Η εποχή της άφθονης και φθηνής ρευστότητας έφτασε στο τέλος της

Η εποχή της άφθονης και φθηνής ρευστότητας έφτασε στο τέλος της

Και οι κεντρικές τράπεζες πήραν τα όπλα τους στη μάχη κατά του πληθωρισμού. Η Fed έδωσε χθες το τόνο αυξάνοντας τα επιτόκια κατά 50 μονάδες βάσης. Παράλληλα με τις καταλυτικές αυξήσεις των επιτοκίων οι κεντρικοί τραπεζίτες, αποφασίζουν να προβούν σε «νομισματική σύσφιξη» μετά από πολλά χρόνια νομισματικής χαλάρωσης, που είχε εθίσει τις αγορές σε άφθονο και φθηνό χρήμα. Η υπερβολική και λιμνάζουσα ρευστότητα, με τη σειρά της διοχετευόταν στις χρηματιστηριακές αγορές, αναζητώντας αποδόσεις. Το χαμηλό κόστος χρήματος μαζί με την ευκολία άντλησης του, είχε οδηγήσει στο μηδενισμό της αποτίμησης της έννοιας του ρίσκου, στη σκέψη των επενδυτών. Σήμερα όμως όλα αλλάζουν, προκαλώντας ένα χρηματιστηριακό σοκ.

Ήδη από τον περασμένο Ιανουάριο η Goldman Sachs, σε έκθεση της είχε αναφέρει ότι η Fed, είχε παραδεχθεί πως ο πληθωρισμός δεν ήταν ούτε προσωρινός, ούτε παροδικός, οπότε η ακολουθία συνεχόμενων αυξήσεων των επιτοκίων ήταν πλέον πιο ορατή παρά ποτέ. Η Goldman Sachs ανέμενε τότε 4 αυξήσεις των επιτοκίων μέσα στο 2022, αλλά και την έναρξη της μείωσης του ισολογισμού της, από τον Ιούλιο. Τον Απρίλιο ακολούθησε η έκθεση της Deutsche Bank, στην οποία αναφερόταν ρητά ότι η νομισματική σύσφιξη από την πλευρά των κεντρικών τραπεζών, θα κτυπούσε την ανάπτυξη, προσγειώνοντας απότομα τις οικονομίες σε όλα τα πλάτη και μήκη του πλανήτη.

Μάλιστα η Deutsche Bank, ανέφερε τα ακόλουθα συμπεράσματα.

Το πρώτο ήταν ότι μετά τη Ρωσική εισβολή τα εμπλεκόμενα μέρη έχουν περιέλθει σε αδιέξοδο, οι στόχοι τους δεν είναι ξεκάθαροι και το πιθανότερο είναι ο πόλεμος να μην σταματήσει σύντομα.

Το δεύτερο ήταν ότι οι ανατροπές στις αγορές της ενέργειας, των βασικών υλικών, των βιομηχανικών πρώτων υλών, καθώς και των τροφίμων, έχουν ανατρέψει με τη σειρά τους πλήρως τις ισορροπίες ανάμεσα στην παραγωγή και στην κατανάλωση.

Το τρίτο ήταν ότι το νέο κύμα της πανδημίας και τα μέτρα απομόνωσης που επιβλήθηκαν σε πόλεις - κλειδιά της Κίνας, που διαδραματίζουν κομβικό ρόλο στη λειτουργία της εφοδιαστικής αλυσίδας, διαταράσσει πλήρως τις μεταφορές, τη διακίνηση πρώτων υλών και τελικών προϊόντων και γενικότερα τα εμπόριο.

Αυτή η τριπλή δυσαρμονία έχει φέρει τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση πάνω από το 8%. Δηλαδή σε πολύ πιο υψηλά επίπεδα από τις προβλέψεις και εκτιμήσεις του Σεπτεμβρίου, αλλά και του Δεκεμβρίου του 2021.

Στο άρθρο με τίτλο «Δεν λύνεται με συμβατικά όπλα η νέα οικονομική κρίση», είχε αναφερθεί ότι οι κεντρικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις καλούνται να λύσουν προβλήματα που δεν τα γέννησε η οικονομία. Εξωγενή προβλήματα, που προέκυψαν μέσα από την πανδημία και τον πόλεμο. Προβλήματα, που πιθανότατα δεν επιλύονται μέσα από δημοσιονομικά μέτρα, από μέτρα ενίσχυσης, από επιδοματικές πολιτικές, από αυξήσεις στα επίπεδα των επιτοκίων και από μέτρα νομισματικής σύσφιξης.

