Η αντιπολίτευση επί… πτωμάτων και η διακυβέρνηση αποτελεσμάτων

Η αντιπολίτευση επί… πτωμάτων και η διακυβέρνηση αποτελεσμάτων

Το μοντέλο της αντιπολίτευσης… επί πτωμάτων, που άσκησε ο ΣΥΡΙΖΑ από τότε που ξέσπασε η πανδημία του Covid-19 απαξιώθηκε στη συνείδηση των πολιτών και οδήγησε το κόμμα σε αδιέξοδο, ενώ οι πολίτες βλέπουν την κυβέρνηση να αντιπαρέρχεται την καταστροφολογία και τον λαϊκισμό της αντιπολίτευσης και να παράγει σημαντικό έργο, οδηγώντας εκ του ασφαλούς τη χώρα στην πρόοδο.

Το επεισόδιο με τη διαγραφή του Π. Κουρουμπλή από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ από τον Αλέξη Τσίπρα έδειξε ότι εξάντλησε τα όριά της μια μακάβρια αντιπολιτευτική τακτική και ρητορική, που αποσκοπούσε να μετατρέψει σε ψήφους την αγωνία του λαού για την εξέλιξη μια πρωτοφανούς πανδημίας. Για πολύ καιρό, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ πίστεψε ότι με μια μονότονη επανάληψη καταστροφολογικών αναφορών στο σύστημα υγείας και στη δήθεν απόφαση της κυβέρνησης να μην ενισχύει το ΕΣΥ στη διάρκεια της πανδημίας θα μπορούσε να δημιουργήσει απογοήτευση στους πολίτες και να την κεφαλαιοποιήσει πολιτικά.

Αυτή η τακτική έφθασε στα όρια της όταν είδε το φως της δημοσιότητας η επιστημονική μελέτη Τσιόδρα – Λύτρα για τις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, που αντί να αξιοποιηθεί και από την αντιπολίτευση ως μια βάση περαιτέρω έρευνας για το σύστημα υγείας με σκοπό την αντιμετώπιση αδυναμιών, έγινε μια προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί πολιτικά ως μια δήθεν απόδειξη της δικαίωσης της καταστροφολογίας του ΣΥΡΙΖΑ.

Τα όσα απαράδεκτα εκτόξευσε στη Βουλή ο Π. Κουρουμπλής περί «δολοφόνων» δεν ήταν παρά μόνο μια ακραία προέκταση αυτής της ρητορικής, που εκπορεύθηκε από την ίδια την ηγεσία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Προχωρώντας στη διαγραφή Κουρουμπλή, ο Αλέξης Τσίπρας θα έπρεπε να αντιληφθεί ότι δεν αποδοκίμασε πολιτικά ένα βουλευτή και πρώην υπουργό του, αλλά τη δική του αντιπολιτευτική τακτική και ρητορική, λογική προέκταση της οποίας ήταν τα όσα είπε ο Π. Κουρουμπλής.

Με αφορμή και το επεισόδιο αυτό, οι πολίτες αντιλαμβάνονται πού σταματά η εύλογη άσκηση κριτικής στα προβλήματα του συστήματος υγείας, το οποίο δοκιμάζεται με πρωτοφανή τρόπο από μια πανδημία και πού αρχίζει μια λαϊκιστική εκστρατεία εκμετάλλευσης του ανθρώπινου πόνου και των θυμάτων της πανδημίας.

Η πραγματικότητα που μπορεί να διαπιστώσει κάθε πολίτης πολύ εύκολα είναι ότι η κυβέρνηση δεν άφησε το ΕΣΥ στην τύχη του στη διάρκεια της πανδημίας, όπως ισχυρίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά προχώρησε σε σημαντικές πρωτοβουλίες επέκτασης των ΜΕΘ στα όρια που επιτρέπουν όχι μόνο οι οικονομικές δυνατότητες του κράτους, αλλά πρωτίστως ο αριθμός των προσφερόμενων γιατρών και νοσηλευτών με εξειδίκευση στην εντατική θεραπεία.

Μπορεί αυτή η προσπάθεια να αφήνει κενά, να κρύβει αστοχίες και να μην έχει φέρει όλα τα επιθυμητά αποτελέσματα, σίγουρο είναι όμως ότι ουδείς νομιμοποιείται να δηλώνει ότι το ΕΣΥ αφέθηκε στην τύχη του, πολύ περισσότερο να ισχυρίζεται ότι αυτό έγινε επειδή, δήθεν, η κυβέρνηση θέλει να ευνοήσει ιδιωτικά συμφέροντα στον χώρο της υγείας.

