ΚΕΦίΜ: Η πολυνομία και η κακονομία ταλαιπωρούν την ελληνική κοινωνία

ΚΕΦίΜ: Η πολυνομία και η κακονομία ταλαιπωρούν την ελληνική κοινωνία

Η πολυνομία και η κακονομία συνεχίζουν να ταλαιπωρούν την ελληνική κοινωνία, σύμφωνα με το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών - Μάρκος Δραγούμης, που παρουσίασε για τρίτη συνεχόμενη χρονιά τον Δείκτη Ποιότητας Νομοθέτησης, ο οποίος αξιολογεί τη συνολική διαδικασία εισαγωγής των νόμων που ψηφίζονται στο εθνικό Κοινοβούλιο.

Την ύπαρξη του προβλήματος αναγνώρισε, εκ μέρους της κυβέρνησης, ο υφυπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Γιώργος Γεωργαντάς, βάζοντας όμως την ίδια στιγμή και την παράμετρο της συγκυρίας: «Το 2020 ήταν μια πολύ δύσκολη χρονιά, είχε κατεπείγουσες ανάγκες», λόγω της πανδημίας αλλά και έκτακτων καιρικών φαινομένων, εξήγησε, διαπίστωση που βρήκε σύμφωνο και το ΚΕΦίΜ.

Συνεχίζοντας ο Γ. Γεωργαντάς, επικαλούμενος το φετινό Δείκτη ανέφερε ότι «η εικόνα είναι βελτιωμένη σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια». Βεβαίως, «οι ειδικές συγκυρίες και συνθήκες -που δεν πρέπει να δικαιολογούν τα πάντα- ήταν σίγουρα ένας παράγοντας που έπαιξε καθοριστικό ρόλο».

Με την ιδιότητα εξάλλου του υφυπουργού απλουστεύσεων, επικαλέστηκε σημερινές ανακοινώσεις του υπουργού Ψηφιακής Διακυβέρνησης Κυριάκου Πιερρακάκη, σύμφωνα με τις οποίες οι ηλεκτρονικές συναλλαγές με το Δημόσιο για το 2021 αγγίζουν τα 500 εκατ., όταν το 2018 ο αντίστοιχος αριθμός ήταν 8,8 εκατ. και το 2019, 34 εκατ.

Ταυτοχρόνως, ο υφυπουργός υπογράμμισε μια ακόμη καινοτομία, το συσταθέν Εθνικό Μητρώο Διοικητικών Διαδικασιών: «σήμερα που μιλάμε δεν ξέρουμε πόσες είναι οι υπηρεσίες που παρέχει το ελληνικό Δημόσιο προς τους πολίτες μέσω των υπουργείων του, των Νομικών Προσώπων, μέσω των ΟΤΑ, τις υπολογίζουμε σε 6.000».

Το άναρχο αυτό τοπίο αλλάζει, 1.300 από αυτές έχουν ήδη καταγραφεί και ταυτοποιηθεί, και το ΕΜΔΔ που θα ξεκινήσει τη λειτουργία του από τους πρώτους μήνες του 2022, θα λύσει πολλά από τα υφιστάμενα προβλήματα στη σχέση κράτους και πολίτη, επιχειρηματολόγησε ο Γ. Γεωργαντάς, που πρόσθεσε: «Είναι ένα σημαντικό βήμα για τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, η οποία είχε πολλά ζητήματα με βάση την πολυνομία και την κακονομία», τόνισε χαρακτηριστικά παραπέμποντας σε σχετικές ανακοινώσεις που θα γίνουν την Πέμπτη.

Περιθώρια βελτίωσης

 

Στο «δια ταύτα», υπάρχουν, σύμφωνα με τον Γ. Γεωργαντά, «περιθώρια βελτίωσης» ως προς τη νομοθέτηση. Επικαλούμενος μάλιστα την κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ, που «βίωσε δυσκολίες», ο υφυπουργός διαπίστωσε πως «υπάρχει ωριμότητα στα τρία κόμματα για ποιοτικότερη νομοθέτηση».

