Η πρώτη ήττα του Μπάιντεν: Η εμπορική συμφωνία Κίνας-ΕΕ

Η πρώτη ήττα του Μπάιντεν: Η εμπορική συμφωνία Κίνας-ΕΕ

Του Claude Barfield

Αίολα λοιπόν τα λόγια για μια νέα εποχή διατλαντικής συνεργασίας και ενότητας. Παρά τη δημόσια παρέμβαση της ερχόμενης κυβέρνησης του Τζο Μπάιντεν για καθυστέρηση, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε να προσφέρει στην Κίνα μια μεγάλη νίκη, υπογράφοντας μετά
από μακρές διαπραγματεύσεις μια συμφωνία επενδύσεων με το κυβερνών Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας. Η απόφαση αυτή αποτελεί πλήγμα για τον Μπάιντεν και τον ερχόμενο σύμβουλο εθνικής ασφαλείας του Jake Sullivan, ο οποίος είχε γράψει προηγουμένως στο τουίτερ ότι η νέα κυβέρνηση θα «καλωσόριζε την έναρξη διαβουλεύσεων με τους Ευρωπαίους εταίρους μας σε ό,τι αφορά τις κοινές μας ανησυχίες για τις οικονομικές πρακτικές της Κίνας». Επρόκειτο για ένα σαφές αίτημα να διαμορφωθεί πρώτα ένα κοινό μέτωπο εναντίον του κινεζικού αυταρχικού και μερκαντιλιστικού κράτους.

Αντί γι’ αυτό, στις 30 Δεκεμβρίου, αξιωματούχοι της ΕΕ, με επικεφαλής στην πραγματικότητα τη Γερμανίδα Καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ τροφοδότησαν περαιτέρω τις κινεζικές φιλοδοξίες με μια βιντεοσύσκεψη στην οποία συμμετείχε με θριαμβευτικό τόνο ο Σι Τζινπίνγκ που
σηματοδοτούσε την «κατ’ αρχάς» συμφωνία για την επικύρωση της επενδυτικής συνθήκης. Η Μέρκελ υπήρξε η κινητήριος δύναμη πίσω από την επιτάχυνση για την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων πριν την αντίστοιχη ολοκλήρωση της γερμανικής προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 31 Δεκεμβρίου. Για τη Μέρκελ «οι καλές στρατηγικές σχέσεις με την Κίνα» -και η προστασία για τις αυτοκινητοβιομηχανίες της Γερμανίας- υπερτερούν των υπεκφυγών περί χρονισμού και διατλαντικής ενότητας έναντι του Πεκίνου. Η συμφωνία επετεύχθη μόλις λίγες εβδομάδες μετά τη δημόσια παραίνεση των Βρυξελλών προς τις ΗΠΑ ώστε να συμμετάσχουν σε μια συμμαχία έναντι των «αυταρχικών δυνάμεων» και να ενώσουν δυνάμεις έναντι της «στρατηγικής πρόκλησης» της Κίνας. Αντιβαίνοντας όμως περαιτέρω σε αυτή την έκκληση, η Μέρκελ και ο Γάλλος Πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν προσφέρθηκαν να επισκεφθούν αυτόνομα το Πεκίνο για περαιτέρω συνομιλίες.

Οι Ευρωπαίοι διαπραγματευτές υποστήριξαν ότι είχαν ως στόχο τη δημιουργία «δίκαιων κανόνων του παιχνιδιού» με την Κίνα. Και προκειμένου να ολοκληρωθεί η συμφωνία, η Κίνα όντως έκανε κάποιες παραχωρήσεις. Θα πρέπει όμως κανείς να θυμάται ότι ενώ η ΕΕ έχει θεσπίσει κάποιους περιορισμούς έναντι των κρατικώς επιδοτούμενων κινεζικών επενδύσεων, έχει μια σε γενικές γραμμές ανοιχτή επενδυτική αγορά. Από την άλλη πλευρά, το Πεκίνο ξεκινά με μία σε μεγάλο βαθμό κλειστή επενδυτική αγορά, συνεπώς η νέα συμφωνία με την ΕΕ αφορά απλώς λίγους και προσεκτικά επιλεγμένους τομείς. Παρ’ όλα αυτά, η ΕΕ όντως πέτυχε την υπόσχεση της κατάργησης της προϋπόθεσης της από κοινού συμμετοχής στα αυτοκίνητα και της χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, τα ανοίγματα σε υπηρεσίες υγείας, υπολογιστικά νέφη, ηλεκτρικά αυτοκίνητα και βοηθητικές υπηρεσίες μεταφοράς. Ακόμη, το Πεκίνο υποσχέθηκε μεγαλύτερη διαφάνεια στις επιδοτήσεις, αν και δεν θα τις τερματίσει.

Σε ό,τι αφορά τα εργασιακά και τα ανθρώπινα δικαιώματα, το Πεκίνο πρόσφερε μη δεσμευτικές υποσχέσεις. Δήλωσε ότι θα καταβάλει «συνεχείς και έντονες προσπάθειες» για την κύρωση των συμβάσεων του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας για την καταναγκαστική εργασία. Οι επικριτές δεν πείστηκαν. Όπως επισημαίνει ο ευρωβουλευτής Raphaël Glucksmann η επιβολή, επιβεβαίωση και εφαρμογή των εργασιακών κανόνων έμεινε ανοιχτή. Απηχώντας και άλλους επικριτές, ρώτησε: «Είναι η επιτροπή και τα κράτη-μέλη ικανοποιημένα με λέξεις, με υποσχέσεις που δεν δεσμεύουν επ’ ουδενί τους Κινέζους ηγέτες;» Μάλιστα η κυβέρνηση Μπάιντεν υπήρξε επιφυλακτική στις αντιδράσεις της, αλλά οι ηγέτες της ΕΕ έχουν αμυντική στάση -και στάση αψήφισης. Σε μια ανώνυμη δήλωσή του στους Financial Times, ένας Ευρωπαίος αξιωματούχος παραπονέθηκε ότι «πιστεύουν ότι μπορούν να λένε στους συμμάχους τους τι να κάνουν αντί να είναι λίγο πιο ταπεινόφρονες και να προσπαθούν να επιλύσουν πρώτα τα διμερή προβλήματα ΕΕ-ΗΠΑ».

Όταν συμφωνηθεί το επίσημο κείμενο, η συμφωνία πρέπει να κυρωθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Αυτή η διαδικασία θα χρειαστεί μεγάλο μέρος του 2021.

Η νέα συμφωνία ήρθε σε μια εβδομάδα όπου το Πεκίνο φυλάκισε μία δημοσιογράφο επειδή κατέγραψε την αποτυχημένη διαχείριση του COVID-19 από την Κίνα, και καταδίκασε τους ηγέτες των διαδηλώσεων στο Χονγκ Κονγκ επειδή προσπάθησαν να δραπετεύσουν από την πόλη. Στην τελετή υπογραφής της επενδυτικής συμφωνίας, η Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ursula von der Leyen υποστήριξε ότι η συμφωνία «υπερασπίζεται τις αξίες μας». Αν αυτό όντως συμβαίνει, τότε ο Πρόεδρος Μπάιντεν έχει δύσκολο έργο μπροστά του.

--

* Ο Claude Barfield είναι στέλεχος του American Enterprise Institute.

** Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 4 Ιανουαρίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.

AP Photo/Matt Slocum