Η κρυφή υπεραξία στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησης

Η κρυφή υπεραξία στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησης

Ποια είναι η ισορροπία που πρέπει να τηρήσει η οικονομική πολιτική στην Ελλάδα εν μέσω μιας πρωτοφανούς παγκόσμιας κρίσης, που καταστρέφει ταυτόχρονα την προσφορά και τη ζήτηση; Αν ακούσει κανείς την αντιπολίτευση, ίσως σχηματίσει την εντύπωση ότι το μόνο που θα την ικανοποιούσε θα ήταν να μοιράσει σε όλους ο Χρήστος Σταϊκούρας 100 δισ. ευρώ για να μετατρέψει την Ελλάδα σε νησίδα ευημερίας σε ένα πέλαγος παγκόσμιας ύφεσης.

Ας σοβαρευτούμε: σε αυτή τη μεγάλη κρίση, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών μπορεί να έχει τα περιθώρια να καταρτίσει σε ελάχιστο χρόνο ένα συμπληρωματικό προϋπολογισμό και να στηρίξει την οικονομία με δεκάδες δισεκατομμύρια. Ή να χρησιμοποιήσει τον πανίσχυρο προϋπολογισμό της χώρας του για να δανεισθεί μεγάλα ποσά με αρνητικά επιτόκια, για να εγγυηθεί επιχειρηματικά δάνεια, ή και να προσφέρει απευθείας κεφαλαιακές ενισχύσεις σε επιχειρήσεις. Για τον Έλληνα υπουργό Οικονομικών, όποιος και αν βρισκόταν στο κτίριο της Πλατείας Συντάγματος, τα περιθώρια άσκησης πολιτικής είναι πολύ πιο στενά. Όπως το θέτουν εύστοχα οι αναλυτές της Alpha Bank, «οι δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας δεν είναι απεριόριστες και θα απαιτηθεί αποτελεσματικός σχεδιασμός και χρονοδιάγραμμα στη λήψη των μέτρων στήριξης».

Επιπλέον -και αυτό είναι ένα ζήτημα που δεν αντιλαμβάνονται οι περισσότεροι όταν συζητούν για τα οικονομικά της καθημερινότητας- ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών οφείλει να μη βλέπει μόνο το σήμερα της κρίσης, ούτε καν το αύριο της ανάκαμψης. Αλλά χρειάζεται να βλέπει πολύ καθαρά το μεθαύριο: δηλαδή, την ημέρα που θα χρειασθεί να καθίσει και πάλι στο τραπέζι του Eurogroup για να συζητήσει την επόμενη διευθέτηση του ελληνικού χρέους, δεδομένου ότι, όπως και αν δει κανείς τα πράγματα, αυτή η κρίση αλλάζει τις βασικές παραδοχές της βιωσιμότητας του χρέους, όπως αυτές εντάχθηκαν στη συμφωνία του 2018. Οφείλει, λοιπόν, ο υπουργός Οικονομικών της Ελλάδας, να έχει φροντίσει ως τότε να μη χρειασθεί να μπει σε αυτή τη δύσκολη διαπραγμάτευση με την ιδιότητα του «μαύρου προβάτου» της Ευρώπης, επειδή θα έχει χάσει εντελώς τον έλεγχο της δημοσιονομικής διαχείρισης.

Πώς έχουν κινηθεί, λοιπόν, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Χρήστος Σταϊκούρας στην προσπάθεια αναχαίτισης αυτής της κρίσης; Με δυο λέξεις, αποτελεσματικά και συνετά. Τα πακέτα μέτρων στήριξης που έχουν ενεργοποιηθεί από την αρχή της κρίσης έως και την περασμένη Πέμπτη, όταν ανακοινώθηκε ένα ακόμη μεγάλο πακέτο μέτρων, έχουν συνολικό δημοσιονομικό κόστος 24 δισ. ευρώ και καλύπτουν πολύ μεγάλο αριθμό εργαζομένων και επιχειρήσεων που δοκιμάζονται από αυτή την κρίση. Τα μέτρα είναι γνωστά και περιττεύει να τα απαριθμήσουμε. Καθυστερήσεις και αστοχίες ίσως να υπήρξαν, όπως θα υπήρχαν σε κάθε τέτοια προσπάθεια πρωτοφανούς κινητοποίησης δημόσιων πόρων και μηχανισμών. Σε γενικές γραμμές, όμως, το αποτέλεσμα ήταν πολύ κοντά στις προσδοκίες: το ελληνικό κράτος, με όλες τις αδυναμίες του και τα χρέη που έχει φορτωθεί, κατάφερε σε αυτή τη δύσκολη φάση να σηκώσει βάρη και κινδύνους του ιδιωτικού τομέα, λειτουργώντας σαν έσχατο καταφύγιο σε μια πρωτοφανή κρίση.

