«Μηδενίζεται» το κόστος δανεισμού για την Ελλάδα

«Μηδενίζεται» το κόστος δανεισμού για την Ελλάδα

Ζούμε στην εποχή των πιο ευνοϊκών συνθηκών ρευστότητας στην Ιστορία, καθώς τα επιτόκια δανεισμού στον αναπτυγμένο κόσμο είναι στην πλειονότητά τους μηδενικά ή και αρνητικά, με αποτέλεσμα να διευκολύνονται σημαντικά οι προσπάθειες των κρατών να αντλήσουν κεφάλαια από τις αγορές για να αντιμετωπίσουν την κρίση.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η υψηλότερη απόδοση 10ετούς κρατικού ομολόγου στην ευρωζώνη είναι του ελληνικού στο 1%, την ώρα που οι αποδόσεις των αμερικανικών τίτλων βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά.

Οι συνθήκες δανεισμού γίνονται ακόμη πιο εύκολες από τη στιγμή που οι μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες δεσμεύονται να τυπώνουν χρήμα για όσο χρειαστεί, προσφέροντας έτσι στήριξη στις εκδόσεις ομολόγων.

Το ελληνικό Δημόσιο δεν θα μπορούσε να αφήσει την... ευκαιρία να πάει χαμένη και πληροφορίες θέλουν τον ΟΔΔΗΧ να προχωρά στην έκδοση 5ετούς τίτλου μέσα στον Σεπτέμβριο, ανάλογα βέβαια με τις συνθήκες που θα επικρατούν στις αγορές. Η κίνηση του ελληνικού Δημοσίου θα έχει διπλό στόχο: Αφενός, να συμβάλλει στην αποκατάσταση της σχέσης με τις αγορές, προσθέτοντας έτσι ακόμη μία σημαντική πηγή ρευστότητας. Αφετέρου, να στείλει μήνυμα επιστροφής «στην κανονικότητα».

Από την αρχή του έτους μέχρι σήμερα, η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου έχει υποχωρήσει σε ποσοστό άνω του 30%, από το 1,46% στο 1%, έχοντας εκτιναχθεί όμως έως και το 3,8% στα μέσα Μαρτίου. Από τις 18 Μαρτίου έως σήμερα το κόστος δανεισμού της Ελλάδας έχει μειωθεί κατά 73%, ενώ το τελευταίο δίμηνο κινείται σε στενό εύρος διακύμανσης, εξαιτίας των αγορών της ΕΚΤ. Μέχρι στιγμής, το 2020 ο ΟΔΔΗΧ έχει αντλήσει από τις αγορές 7,5 δισ. ευρώ και αναμένεται να «σηκώσει» ακόμη 3,5 δισ. ευρώ έως το τέλος του έτους.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η Ελλάδα είναι από τους πιο ευνοημένους σε αυτή τη συγκυρία. Μία χώρα που πέρασε από δεκαετή κρίση και μία οικονομία που προσπαθεί να ανακάμψει, αλλά έχει δεδομένα δομικά προβλήματα, βρίσκεται ξαφνικά να συμμετέχει στο «QE Πανδημίας» και μάλιστα προσελκύει όλο και περισσότερο το ενδιαφέρον των επενδυτών.

Η σύγκριση του υφιστάμενου κόστους δανεισμού με το παρελθόν οδηγεί σε εντυπωσιακά συμπεράσματα:

- Η τελευταία φορά που το ελληνικό Δημόσιο βγήκε στις αγορές με νέα έκδοση 5ετούς ομολόγου ήταν τον Φεβρουάριο του 2019, όταν το κουπόνι διαμορφώθηκε στο 3,45%. Τον Ιούνιο του 2020 η Ελλάδα δανείστηκε 3 δισ. ευρώ για 10 χρόνια με επιτόκιο 1,568% και κουπόνι 1,5%. Πρόκειται για μείωση του κόστους δανεισμού κατά 55% και μάλιστα για μεγαλύτερη διάρκεια.

- Η απόδοση του ελληνικού 5ετούς κρατικού ομολόγου διαμορφώνεται σήμερα πέριξ του 0,2% και πιθανή επανέκδοση δεν αποκλείεται να οδηγήσει σε μείωση του κόστους δανεισμού κατά 95% μεταξύ του 2019 και του Σεπτεμβρίου 2020.