Από την πλευρά της, η βουλευτής και τομεάρχης Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσων του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου, υπογράμμισε εισαγωγικώς ότι «η καλή νομοθέτηση επλήγη ιδιαίτερα τη δεκαετία των μνημονίων», για να εστιάσει στην τελευταία διετία εν συνεχεία:

«Το "lockdown της Βουλής" μείωσε τη δυνατότητα διαβούλευσης και συζήτησης στο Κοινοβούλιο», ήταν η πρώτη της παρατήρηση, προσθέτοντας ότι «ένα μικρό μέρος των νομοσχεδίων μπαίνει σε διαβούλευση, ενώ υπάρχει πάντα το ερώτημα κατά πόσο επηρεάζει η δημόσια διαβούλευση το τελικό κείμενο».

Ταυτοχρόνως, «ο Κανονισμός της Βουλής παραβιάστηκε πάρα πολλές φορές την περασμένη χρονιά, ως προς τους χρόνους (επαρκής χρόνος προετοιμασίας και μελέτης)», υποστήριξε.

Κλείνοντας την τοποθέτησή της, η Μ. Ξενογιαννακοπούλου ανέδειξε τρία σημεία:

   -«Θα πρέπει, πέραν της νομοθέτησης, η εκάστοτε κυβέρνηση να κάνει ετήσιο απολογισμό ως προς την εφαρμογή των νόμων - και το λέω και για το μέλλον.

- Από την πλευρά μας έχουμε θέσει συνταγματικά ζητήματα σε σειρά ρυθμίσεων, στα οποία η πλειοψηφία δεν συμφώνησε. Να δούμε πόσες από τις ενστάσεις αντισυνταγματικότητας έχουν πάει στο δικαστήριο και ποιες είναι οι αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας.

- Πόσο λειτουργεί ο κοινοβουλευτικός έλεγχος -και αυτό είναι διαχρονικό πρόβλημα επίσης».

Εκ μέρους του ΚΕΦίΜ, η εναρκτήρια τοποθέτηση έγινε από τον πρόεδρό του, Αλέξανδρο Σκούρα, ενώ η ενδελεχής παρουσίαση της μελέτης, από τον συντονιστή Ερευνητικών Προγραμμάτων του Κέντρου, Κωνσταντίνο Σαραβάκο.

Ακολούθησαν οι παρατηρήσεις από την προϊσταμένη της τράπεζας νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ (με τη νομική υποστήριξη της οποίας τράπεζας πραγματοποιήθηκε η μελέτη), Βασιλεία Παπανίκου, και την επιστημονική συνεργάτιδα του ΚΕΦίΜ, Έφη Στεφοπούλου.

Η βαθμολόγηση των νόμων

 

Πρέπει να διευκρινιστεί εισαγωγικώς ότι ο Δείκτης Ποιότητας Νομοθέτησης, στη φετινή του έκδοση, εξετάζει τους νόμους που ψηφίστηκαν κατά το ημερολογιακό έτος 2020, με κριτήρια βαθμολόγησης, τα εξής:

- Δικαιοπολιτικά χαρακτηριστικά (20 μονάδες), για παράδειγμα αν το νομικό κείμενο είναι κατανοητό και το περιεχόμενό του εύκολα προσβάσιμο και αντιληπτό από τον μέσο πολίτη.

- Προκοινοβουλευτική διαδικασία (20 μονάδες), εδώ εξετάζεται η τήρηση των προβλέψεων που αφορούν τη δημόσια διαβούλευση, την ποσοτικοποιημένη εκτίμηση των επιπτώσεων του νόμου, τη μέτρηση των διοικητικών επιβαρύνσεων που αυτός προκαλεί ή αίρει, καθώς και η τυχόν δημιουργία νέων δομών και φορέων του Δημοσίου.

- Κοινοβουλευτική διαδικασία (30 μονάδες), εν προκειμένω εξετάζεται ο χρόνος συζήτησης στις αρμόδιες επιτροπές της Βουλής, η διαδικασία συζήτησης και ψήφισης στην Ολομέλεια της Βουλής, καθώς και η ύπαρξη και τα χαρακτηριστικά τυχόν τροπολογιών.