Πίσω από αυτή την προσπάθεια, υπάρχει μια αθέατη στους πολλούς πλευρά, που όμως είναι εξίσου σημαντική με την αποτελεσματικότητα των μέτρων: η σύνεση στη διαχείριση των πόρων. Το υπουργείο Οικονομικών προσπάθησε να κρατήσει τη δύσκολη ισορροπία ανάμεσα στην αξιοποίηση του δημόσιου χρήματος για τη στήριξη των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών και στην αποτροπή ενός δημοσιονομικού εκτροχιασμού που θα μπορούσε εύκολα και πιο γρήγορα από όσο φανταζόμαστε να φέρει την Ελλάδα στο «εδώλιο» της ευρωζώνης και σε θέση αποκλεισμού από την αγορά ομολόγων, κάτι που θα σήμαινε ότι θα οδηγούμαστε σε μια ακόμη διαπραγμάτευση για ευρωπαϊκά δάνεια από θέση απόλυτης αδυναμίας.

Και αυτή είναι η μεγάλη επιτυχία του οικονομικού επιτελείου, που θα αρχίσει αργότερα να γίνεται αντιληπτή η σημασία της. Χάρη στη συνετή πολιτική του, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πρόσφερε πρωτοφανείς διευκολύνσεις στην Ελλάδα, από την ένταξη στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων των 750 δισ. ευρώ, ως την κατ’ εξαίρεση αποδοχή των ελληνικών ομολόγων, παρότι έχουν χαμηλή αξιολόγηση, στο μηχανισμό χρηματοδότησης των τραπεζών ή την άρση των περιορισμών στις αγορές κρατικών ομολόγων από τις ελληνικές τράπεζες. Οι οίκοι αξιολόγησης, αναγνωρίζοντας την υπευθυνότητα της κυβέρνησης, δεν υποβάθμισαν την Ελλάδα, όπως ήδη έγινε για την Ιταλία από τον οίκο Fitch. Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι ότι το κανάλι δανεισμού από την αγορά κρατιέται ανοικτό και η χώρα κατάφερε να εκδώσει 7ετή ομόλογα, ενώ σχεδιάζει νέα έκδοση 10ετών ομολόγων το προσεχές διάστημα. Έτσι, καταφέρνει να μην «τρώει από τα έτοιμα» του λεγόμενου «μαξιλαριού», που κάποιοι στην αντιπολίτευση φαντάζονται ότι θα μπορούσε εύκολα και χωρίς επιπτώσεις να ξοδευθεί σε μια νύχτα. Χωρίς να καταλαβαίνουν ότι αν, παρ’ ελπίδα, συνέβαινε κάτι τέτοιο η Ελλάδα θα αποκλειόταν σε χρόνο μηδέν από την αγορά ομολόγων και θα επέστρεφε σε ρόλο επαίτη για δάνεια από την Ευρώπη.

