Η Παλαίστρα της αρχαίας Ερέτριας στο φως

Η Παλαίστρα της αρχαίας Ερέτριας στο φως

Της Αγγελικής Κώττη

Στην εύφορη πεδιάδα, που πλαισιώνεται από τους λόφους Βουδόχη στα δυτικά και Ζερβούνι στα ανατολικά, νοτιοδυτικά της Χαλκίδας και απέναντι από τον αττικό Ωρωπό, βρίσκεται η Ερέτρια, η «κωπηλάτις πόλις» των αρχαίων (αφού το όνομά της προέρχεται από το ρήμα ερέττω, δηλαδή κωπηλατώ). Η Ερέτρια ήταν σπουδαία ναυτική δύναμη της Ελλάδας ήδη από τον 8ο αι. π.Χ., με πολλές αποικίες στις ακτές του Αιγαίου, στα νησιά και στη Μεγάλη Ελλάδα. 

Φέτος, στα ερείπια της αρχαίας πόλης συνέχισε η αποκάλυψη της Παλαίστρας του Γυμνασίου, δηλαδή του χώρου όπου γυμνάζονταν οι νέοι. Η παλαίστρα ήταν η αρχαία ελληνική σχολή πάλης. Δραστηριότητες όπως η πυγμαχία και η πάλη που δε χρειάζονταν πολύ χώρο, γίνονταν εκεί. Λειτουργούσε ανεξάρτητα αλλά και σαν μέρος των δημοσίων γυμνασίων: μια παλαίστρα μπορούσε να υπάρχει χωρίς γυμνάσιο, αλλά ένα γυμνάσιο δε μπορούσε να υπάρχει χωρίς παλαίστρα. Όπως περιγράφει ο Βιτρούβιος κατά τον 1ο αι. .Χ,, η παλαίστρα ήταν τετράγωνη ή παραλληλόγραμμη ως προς το σχήμα, με κιονοστοιχίες και στις τέσσερις πλευρές, που δημιουργούσαν προστώα. Το προστώο της βόρειας πλευράς της παλαίστρας ήταν διπλού βάθους ώστε να προστατεύει από τον καιρό. Μεγάλες αίθουσες (εξέδρες) χτίζονταν στις πλευρές μονού βάθους της παλαίστρας με θέσεις για αυτούς που απολάμβαναν τις διανοητικές απολαύσεις, και η πλευρά διπλού βάθους χωριζόταν σε μια περιοχή για δραστηριότητες νέων (ephebeum, εφηβαίο), μια περιοχή με σάκους προπόνησης (coryceum), ένα χώρο για τη χρήση των σκονών (conisterium), ένα δωμάτιο για κρύο μπάνιο και μια αποθήκη για τα έλαια (elaeothesium).

Τις ανασκαφές στην Νότια Παλαίστρα διεξήγε τον προηγούμενο μήνα η Ελβετική Αρχαιολογική Σχολή στην Ελλάδα υπό τη διεύθυνση του καθ. KarlReber, διευθυντή της ΕΑΣ, καθώς και των μελών της ΕΑΣ Geoffroy Luisoni και Guy Ackermann, και υπό την εποπτεία της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ευβοίας και συγκεκριμένα την διευθύντριας κας. Αγγελικής Σίμωσι και του αρχαιολόγου κ. Κώστα Μπουκάρα.

Πρόκειται για δημόσιο κτήριο που ήταν σε χρήση για γυμνικούς σκοπούς, το οποίο αποκαλύφτηκε το 1917 από τον Έλληνα αρχαιολόγο Κωνσταντίνο Κουρουνιώτη. Οι έρευνες στο μνημείο συνέχισαν λοιπόν 101 χρόνια μετά την πρώτη ανασκαφή.
Η Νότια Παλαίστρα βρίσκεται στη νοτιοανατολική συνοικία της αρχαίας Ερέτριας, κοντά στο Ιερό της Ίσιδος και τις οχυρώσεις της πόλης. Αποτελείται από μια μεγάλη τετράγωνης κάτοψης αυλή, πλάτους 22 μ. περίπου, η οποία περιβάλλεται στα δυτικά και τα νότια από στοά που σχηματίζει γωνία, ενώ στα βόρεια από μεγάλη εξέδρα με εσωτερική κιονοστοιχία. Η ανατολική πλευρά απαρτίζεται από σειρά δωματίων άγνωστης προς το παρόν χρήσης, ενώ στη βορειοδυτική γωνία του κτίσματος εντοπίστηκε ιερό της Ειλείθυιας.

Ορθογώνια κάτοψη

Η φετινή ανασκαφή αποκάλυψε χώρο ορθογώνιας κάτοψης, διαστάσεων 23 ? 31 μ., που πιθανώς περιβάλλεται από τρεις στοές. Η τοιχοποιία και το κεραμικό υλικό που σχετίζεται με αυτόν τον χώρο υποδηλώνουν μια χρονολόγηση στην κλασική εποχή, αναμφίβολα πριν τις αρχές του 4ου αι. π.Χ. Φαίνεται πως δεν πρόκειται για οικία ούτε για χώρο εργαστηρίου, ούτε ακόμη για ιερό. Η επανάχρηση πολλών τοίχων του χώρου και η ύπαρξη μεγάλης αυλής κατά την επόμενη φάση, τον 4ο αι. π.Χ., υποδηλώνουν πως ο χώρος ήταν από την αρχή σε χρήση ως παλαίστρα για την αθλητική επιμόρφωση των νέων Ερετριέων. Κατά την πρώτη της φάση, η Νότια Παλαίστρα αποτελεί σημαντική μαρτυρία της εξέλιξης των μνημείων με αθλητική χρήση της κλασικής εποχής, καθώς οι έως τώρα γνωστές παλαίστρες αυτής της εποχής παραμένουν ελάχιστες.

Στα βορειοδυτικά της Παλαίστρας, ο Κωνσταντίνος Κουρουνιώτης είχε φέρει στο φως έναν χώρο ορθογώνιας κάτοψης ο οποίος σύμφωνα με τις επιγραφές ήταν αφιερωμένος στη λατρεία της Ειλείθυιας, της προστάτιδας της γέννας και των παιδιών. Δύο τομές που πραγματοποιήθηκαν στο μικρό αυτό ιερό έφεραν στο φως ένα πηγάδι και έναν βόθρο θεμελίσωσης όπου ανακαλύφθηκαν περίπου εκατό μικκύλες κοτύλες, οι οποίες χρονολογούνται στο τελευταίο τέταρτο του 4ου ή στις αρχές του 3ου αι. π.Χ.

Νεολιθική εποχή

Τα αρχαιότερα ίχνη κατοίκησης στην περιοχή της Ερέτριας χρονολογούνται στα τέλη της νεολιθικής εποχής και περιορίζονται μόνο σε θραύσματα κεραμικής, που δε σχετίζονται με οικοδομικά λείψανα, αλλά δείχνουν επαφές των κατοίκων της περιοχής με το Αιγαίο και το Βορρά. Σύμφωνα με τον «Οδυσσέα» του υπουργείου Πολιτισμού, κατά την πρωτοελλαδική και μεσοελλαδική περίοδο ο οικισμός, από τον οποίο σώζονται ελάχιστα οικοδομικά λείψανα, αναπτύχθηκε στην περιοχή μεταξύ του ναού του Δαφνηφόρου Απόλλωνα και της αγοράς της μεταγενέστερης πόλης, αλλά και επάνω στην ακρόπολη. Σημαντικό εύρημα αποτελεί ένας κεραμικός κλίβανος, που αποδεικνύει την ύπαρξη βιοτεχνικών εγκαταστάσεων μέσα στον οικισμό. Τα λιγοστά ευρήματα των μυκηναϊκών χρόνων υποδεικνύουν το υψηλό βιοτικό επίπεδο των κατοίκων, που επιβεβαιώνεται και από την αναφορά των Ερετριέων στον κατάλογο νηών του Ομήρου, αν και δεν φαίνεται ότι στην περίοδο αυτή η Ερέτρια ήταν σημαντικό κέντρο. 

Από τον 8ο αι. π.Χ. η Ερέτρια άρχισε να αποκτά αστικό χαρακτήρα. Η μυκηναϊκή οχυρωμένη ακρόπολη χρησιμοποιήθηκε για την εγκατάσταση των ιερών και ο κεντρικός πυρήνας της πόλης μεταφέρθηκε στην αγορά, που βρισκόταν νοτιότερα. Η Ερέτρια συμμετείχε ενεργά στον Α΄ αποικισμό των Ελλήνων, ιδρύοντας αποικίες στο Βορρά (Παντικάπαιον και Φαναγόρεια στην Κριμαία), αλλά και στη Δύση (ίδρυση των Πιθηκουσών στην Ιταλία και εποικισμός της Κέρκυρας) και εξελίχθηκε σε σημαντικό εμπορικό κέντρο, που είχε επαφές με την ανατολική Μεσόγειο, όπως δείχνει η ερετριακή κεραμική που βρέθηκε στις ακτές της Μικράς Ασίας, στις συροφοινικικές ακτές και στην Κύπρο. Η επέκταση της Ερέτριας προς όλες τις κατευθύνσεις ανησύχησε τη Χαλκίδα, και οδήγησε τις δύο πόλεις στο γνωστό Ληλάντιο πόλεμο
Αποικισμός

Παρά την κακή έκβαση του Ληλαντίου πολέμου, όπως αναφέρεται στον «Οδυσσέα», η άνθηση της πόλης συνεχίσθηκε και στην αρχαϊκή περίοδο και η Ερέτρια συμμετείχε ενεργά και στο Β΄ αποικισμό. Στο γ΄ τέταρτο του 6ου αι. π.Χ. έκοψε δικά της νομίσματα, ενώ στα τέλη του 6ου αι. το πολίτευμά της έγινε δημοκρατικό και η ανάπτυξή της γνώρισε νέα ώθηση. Το 494 π.Χ. βοήθησε τη Μίλητο στην εξέγερσή της εναντίον των Περσών, γεγονός που οδήγησε στην καταστροφή της από τους Δάτη και Αταφέρτη τέσσερα χρόνια αργότερα, το 490 π.Χ. Έλαβε μέρος στο πλευρό των Ελλήνων στη ναυμαχία του Αρτεμισίου και στις συγκρούσεις της Σαλαμίνας και των Πλαταιών. Συμμετείχε στην Α΄ Αθηναϊκή Συμμαχία, αλλά το 411 π.Χ. αποτίναξε την αθηναϊκή ηγεμονία και ανέκαμψε οικονομικά. Τότε ενισχύθηκε το τείχος που προστάτευε την πόλη, οικοδομήθηκαν νέες κατοικίες και μεγαλοπρεπή δημόσια κτίσματα, όπως η δυτική πύλη και το θέατρο. Κατά τον 4ο αι. π.Χ. η πόλη κυβερνήθηκε από τυράννους, που άλλοτε ακολουθούσαν φιλοαθηναϊκή και άλλοτε φιλοθηβαϊκή πολιτική. 

Το 338 π.Χ. μετά την μάχη της Χαιρώνειας η Ερέτρια βρέθηκε υπό την κυριαρχία των Μακεδόνων και στην πόλη ξεκίνησε μια νέα περίοδος άνθησης, οικονομικής και πολιτιστικής. Τα τείχη επισκευάσθηκαν και διευρύνθηκαν, κτίσθηκαν πολλά ιδιωτικά και δημόσια κτήρια, αναπτύχθηκαν εργαστήρια κοροπλαστικής και το θέατρο απέκτησε την τελική του μορφή. Τότε οικοδομήθηκαν το άνω γυμνάσιο και το στάδιο, καθώς και ακόμη ένα γυμνάσιο ή παλαίστρα κοντά στο λιμάνι, που πιθανόν περιλάμβανε και ναό της Ειλειθυίας. Η αγορά πλαισιώθηκε από στοές στις τέσσερις πλευρές της και εμπλουτίσθηκε με πλήθος μνημείων, με κυριότερο τη θόλο, ιερά και κρηναία κτίσματα. Στην Ερέτρια έζησαν ο ζωγράφος Φιλόξενος, που φιλοτέχνησε τον ζωγραφικό πίνακα με τη μάχη της Ισσού, ο τραγικός ποιητής Αχαιός, ο φιλόσοφος Μενέδημος, ιδρυτής της Ερετριακής Σχολής, ενώ εδώ διέμειναν για ένα διάστημα και οι Μακεδόνες βασιλείς Κάσσανδρος, Δημήτριος Πολιορκητής και Αντίγονος Γονατάς. Το 198 π.Χ. η πόλη κυριεύθηκε και καταστράφηκε από τους Ρωμαίους και από τότε ξεκίνησε η παρακμή της. Το 87 π.Χ. συμμάχησε με το βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη εναντίον των Ρωμαίων, οι οποίοι την κατέστρεψαν για δεύτερη φορά ένα χρόνο αργότερα. Η πόλη εγκαταλείφθηκε και σταδιακά ερημώθηκε.