- Αξιολόγηση εφαρμογής (30 μονάδες), όπου εξετάζεται ο αριθμός των εξουσιοδοτήσεων για έκδοση Προεδρικών Διαταγμάτων και Υπουργικών Αποφάσεων, καθώς και το ποσοστό ενεργοποίησής τους εντός έξι μηνών από τη δημοσίευση του νόμου.

Βασικά συμπεράσματα φετινής έκθεσης

 

Τα κυριότερα συμπεράσματα του φετινού δείκτη, σύμφωνα πάντα με την ανάλυση και την αξιολόγηση του ΚΕΦίΜ, έχουν ως εξής:

«Η ποιότητα των νόμων στην Ελλάδα σύμφωνα με τον Δείκτη Ποιότητας Νομοθέτησης 2020 παραμένει χαμηλή, με τα φαινόμενα της πολυνομίας και της κακονομίας να εμμένουν. Το 2020 ψηφίστηκαν 113 νόμοι, συμπεριλαμβανομένων κυρώσεων διεθνών συμβάσεων και συμφωνιών, ενώ πέρασαν 196 τροπολογίες, από τις οποίες οι 121 (62%) ήταν εκπρόθεσμες.

Οι 113 νόμοι και κυρώσεις του 2020 παρήγαγαν συνολικά 2.166 εξουσιοδοτήσεις για Υπουργικές Αποφάσεις και εξουσιοδοτήσεις για Προεδρικά Διατάγματα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι στη διάρκεια του 2020 κάθε 3,2 ημερολογιακές ημέρες ψηφιζόταν 1 νόμος. Συνολικά οι νόμοι του 2020 αντιστοιχούν σε 4.867 άρθρα και 10.302 σελίδες.

Εάν υποθέσουμε πως ο μέσος άνθρωπος διαβάζει περί τις 30 σελίδες την ώρα, για την ανάγνωση της νομοθετικής παραγωγής της χρονιάς θα χρειάζονταν κανείς 43 εργάσιμες ημέρες. Σε ό,τι αφορά την ποιότητα της νομοθέτησης, το σύνολο των νόμων που ψηφίστηκαν το 2020, περνά οριακά τη βάση της κλίμακας μέτρησης της ποιότητας νομοθέτησης (51/100) του φετινού Δείκτη». 

Παράλληλα, ο Δείκτης διαπιστώνει «ανεπαρκή» διαβούλευση πριν από την ψήφιση των νόμων, «σημαντικά ελλιπή» την τεκμηρίωση των νόμων με δεδομένα, ενώ εξακολουθεί η νομοθέτηση μέσω μεγάλων και εκπρόθεσμων τροπολογιών αφού «οι νόμοι του 2020 έχουν κατά μέσο όρο 3 τροπολογίες, από τις οποίες οι 2 είναι εκπρόθεσμες». Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι «μεγάλο μέρος των νόμων δεν εφαρμόζεται».

Συγκρίνοντας το 2020 με περασμένα χρόνια, «παρατηρείται σημαντική αύξηση του συνόλου της νομοθετικής παραγωγής σε σχέση με τα δύο προηγούμενα έτη. Συνολικά η ποιότητα των νόμων το 2020 παρουσιάζει οριακή βελτίωση σε σχέση με το 2019 (+1,10 μονάδες) και σημαντική βελτίωση σε σχέση με το 2018 (+6,02 μονάδες)».

Τέλος, «στην κατεύθυνση της βελτίωσης της ρυθμιστικής ποιότητας δημοσιεύθηκε από τη Γραμματεία Νομικών και Κοινοβουλευτικών θεμάτων της Προεδρίας της Κυβέρνησης τον Μάιο του 2020 το νέο Εγχειρίδιο Νομοπαρασκευαστικής Μεθοδολογίας (2020)», το οποίο, σύμφωνα πάντοτε με τους συντάκτες της έκθεσης, «εκσυγχρονίζει και επαναπροσδιορίζει το ισχύον νομικό πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας, ενσωματώνοντας πολλά από τα ευρήματα και τις μεθοδολογικές οδηγίες του Δείκτη».