Ιννοκέντι Σμοκτουνόφσκι: Ο δρόμος προς την δόξα

Ιννοκέντι Σμοκτουνόφσκι: Ο δρόμος προς την δόξα

Ποιος δεν θυμάται την συγκλονιστική ερμηνεία του Ιννοκέντρι Σμοκτουνόφσκι (1925-19940 ως Άμλετ στην θρυλική πλέον ταινία του Γκριγκόρι Κόζνιτσεφ (1905-1973);

Πόσοι, όμως γνωρίζουν, την τραγική και δύσκολη ζωή που έζησε αυτός ο ταλαντούχος ηθοποιός μέχρι να φτάσει στη δόξα;

Γεννήθηκε ο Σμοκτουνόφσκι (πραγματικό επίθετο Σμοκτουνόβιτς) σε ένα χωριό της Σιβηρίας και ο πατέρας του ήταν μυλωνάς. Ο πατέρας και ο παππούς του ηθοποιού, θεωρήθηκαν κουλάκοι και υπέστησαν διώξεις κατά την δεκαετία του 1930, επειδή «εκμεταλλεύονταν την εργατική δύναμη φτωχών χωρικών» και πουλούσαν ψωμί σε αυξημένες τιμές. Αργότερα, ο παππούς και ο θείος του, θα εκτελεστούν για «συμμετοχή σε αντεπαναστατική δράση».

Η πείνα και οι κακουχίες, υποχρέωσαν τον νεαρό Ιννοκέντρι να φύγει από τα άγρια μέρη που ζούσε και να μετακομίσει στην πόλη Κρασνογιάρσκ, όπου ζούσαν συγγενείς του. Μία θεία ανέλαβε τον ίδιο και τον αδελφό του Βλαδίμηρο, επειδή οι γονείς του δεν μπορούσαν να τους προσφέρουν ούτε ένα πιάτο φαγητό την ημέρα. Ύστερα από λίγο, ο Βλαδίμηρος πέθανε από την πείνα, ενώ ο Ιννοκέντι είχε γίνει ένας τέλειος κλέφτης, ο οποίος κυκλοφορούσε στις λαϊκές αγορές και έκλεβε προϊόντα για να επιζήσει.

Ήρθε όμως ο πόλεμος το 1941 και ο πατέρας του Σμοκτουνόφσκι παρουσιάστηκε στον στρατό. Το βάρος της οικογένειας, έπεσε στον νεαρό Ιννοκέντρι, ο οποίους αφού φοίτησε σε μια σχολή, έγινε νοσοκόμος κι έπιασε δουλειά σε ένα στρατιωτικό νοσοκομείο, μέχρι το 1943 που τον κάλεσαν να παρουσιαστεί στον στρατό. Μετά από σύντομη εκπαίδευση τον διόρισαν διαβιβαστή στο επιτελείο του 212 συντάγματος της φρουράς, της 75 μεραρχίας πυροβολικού. Ως μέλος αυτής της μονάδας, ο Σμοκτουνόφσκι πολέμησε στην μάχη του Κουρσκ, την επίθεση για την κατάληψη του Δνείπερου και μάλιστα να λάβει και μετάλλιο για την ανδρεία του.

Το 1943, κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων για την απελευθέρωση του Κιέβου, τμήματα της μονάδας του περικυκλώθηκαν από τους Γερμανούς και αιχμαλωτίστηκαν. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Σμοκτουνόφσκι, ο οποίος, όμως, ένα μήνα αργότερα, κατάφερε να δραπετεύσει.

Εξαντλημένο και ετοιμοθάνατο από την πείνα, τον βρήκε μια οικογένεια χωρικών στην Ουκρανία. Τον έκρυψαν, τον φρόντισαν και όταν ανέλαβε δυνάμεις, θέλησε να επιστρέψει στις γραμμές του Κόκκινου στρατού. Μετά τον πόλεμο, ο Σμοκτουνόφσκι έψαξε, βρήκε αυτή την οικογένεια και είχε αγαθές σχέσεις μέχρι το τέλος της ζωής του.

Μην μπορώντας να φτάσει στην πρώτη γραμμή και να ψάξει την παλιά του μονάδα, βρήκε τους παρτιζάνους της περιοχής και εντάχθηκε στις γραμμές του. Στην συνέχεια, η ομάδα αυτή εντάχθηκε σε μία μονάδα πεζικού του Κόκκινου στρατού. Ο Σμοκτουνόφσκι διοικούσε μία μονάδα αντρών εξοπλισμένων με αυτόματα, διακρίθηκε σε πολλές μάχες και τιμήθηκε κατ’ επανάληψη με τα μετάλλια ανδρείας. Το τέλος του πολέμου, τον βρήκε στην Γερμανία.

Μετά την αποστράτευση του, μαζί με άλλους φίλους του, γράφτηκε στην Σχολή του Δραματικού Θεάτρου του Κρασνογιάρσκ. Τρείς μήνες αργότερα, τον διέγραψαν για ένα καυγά. Τότε, θυμήθηκαν το περιστατικό της αιχμαλωσίας τους, αλλά και τους συγγενείς του που εκτελέστηκαν ως «εχθροί του λαού». Αμέσως, χαρακτηρίστηκε ως «αναξιόπιστος» και του απαγορεύτηκε να ζει σε 39 μεγάλες πόλεις της Σοβιετικής Ένωσης.

Μην μπορώντας να κάνει κάτι άλλο, ο Σμοκτουνόφσκι πήγε στο Νορίλσκ, στην πόλη με τις χαμηλότερες θερμοκρασίες σε όλο τον πλανήτη, με στόχο να σπουδάσει και να ζήσει εκεί, θεωρώντας πως από τους αιώνιους παγετώνες δεν θα τον εξορίσουν ποτέ.

Στο τοπικό Πολικό Θέατρο, σπούδασε με μελλοντικός, συγκλονιστικός Άμλετ. Εκεί, ο διευθυντής του θεάτρου επέμενε να αλλάξει το επίθετό του από Σμοκτουνόβιτς και Σμοκτουνόφσκι. Ύστερα από παραμονή δύο χρόνων στον Μεγάλο Βορρά της Ρωσιας, ο Σμοκτουνόφσκι έπαθε σκορβούτο, με αποτέλεσμα να χάσει όλα τα δόντιά του και αναγκάζεται να μετακομίσει στον Νότο, αρχικά στο Γκρόζνι της Τσετσενίας και στην συνέχεια στην Μαχατσκαλά, στο γειτονικό Νταγκεστάν.

Στο Δραματικό Θέατρο «Μαξίμ Γκόρκι» της Μαχατσκαλά ο Σμοκτουνόφσκι συνάντησε την πρώτη του σύζυγο Ρίμα Μπίκοβα. Δύο χρόνια αργότερα, το Περιφερειακό Δραματικό Θέατρο του Στάλινγκραντ, κάλεσε την Μπίκοβα να ενταχθεί στο θίασο του και το ζευγάρι μετακόμισε στην θρυλική πόλη. Εκεί, ο Σμοκτουνόφσκι κατάλαβε πως δεν θα βρει ποτέ κοινή γλώσσα με την καλλιτεχνική διεύθυνση και επιπλέον ο σύζυγός του τον απατούσε. Απογοητευμένος και οργισμένος, έφυγε για την Μόσχα.

«Αν δεν μάθετε νέα μου ύστερα από πέντε χρόνια, να ξέρετε πως άλλαξα επάγγελμα», είπε στους φίλους τους. Στην αρχή, ο Σμοκτουνόφσκι κοιμόταν σε υπόγεια και στον σιδηροδρομικό σταθμό. Πέρασε δύσκολα, μα άντεξε. Για να κερδίσει λίγα χρήματα, εργαζόταν ως κομπάρσος στα στούνιο της Μοσφιλμ. Στην συνέχεια, υπέγραψε σύμβαση εργασίας με το Θέατρο «Λένινσκι Κομσομόλ» της Μόσχας, όπου συνάντησε τον έρωτα της ζωής του στο πρόσωπο της Σουλαμίφ Κουσνίρ, υπεύθυνης για τον σχεδιασμό και την κατασκευή των ρούχων για τις παράστασης.

Ο Σολαφίμα, άρχισε να ζητάει από διάφορους γνωστούς της ηθοποιούς να συστήσουν τον Ιννοκέντρι στον σκηνοθέτη και παιδαγωγό Ιβάν Πίριεφ, ο οποίος, τελικά τον βοήθησε να βρει δουλειά στην Σχολή Ηθοποιών Κινηματογράφου. Ύστερα από λίγο, έγινε διάσημος πρώτα στην πατρίδα του και μετά σε ολόκληρο τον κόσμο.