- Η τελευταία φορά που η Ελλάδα βγήκε στις αγορές για 20ετές ομόλογο ήταν το 2003, μέσω επανέκδοσης, με το κουπόνι να διαμορφώνεται στο 5,9%. Σήμερα, η απόδοση του 20ετούς ομολόγου στη δευτερογενή αγορά διαμορφώνεται στο 1,4% έχοντας καταγράψει τον Ιούλιο ιστορικό χαμηλό στο 1,27%. Μία έκδοση 20ετούς στην παρούσα συγκυρία θα γινόταν με επιτόκιο τουλάχιστον κατά 75% χαμηλότερο από την προηγούμενη έκδοση.

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι η Ελλάδα έχει μπροστά της ένα... ορθάνοιχτο παράθυρο ευκαιρίας. Με την ΕΚΤ να ρίχνει στην αγορά πάνω από 1,3 τρισ. ευρώ και να δηλώνει έτοιμη να παρέμβει αν χρειαστεί, το κόστος δανεισμού της Ελλάδας αναμένεται να παραμείνει για πολύ καιρό γύρω στα τρέχοντα επίπεδα ή και λίγο χαμηλότερα. Η διατήρηση του κόστους δανεισμού σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα θα συμβάλει θετικά στην προσπάθεια του ελληνικού Δημοσίου να αντλήσει κεφάλαια, τα οποία σε συνδυασμό με τα κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης θα χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη της οικονομίας τα επόμενα χρόνια.

Μπορεί η Ελλάδα να βρίσκεται κατ’ εξαίρεση στο «QE Πανδημίας», όμως, ανεξάρτητα από το πώς μπήκε, η συμμετοχή της συμβάλλει τα μέγιστα στην αποκατάσταση της σχέσης με την επενδυτική κοινότητα. Επομένως, όταν περάσει η κρίση οι επενδυτές δεν θα βλέπουν την Ελλάδα των μνημονίων και των προβλημάτων, αλλά μία «κανονική» χώρα της ευρωζώνης που ανακάμπτει και εμφανίζει σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης.

Σε αυτό βοηθούν σημαντικά τέτοιες εκδόσεις όπως αυτές που θα γίνουν τους επόμενους μήνες, αλλά και μέσα στο 2021, και θα είναι ουσιαστικά σε προστατευμένο περιβάλλον. Την ίδια ώρα, αναλυτές εκτιμούν πως αν η κυβέρνηση προχωρήσει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις και υλοποιήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το σχέδιο ανάπτυξης που θα τρέξει μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, τότε θα έχει μία μεγάλη ευκαιρία όχι μόνο να επιστρέψει στην ευρωπαϊκή κανονικότητα, αλλά και να ξεπεράσει άλλες χώρες-μέλη, όπως π.χ. η Πορτογαλία.

«Τσουνάμι» εκδόσεων

Υπό φυσιολογικές συνθήκες κατά τη διάρκεια του Αυγούστου εκδόσεις ομολόγων δεν γίνονται γιατί πολύ απλά οι επενδυτές προτιμούν... τις παραλίες. Φέτος, όμως, οι συνθήκες μόνο φυσιολογικές δεν είναι και οι χρηματοδοτικές ανάγκες κρατών και επιχειρήσεων είναι τόσο μεγάλες που δεν υπάρχει χρόνος για διάλειμμα. Τα τεράστια ελλείμματα που προκλήθηκαν σχεδόν ακαριαία από τις προσπάθειες αντιμετώπισης της πανδημίας πρέπει με κάποιο τρόπο να καλυφθούν.

Μόνο το αμερικανικό Δημόσιο άντλησε 112 δισ. δολάρια, από τα οποία τα 49,5 δισ. θα χρησιμοποιηθούν για την αποπληρωμή ομολόγων που λήγουν και τα 62,5 δισ. δολάρια είναι φρέσκα κεφάλαια. Οι Ηνωμένες Πολιτείες προχώρησαν στην επανέκδοση 30ετούς τίτλου ύψους 26 δισ. δολαρίων, 10ετούς ύψους 38 δισ. δολαρίων και 3ετούς ύψους 48 δισ. δολαρίων. Πρόκειται για εκδόσεις-ρεκόρ και παράλληλα παρατηρείται μία στροφή προς μεγαλύτερες διάρκειες.

Το αμερικανικό Δημόσιο θα μεγαλώσει τις εκδόσεις των πιο μακροπρόθεσμων τίτλων μέσα στο επόμενο τρίμηνο για να καλύψει τις ανάγκες των πακέτων που έχουν ήδη ανακοινωθεί, αλλά και αυτών που εξετάζονται από το Κογκρέσο. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, να διευρύνει συνολικά το πλάνο χρηματοδότης ύψους 2,2 τρισ. δολαρίων έως το τέλος του έτους, στην περίπτωση που κριθεί αναγκαίο ένα νέο πακέτο μέτρων στήριξης.

Οι τεράστιες ανάγκες που δημιουργήθηκαν εξαιτίας της πανδημίας οδήγησαν σε ρεκόρ εκδόσεων από κράτη και επιχειρήσεις, με στόχο την άντληση κεφαλαίων που θα χρηματοδοτήσουν τα μέτρα στήριξης της οικονομίας και ενίσχυσης του κλάδου της Υγείας. Οι εκδόσεις ομολόγων το β' τρίμηνο του 2020 διαμορφώθηκαν κοντά στα 12,5 τρισ. δολάρια, καταγράφοντας αύξηση της τάξης του 56% έναντι του α' τριμήνου και 150% σε σύγκριση με το β' τρίμηνο του 2019. Περίπου τα 9 τρισ. δολάρια αντιστοιχούν σε εκδόσεις κρατικών ομολόγων και τίτλων διεθνών οργανισμών και τα 3,5 τρισ. δολάρια σε εκδόσεις εταιρικών ομολόγων.

Ρεκόρ και για τις επιχειρήσεις

Δεν είναι μόνο οι κυβερνήσεις και τα κράτη που έχουν τεράστιες ανάγκες, αλλά και οι επιχειρήσεις. Οι εκδόσεις εταιρικών ομολόγων δεν αποκλείεται να φτάσουν σε νέο ιστορικό υψηλό μέσα στο 2020, καθώς το α' εξάμηνο του έτους αντλήθηκαν κεφάλαια ύψους 6,4 τρισ. δολαρίων, που αντιστοιχούν στο 71% των συνολικών κεφαλαίων που άντλησαν επιχειρήσεις το 2019. Οπως ήταν αναμενόμενο, κινεζικές και αμερικανικές επιχειρήσεις κυριάρχησαν στην αγορά, αντλώντας 1,9 τρισ. δολάρια και 1,6 τρισ. δολάρια, αντίστοιχα.

Την ίδια ώρα, μειώθηκαν σε νέα χαμηλά οι αποδόσεις των εταιρικών ομολόγων σε Κίνα και ΗΠΑ. Στην Κίνα οι αποδόσεις υποχώρησαν κατά τη διάρκεια του β' τριμήνου στο 3,05%, σύμφωνα με τον δείκτη Bloomberg Barclays China Corporate Total Return, ενώ στις ΗΠΑ το spread μεταξύ της χαμηλότερης και της υψηλότερης απόδοσης εταιρικού ομολόγου περιορίστηκε στο 2,3% από 4,58% τον Μάρτιο.

Στοιχεία της MSCI δείχνουν ότι η προσφορά αμερικανικών εταιρικών ομολόγων με αξιολόγηση investment grade αυξήθηκε κατά περίπου 10% από την 1η Μαρτίου έως τις 26 Ιουνίου 2020. Παρ’ όλα αυτά, διαχειριστές της BlueBay Asset Management εκτιμούν ότι η τάση θα κορυφωθεί σύντομα και στο β' εξάμηνο οι εκδόσεις εταιρικών ομολόγων θα είναι πολύ μικρότερες και κοντά στα επίπεδα του αντίστοιχου χρονικού διαστήματος του 2019.

Τέλος, τα κεφάλαια που αντλήθηκαν από επιχειρήσεις αποκλειστικά για τη διαχείριση της πανδημικής κρίσης έφτασαν στα 87,9 δισ. δολάρια, με μεγαλύτερο το ομόλογο της Παγκόσμιας Τράπεζας ύψους 8 δισ. δολαρίων που εκδόθηκε στα μέσα Απριλίου.

* Αναδημοσίευση από τον «Φιλελεύθερο»