Ωστόσο αυτά τα όπλα διαθέτουν οι κεντρικοί τραπεζίτες και οι κυβερνήσεις και με αυτά θα πορευτούν. Έτσι όλοι αναμένουν μια υστέρηση της ανάπτυξης μέχρι τις αρχές του 2024, για τις οικονομίες των ΗΠΑ, της ΕΕ, αλλά και της Κίνας, όχι μόνο λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά και λόγω των επιπτώσεων από τα υγειονομικά μέτρα για την αντιμετώπιση της εξάπλωσης της νέας παραλλαγής Omicron BA.2 του Civid-19, όπως ανέφερε και στο χθεσινό του άρθρο ο Κωνσταντίνος Μαριόλης Λέει ψέματα η Κίνα για την ανάπτυξη; Τι θα σημάνει μια ανώμαλη προσγείωση.

Στο χθεσινό του άρθρο, Αύξηση επιτοκίων: Δύο ημέρες που μπορεί να αλλάξουν τον κόσμο που ξέρουμε, ο Σπύρος Αλεξόπουλος, μας ανέλυσε το τι πρέπει να περιμένουμε από τις αυξήσεις των επιτοκίων, στα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και τις χρηματιστηριακές αγορές.

Ωστόσο φαίνεται ότι και η νομισματική σύσφιξη θα επηρεάσει με τον δικό της τρόπο τις καταστάσεις. Σε συνέντευξη του στο CNBC, ο διευθυντής νομισματικών και κεφαλαιαγορών του ΔΝΤ ανέφερε ότι ο στόχος της νομισματικής σύσφιξης είναι η αυστηροποίηση των χρηματοοικονομικών συνθηκών για την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και ότι δεν θα εκπλαγεί αν βλέπαμε μια ορισμένη αναπροσαρμογή των αποτιμήσεων περιουσιακών στοιχείων στο μέλλον και αυτό θα μπορούσε να συμβεί στις αγορές μετοχών, αλλά και στις αγορές κρατικών και εταιρικών ομολόγων. Δεν δίστασε να εκφράσει τον φόβο, ότι στις χρηματιστηριακές αγορές μπορεί να γίνουμε μάρτυρες ενός επώδυνου sell off.

H ποσοτική σύσφιγξη, είναι πιθανό να οδηγήσει τα κόστη δανεισμού κρατών και επιχειρήσεων σε υπερβολικά επίπεδα και να απορροφήσει τη διαθέσιμη λιμνάζουσα ρευστότητα της αγοράς. Για να αντιληφθούμε καλύτερα την τάξη των μεγεθών στα οποία αναφερόμαστε, θα πρέπει να θυμηθούμε ότι από το ξέσπασμα της πανδημίας, το συνολικό ποσό της νομισματικής στήριξης από τις χώρες - μέλη του G7, δηλαδή τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιαπωνία, τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία και τον Καναδά, ξεπέρασε τα $8 τρισ., με τα $2,8 δισ. να αφορούν μόνο το 2021. Ήδη οι κεντρικές τράπεζες του G7, έχουν λάβει την απόφαση να «αποσύρουν» από την αγορά μέχρι το τέλος του 2022, συνολικά πάνω από $400 δισ.

Ωστόσο ταυτόχρονα, οι κυβερνήσεις ετοιμάζουν πακέτα και προγράμματα στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, απέναντι στο ενεργειακό σοκ. Στο ερώτημα των αναλυτών αν υπάρχει κίνδυνος στασιμοπληθωρισμού, δηλαδή συνδυασμός μηδενικής ή έστω χαμηλής ανάπτυξης και υψηλού πληθωρισμού, οι κεντρικοί τραπεζίτες απαντούν με την εκτίμηση, ότι ο πληθωρισμός θα αποκλιμακωθεί σύντομα, καθώς οι αφορμές και οι αιτίες που τον έχουν προκαλέσει, θα ατονήσουν στο επόμενο χρονικό διάστημα, αφού έχουν ήδη ενσωματώσει τα πιο ακραία και δυσχερή σενάρια.

Μέχρι όμως να υποχωρήσουν τα φαινόμενα του πληθωρισμού, οι αγορές θα πορευτούν στην έρημο της μειωμένης ρευστότητας και κάτω από τον καυτό ήλιο των υψηλών επιτοκίων.