Η πλειοδοτική παροχολογία της αντιπολίτευσης

Η πλειοδοτική παροχολογία της αντιπολίτευσης

Το θέμα της ακρίβειας απασχολεί το σύνολο της κοινωνίας με την κυβέρνηση να λαμβάνει μέτρα προκειμένου να αμβλύνει τις επιπτώσεις ειδικά στις ευάλωτες ομάδες με γνώμονα την αποφυγή ενός δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Την ίδια στιγμή η αντιπολίτευση βάλει κατά της κυβέρνησης και παρότι αναγνωρίζει πως πρόκειται για μια διεθνή κρίση εν τούτους αμφισβητεί τα μέτρα που λαμβάνονται και προχωρά σε πλειοδοσία με ακοστολόγητες παροχές. Τι προτείνουν όμως ο ΣΥΡΙΖΑ και τα κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης;

Με τον πληθωρισμό να καλπάζει παγκοσμίως, (στις ΗΠΑ καταγράφεται ο μεγαλύτερος των τελευταίων 40 ετών) το πετρέλαιο να κάνει άλματα, το χρηματιστήριο της ενέργειας να έχει σπάσει τα ρεκόρ και την ρωσοουκρανική κρίση να παραμένει σε κατάσταση κόκκινου συναγερμού, η ελληνική κυβέρνηση παρουσιάζει τις μεγαλύτερες παρεμβάσεις σε επίπεδο στήριξης των κοινωνικών ομάδων κινούμενη στα πλαίσιο μιας δημοσιονομικής σταθερότητας με γνώμονα τις αγορές, τη στάση της ΕΕ και της ΕΚΤ καθώς και την πορεία των κρατικών ομολόγων.

Στο πλαίσιο αυτό αυξάνει τον κατώτατο μισθό για δεύτερη φορά εντός του έτους, μειώνει τον ΕΝΦΙΑ και χρηματοδοτεί ουσιαστικά τα τιμολόγια του ρεύματος και της παροχής ενέργειας τόσο για τα νοικοκυριά όσο και τις επιχειρήσεις στο πλαίσιο του εφικτού. Μια στρατηγική που εξελίσσεται μήνα μήνα με βάσει τις εξελίξεις και την αυξομείωση των τιμών που καταγράφονται διεθνώς επιβαρύνοντας ιδιαίτερα χώρες όπως η Ελλάδα.

Όμως η ακρίβεια δείχνει ν α αποτελεί μια ακόμη κρίση που η αντιπολίτευση επιδιώκει να μετατρέψει σε ευκαιρία. Είναι ενδεικτικό ότι έχει πάρει τη σκυτάλη στον αντιπολιτευτικό λόγο τόσο του ΣΥΡΙΖΑ όσων και των υπολοίπων κομμάτων από την κρίση της πανδημίας. Παραμένει όμως το ίδιο σκηνικό. Η αξιωματική αντιπολίτευση επενδύει στην ακρίβεια και τα προβλήματα που δημιουργούν οι εξελίξεις σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις και αναζητεί για πολλοστή φορά την «οργή» που θα φέρει την «αγανάκτηση» προκαλώντας ένα κύμα ανάλογο με αυτό που έφερε στην κυβέρνηση την πρώτη φορά Αριστερά το 2015.

Και προχωρά σε ένα πλειοδοτικό ανταγωνισμό, ακοστολόγητο και χωρίς συνάφεια αναπαράγοντας το πρόγραμμα Θεσσαλονίκης. Παραγνωρίζει όμως πως το 2022 δεν είναι 2011 ούτε 2014 και ως εκ τούτου δεν υπάρχουν ευήκοα ώτα σε λαϊκίστικες κραυγές που θυμίζουν το αλήστου μνήμης σύνθημα «Τσοβόλα δώστα όλα». Οι δημοσκοπήσεις συνεχίζουν να αποτυπώνουν αυτή την αντιμετώπιση από την πλευρά των πολιτών παρά τα όποια λάθη και τις όποιες παραλείψεις καταγράφει η σημερινή κυβέρνηση.

Όμως αυτό δεν δείχνει να λειτουργεί αποτρεπτικά. Ο ΣΥΡΙΖΑ με επικεφαλής τον Αλέξη Τσίπρα επιχειρεί να αγκαλιάσει κάθε αίτημα όσο ακραίο και αν είναι αυτό, συντασσόμενος με κάθε κοινωνική ομάδα που αντιδρά και προτείνει λύσεις που χαρακτηρίζονται ανέφικτες. Και επιδιώκει όπως δείχνει η καθημερινή πρακτική του ιδίου και του κόμματός του να δημιουργήσει συνθήκες μιας πολιτικής αστάθειας αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις στη χώρα και τους πολίτες. Φτάνοντας στο σημείο να καταψηφίζει ακόμη και τις δαπάνες για την άμυνα της χώρας και την θωράκισή της έναντι μιας χώρας που αυξάνει διαρκώς τις προκλήσεις.

Τι προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ

Τι προτείνει όμως ο ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να αμβλυνθούν οι επιπτώσεις από την ακρίβεια και τι θα έπραττε αν ήταν κυβέρνηση;

Καταρχάς, εμείς δεν υπήρχε περίπτωση να προχωρήσουμε σε μια διαδικασία ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ, εν μέσω της μεγαλύτερης ενεργειακής κρίσης σε παγκόσμιο επίπεδο. Δεν θα κάναμε κάτι τέτοιο. Δεν έχουμε αυτή την αντίληψη είτε έτσι είτε αλλιώς. Εμείς κυβερνήσαμε επί τεσσεράμισι χρόνια σε πολύ σκληρές συνθήκες. Επί τεσσεράμισι χρόνια δεν αυξήσαμε ούτε 1 ευρώ το λογαριασμό» είπε την Δευτέρα στον ΣΚΑΙ ο Αλέξης Τσίπρας.

Και απαντώντας σε σχόλιο σύμφωνα με το οποίο η ΔΕΗ κόντεψε να κλείσει τόνισε ότι «έχει μια σημασία να δει κανείς αν θέλουμε τη ΔΕΗ με το Δ κεφάλαιο να σημαίνει δημόσιο. Αν θέλουμε δηλαδή να είναι ένας Οργανισμός κοινής ωφέλειας και όχι ένας οργανισμός ο οποίος λειτουργεί με αμιγώς ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και ανταγωνίζεται με τους ιδιώτες παρόχους στο ποιος θα ανεβάσει περισσότερο υψηλά την τιμή».

Απέφυγε όμως να μιλήσει για επανακρατικοποίηση ανοιχτά. Άλλωστε αυτό δεν γίνεται και σίγουρα ο ΣΥΡΙΖΑ που ενεχυρίασε την δημόσια περιουσία για 99 χρόνια εντάσσοντας και το ποσοστό που διατέθηκε μέσω της αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου δύσκολα πείθει για τις προθέσεις του. Έτσι μίλησε για πάγωμα λογαριασμών φέροντας ως παράδειγμα την Γαλλία και τις αποφάσεις του Εμμανουέλ Μακρόν ξεχνώντας όμως ότι η χώρα αυτά εντάσσεται σε αυτές που έχουν ενεργειακή αυτάρκεια διαθέτοντας και πυρηνική ενέργεια.

Υποστήριξε δε πως ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση θα έδινε περισσότερα από τα 400 εκατομμύρια που δίνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη στο πλαίσιο της επιδοματικής πολιτικής στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων. «Θεωρώ» είπε ο Αλέξης Τσίπρας «ότι τα χρήματα αυτά, έτσι όπως έχουν έρθει τα πράγματα με τις πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης, δεν είναι αρκετά».

Τι άλλο έχει προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ:

  • Μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα κατώτερα επίπεδα που προβλέπει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, το έχουν κάνει 18 ευρωπαϊκές χώρες.
  • Μείωση του ΦΠΑ στα βασικά αγαθά.
  • Επιστροφή του Φόρου Κατανάλωσης στο αγροτικό πετρέλαιο
  • Αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ.

Από τα μέτρα αυτά, είτε αφορά το πάγωμα των τιμολογίων είτε τη μείωση των φόρων στα καύσιμα είτε την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ, απουσιάζει η κοστολόγηση και η απάντηση στα ερωτήματα που αφορούν στα έσοδα που θα χαθούν δεδομένου ότι η έμμεση φορολογία ως έσοδο χρησιμοποιείται για τη χρηματοδότηση της Παιδείας της Υγείας και όχι μόνο. Ενώ το κόστος της αύξησης του κατώτατου μισθού πέραν αυτών που προωθεί για το 2022 η κυβέρνηση δύναται να αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης ως προς το θέμα της δημοσιονομικής σταθερότητας.

Το ΚΙΝΑΛ

«Αν η κυβέρνηση είχε διαθέσει το 1,4 δισ. ευρώ των επιδοτήσεων,  ώστε να παράγουν τα νοικοκυριά τη δική τους ενέργεια, όπως τότε προτείναμε, σήμερα πάνω από μισό εκατομμύριο πολίτες θα γλίτωναν το 50% της ετήσιας κατανάλωσής τους, κάθε χρόνο, για 30 χρόνια» έχει σχολιάσει το ΚΙΝΑΛ υποστηρίζοντας ακόμη πως:

«Αν η κυβέρνηση ενθάρρυνε τις ολοκληρωμένες ενεργειακές αναβαθμίσεις των κτιρίων, αλλά  και τους πολίτες, αγρότες και επιχειρήσεις να παράγουν την καθαρή ενέργεια που χρειάζονται με επιδοτούμενα φωτοβολταϊκά πάνελ ή μερίδια στις ενεργειακές κοινότητες, η κατάσταση θα ήταν πολύ καλύτερη σήμερα. Η χώρα έχει ίσως μια τελευταία ευκαιρία να αξιοποιήσει τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης για να αντιμετωπίσει την ενεργειακή φτώχεια και να προωθήσει την ενεργειακή δημοκρατία.  Δυστυχώς, η κυβέρνηση την σπαταλά καθημερινά και οι πολίτες πληρώνουν το λογαριασμό».

Από την πλευρά του ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει ζητήσει και αυτός αύξηση κατώτατου μισθού μείωση φόρων και ΦΠΑ σε βασικά αγαθά διατροφής και ενέργειας.

«Η ενεργειακή κρίση πρέπει να αντιμετωπιστεί με δημόσια παρέμβαση, ρυθμιστικές και αναδιανεμητικές πολιτικές, για να εξασφαλιστούν αξιοπρεπείς όροι διαβίωσης για όλους τους πολίτες και να αποφευχθούν φαινόμενα ενεργειακής φτώχειας» ανέφερε μεταξύ άλλων σε άρθρο του τον προηγούμενο μήνα κάνοντας λόγο για μακρόπνοο σχεδιασμό θέτοντας θέμα αξιοποίησης του Ταμείου Ανάκαμψης, «με σκοπό τη διάχυση της παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ και την ενεργειακή αυτονομία. Μέσω της δημιουργίας ενεργειακών κοινοτήτων παντού, με χιλιάδες φωτοβολταϊκά στις στέγες, είναι εφικτό οι αγρότες, οι κτηνοτρόφοι, οι μικροπαραγωγοί αλλά και οι πιο ευάλωτοι Έλληνες να παράγουν μεγάλο μέρος της ενέργειας που καταναλώνουν. Η πράσινη μετάβαση πρέπει να είναι και δίκαιη και συμμετοχική».

Το ΚΚΕ

Το ΚΚΕ έχει υποστηρίξει πως «οι λύσεις για τα λαϊκά προβλήματα δεν βρίσκονται στο δρόμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, των δεσμεύσεων της ΕΕ και των πακέτων του Ταμείου Ανάκαμψης που αποτελεί το νέο υπερμνημόνιο για τους λαούς της Ευρώπης. Μόνο ο λαός με τον αγώνα του μπορεί να επιβάλλει μέτρα ανακούφισης, όπως κατάργηση αντιλαϊκών φόρων και χαρατσιών, ουσιαστικές αυξήσεις σε μισθούς κι συντάξεις, στήριξη του δημοσίου συστήματος υγείας κ.λπ., με στόχο τη ριζική αλλαγή πορείας, την ανάπτυξη με κριτήριο τις λαϊκές ανάγκες και όχι το άπληστο κέρδος».

Και έχει προχωρήσει ένα βήμα παραπάνω υποστηρίζοντας ότι για την ανακούφιση των λαϊκών νοικοκυριών πρέπει να καταργηθούν οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης και του ΦΠΑ στα καύσιμα και την ενέργεια, ενώ έχει χαρακτηρίσει «ψίχουλα των ελάχιστων ευρώ» τις επιδοτήσεις οι οποίες όπως έχει αναφέρει «δεν καλύπτουν ούτε στο ελάχιστο τις τεράστιες αυξήσεις, ως συνέπεια της πολιτικής της "απελευθέρωσης της ενέργειας", της "πράσινης ανάπτυξης" και της απολιγνιτοποίησης, οδηγώντας τα εργατικά - λαϊκά νοικοκυριά να ζουν σε καθεστώς δραματικής ενεργειακής φτώχειας. Μάλιστα, οι περιβόητες επιδοτήσεις,  απ’ τον προϋπολογισμό, που προκλητικά εμφανίζονται ως “μέτρα στήριξης”, δεν είναι τίποτα άλλο παρά χρήματα που καταβάλλουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι μέσα απ' την υπέρογκη κρατική φορολογία, ενώ οι μεγάλες επιχειρήσεις καταβάλλουν μόνο ένα ελάχιστο τμήμα της. Αποτελούν ένα επιπλέον τέχνασμα, ώστε να συγκαλύπτεται το υπέρογκο κόστος της ενέργειας».

Με λίγα λόγια το ΚΚΕ ζητά κατάργηση των έμμεσων φόρων, φυσικά δεν μπαίνει στον κόπο της κοστολόγησης αφού αυτά είναι θέματα που αφορούν τον... καπιταλισμό.

Ελληνική Λύση και ΜέΡΑ25

Η ελληνική λύση με το βλέμμα σε ψήφους στην βόρεια Ελλάδα έχει προτείνει «πλήρη αξιοποίηση των λιγνιτικών αποθεμάτων και ορυκτού πλούτου της πατρίδας μας» για εξοικονόμηση δισεκατομμυρίων ευρώ, στηλιτεύει δε την κυβέρνηση διότι δεν προχώρησε σε προαγορά πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Από την άλλη πλευρά το ΜέΡΑ25 , έχει δώσει τη λύση: ««η αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και φτώχειας δεν περνάει μέσα από επιδοτήσεις και πακτωλούς χρημάτων στους μεγαλοκαρχαρίες της ενέργειας, αλλά με την επανεθνικοποίηση της ΔΕΗ και όλων των υποδομών και δικτύων της -που οι μνημονιακές κυβερνήσεις ξεπούλησαν πανηγυρίζοντας-, με την ακύρωση όλων των αυξήσεων και την κατάργηση του επαίσχυντου Χρηματιστηρίου της Ενέργειας».

Σε κάθε περίπτωση η στάση των κομμάτων έναντι της ακρίβειας εστιάζεται σε παροχές, προσλήψεις και αυξήσεις μισθών σε συνδυασμό με μειώσεις συγκεκριμένων φόρων (εξαιρουμένου του ΚΚΕ που ζητά κατάργησή τους). Δηλαδή σε μια πλειοδοτική λογική με το βλέμμα στραμμένο σε ψηφοθηρικές λογικές του παρελθόντος, αλλά και με την λογική που οδήγησε στην οικονομική κρίση και τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό την ώρα που η κυβέρνηση αναλαμβάνει το πολιτικό κόστος της δημιουργίας εκείνων των ικανών και αναγκαίων συνθηκών που και την κοινωνία στηρίζουν στο πλαίσιο του εφικτού και την δημοσιονομική σταθερότητα που οδηγεί στην ανάπτυξη και την ασφάλεια δύναται να καλύψουν.