Στο επίπεδο της συμμετοχής στη μεγάλη διαπραγμάτευση για τη χρηματοδότηση της ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας μετά την κρίση που προκάλεσε η πανδημία, η κυβέρνηση κινήθηκε εξίσου συνετά και με σαφή αντίληψη των ευρωπαϊκών κανόνων και πολιτικών συσχετισμών. Έριξε το βάρος της στην υποστήριξη του ευρωομολόγου, αλλά όταν αυτό απορρίφθηκε με το άτυπο βέτο των χωρών του Βορρά δεν άσκησε βέτο για να μετατρέψει σε… ψηφιακό Κούγκι τις τηλεδιασκέψεις των ηγετών και των υπουργών Οικονομικών, όπως ίσως θα ονειρεύονταν ο Γ. Βαρουφάκης και ο Π. Καμμένος. Συνέχισε να διαπραγματεύεται, από κοινού με την Γαλλία, την Ιταλία και αρκετές ακόμη χώρες, για δάνεια χωρίς μνημόνια από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, αλλά και για παροχή επιδοτήσεων -και όχι δανείων που θα διογκώσουν το δημόσιο χρέος- από το υπό ίδρυση Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης. Γιατί αξία σε τέτοιες διαπραγματεύσεις δεν έχει να λειτουργείς διαλυτικά και καταστροφικά, επιδιώκοντας το αδύνατο, αλλά να γίνεσαι μέρος της καλύτερης δυνατής, με βάση τη σημερινή κατάσταση και τους πραγματικούς συσχετισμούς, ευρωπαϊκής λύσης.

Η πορεία που έχουν χαράξει ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Χρήστος Σταϊκούρας, προστατεύοντας την Ελλάδα από δημοσιονομική εκτροπή, παρότι δαπανώνται τεράστια ποσά για τη στήριξη της οικονομίας, και διατηρώντας την αξιοπιστία της χώρας απέναντι στην ΕΚΤ, τις αγορές και τους Ευρωπαίους εταίρους και δανειστές, θα οδηγήσει σύντομα στον επόμενο προορισμό αυτής της διαδρομής, που ίσως δεν είναι ορατός σήμερα. Μεσοπρόθεσμα, το ζήτημα του ελληνικού χρέους θα επανέλθει, αναπόφευκτα, στα τραπέζια των ευρωπαϊκών συζητήσεων, καθώς τουλάχιστον για τη διετία 2020 – 2021 η χώρα θα υποχρεωθεί να σωρεύσει μεγάλα πρωτογενή ελλείμματα, αντί των αρχικά προβλεπόμενων πλεονασμάτων, ενώ το χρέος θα πλησιάσει, αν δεν υπερβεί το 200% του ΑΕΠ, αλλάζοντας τελείως τις βασικές προβλέψεις του 2018, σύμφωνα με τις οποίες η ρύθμιση που έγινε τότε θα διατηρούσε βιώσιμο το χρέος τουλάχιστον ως τις αρχές της δεκαετίας του 2030.

Τότε θα γίνει καλύτερα αντιληπτή από όλους η αξία της συνετής οικονομικής πολιτικής αυτής της κυβέρνησης. Δεν θα έχει επέλθει ένας καταστροφικός δημοσιονομικός εκτροχιασμός, σε συνδυασμό με αποκλεισμό της χώρας από την αγορά και η κυβέρνηση θα διαπραγματευθεί για το χρέος όχι με την πλάτη στον τοίχο και απειλώντας ότι θα αυτοκτονήσει για να καταστρέψει την ευρωζώνη, αλλά από τη θέση μιας κυβέρνησης που αναγνωρίζεται από όλους ως υπεύθυνη και αποτελεσματική. Και θα διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για να γίνει μία νέα αναδιάρθρωση του χρέους προς τους Ευρωπαίους πιστωτές, χωρίς να ζητηθούν εξευτελιστικοί όροι και -το σημαντικότερο- χωρίς να φορτωθεί η χώρα άλλο ένα οικονομικό πρόγραμμα τιμωρητικής λιτότητας.

Αυτή είναι και η κρυμμένη υπεραξία στην οικονομική πολιτική αυτής της κυβέρνησης: η στήριξη της οικονομίας στον παρόντα χρόνο γίνεται χωρίς να θυσιάζεται το μέλλον. Ο άλλος δρόμος της αλόγιστης κατασπατάλησης πόρων και αποθεμάτων και των δήθεν ηρωικών διαπραγματεύσεων με τους Ευρωπαίους, τον οποίο φαίνεται να υποδεικνύει άλλη μια φορά ο ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να διδάσκεται το παραμικρό από το παρελθόν του, θα έφερνε τη χώρα ίσως σε χειρότερη θέση και από αυτήν όπου βρέθηκε το 2010.

*Οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών