλογή ενός συστήματος τριών πυλώνων αποτελεί θεμελιώδη επιλογή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία επιδιώκει εδώ και χρόνια μία σύνθεση από διανεμητικούς και κεφαλαιοποιητικούς παράγοντες που θα διαμορφώνουν τις παροχές του νέου συστήματος.

Προς την κατεύθυνση αυτή μια ακόμη εξέλιξη προς περαιτέρω κεφαλαιοποίηση συντελέστηκε στις 20.6.2019, όταν ψηφίστηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το  Συμβούλιο της Ε.Ε. ο Κανονισμός για τη δημιουργία ενός πανευρωπαϊκού ατομικού συνταξιοδοτικού προϊόντος, του Pan-European Private Pension Product (PEPP), και αναμένεται σε λίγους μήνες η εφαρμογή του.

Πρόκειται για ένα ατομικό συνταξιοδοτικό προϊόν, στο οποίο θα συμμετέχει ο ασφαλισμένος οικειοθελώς, θα διαθέτει φορητότητα (θα μπορεί να μεταφερθεί δηλαδή από χώρα σε χώρα) και θα του παρέχει στη λήξη του είτε σύνταξη είτε εφάπαξ ποσό. Η αδειοδότηση αυτών των προϊόντων θα γίνεται από την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Συντάξεων – EIOPA. Κύριος πάροχος τέτοιων προϊόντων θα είναι τόσο οι ασφαλιστικές εταιρείες όσο και τα ασφαλιστικά ταμεία.

Σύμφωνα με τους σχεδιασμούς της Ε.Ε. ο πυλώνας με τη μεγαλύτερη βαρύτητα στα ευρωπαϊκά συνταξιοδοτικά συστήματα στο προσεχές μέλλον δεν θα είναι ο πρώτος διαμενητικός πυλώνας της κύριας σύνταξης, ο οποίος χρηματοδοτείται από υποχρεωτικές εισφορές των ασφαλισμένων, οι οποίες δεν τους ανήκουν, αλλά ο δεύτερος πυλώνας, ο αμιγώς κεφαλαιοποιητικός.

Στον δεύτερο πυλώνα θα υπάρχει υποχρεωτική συμμετοχή του ασφαλισμένου σε δικό του ατομικό ασφαλιστικό λογαριασμό, απαραίτητος κανόνας προκειμένου να μεταφερθεί σε αυτόν σταδιακά το μεγαλύτερο τμήμα των ασφαλιστικών υποχρεώσεων του κρατικού πρώτου πυλώνα και να απαλλαχθούν οι κρατικοί προϋπολογισμοί από το βάρος του υψηλού ποσοστού αναπλήρωσης που παρείχε μέχρι πρόσφατα.

Ο πυλώνας αυτός θα αποτελέσει το βασικότερο όχημα για τις συντάξεις του μέλλοντος, το εφαλτήριο της ανάπτυξης της οικονομίας και των κεφαλαιαγορών, και η πιο ανθεκτική ασπίδα στο δημογραφικό πρόβλημα.

Ανακεφαλαιώνοντας τη σύντομη παρέμβασή μας, θα πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι δεν υπάρχει σήμερα ανεπτυγμένη χώρα, η οποία να στηρίζει τις συντάξεις των πολιτών της αποκλειστικά και μόνο σε ένα δημόσιο διανεμητικό σύστημα.

Αντιθέτως, σχεδιάζεται η σταδιακή αντικατάσταση του μεγαλύτερου μέρους των κρατικών διανεμητικών συνταξιοδοτικών συστημάτων από κεφαλαιοποιητικά συστήματα. Η ταχύτητα της γήρανσης του πληθυσμού σε συνδυασμό με τη διαρκώς βελτιούμενη μακροζωία, οδηγεί αναπόφευκτα στην εξέλιξη αυτή.

Η ενίσχυση των ιδιωτικών κεφαλαιοποιητικών σχημάτων του δεύτερου και τρίτου πυλώνα ασφάλισης (αμιγώς ιδιωτική ασφάλιση) είναι σε θέση να εξασφαλίσουν εξορθολογισμό, μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και σταθερότητα των συνταξιοδοτικών συστημάτων στο μέλλον, τόνωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και βελτίωση των δημοσίων οικονομικών.

* Η Mιράντα Ξαφά είναι Senior scholar, Centre for International Governance Innovation (CIGI) και μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ)

**  O Τάσος Ι. Αβραντίνης είναι νομικός, πρόεδρος του Ινστιτούτου Δημοσιονομικών Μελετών