Η κατάληξη για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι θλιβερή για ένα κόμμα που θέλει να διεκδικήσει εκ νέου την εξουσία. Πρώτα διαψεύσθηκε παταγωδώς από την ίδια την πραγματικότητα η καταστροφολογία του για την οικονομία και η ισοπεδωτική κριτική του στα κυβερνητικά μέτρα στήριξης που αποδείχθηκαν επιτυχημένα, τώρα η ίδια η ακρότητα της κριτικής του για την πολιτική στο χώρο της υγείας οδήγησε στην ακύρωσή της και στην αμηχανία της ηγεσίας, που αναγκάσθηκε να διαγράψει έναν επιφανή βουλευτή.

Πίσω από αυτές τις αντιπολιτευτικές αποτυχίες βρίσκεται ένα θεμελιώδες πρόβλημα που παραμένει άλυτο στον ΣΥΡΙΖΑ: η έλλειψη μιας σοβαρής, εναλλακτικής πολιτικής και ιδεολογικής πλατφόρμας, που θα μπορούσε να αντιπαρατεθεί επιτυχώς στον πολιτικό λόγο της ΝΔ και στο έργο της κυβέρνησης.

Οι πολίτες βλέπουν καθημερινά ότι η κυβέρνηση διαχειρίζεται με αρκετή επιτυχία την πανδημία, έχοντας καταφέρει να αποφύγει ως τώρα τα δρακόντεια περιοριστικά μέτρα που ήδη επιβάλλονται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ότι η οικονομική θέση των πολιτών συνεχώς βελτιώνεται από την ασκούμενη οικονομική πολιτική, που αναγνωρίζεται από ξένους οργανισμούς και διεθνείς επενδυτές ως επιτυχημένη.

Και διαπιστώνουν ότι η διεθνής θέση της χώρας, σε διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο, διαρκώς αναβαθμίζεται με μια πολιτική δημιουργίας συμμαχιών εντός και εκτός Ε.Ε. και με προμήθειες αμυντικού εξοπλισμού που δίνουν στη χώρα υπεροπλία στην Αν. Μεσόγειο και φέρνουν σε δυσμενή θέση την Άγκυρα.

Έχουν ιδιαίτερη σημασία, στο πεδίο της οικονομίας, δύο επιτεύγματα που καταγράφονται στην ειδησεογραφία των τελευταίων ημερών: η παράταση της στήριξης των ελληνικών ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η έγκριση ενός προϋπολογισμού που έχει τα πιο ισχυρά αναπτυξιακά χαρακτηριστικά εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες:

Η ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι ακόμη και μετά τη λήξη του έκτακτου προγράμματος αγοράς ομολόγων για την πανδημία (PEPP), η Ελλάδα, που δεν μπορεί να ενταχθεί στο τακτικό πρόγραμμα λόγω χαμηλής πιστοληπτικής αξιολόγησης, θα συνεχίσει να έχει αυξημένη στήριξη, μέσα από ευέλικτη επανεπένδυση των εσόδων από τα ομόλογα του PEPP. Με άλλα λόγια, η ΕΚΤ θα έχει ένα «οπλοστάσιο» στη διάθεσή της για να παρεμβαίνει στην αγορά ομολόγων, σε οποιαδήποτε περίπτωση κρίνεται ότι δέχονται επίθεση από την αγορά όχι εξαιτίας αδυναμιών της κυβερνητικής πολιτικής, αλλά επειδή θα εκδηλώνεται κάποια διαταραχή στις αγορές λόγω της πανδημίας.

Αυτή η εγγύηση, που η Κριστίν Λαγκάρντ περιέγραψε ως ένα «ισχυρό σήμα στις αγορές», θα επιτρέψει στη χώρα να πορευθεί και το 2022 χωρίς την παραμικρή ανησυχία για τον δανεισμό της από την αγορά. Αυτό δεν ήταν αυτονόητο: χρειάσθηκε να εδραιωθεί η εμπιστοσύνη της ΕΚΤ στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, ως απαραίτητη προϋπόθεση για να εγκριθεί μια στήριξη που, σε άλλες συνθήκες, οι πιο σκληρές κεντρικές τράπεζες θα αρνούνταν, πιθανότατα, να προσφέρουν.

Ας αναρωτηθούμε: με μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος μέχρι πρόσφατα έλεγε ότι πρέπει να δαπανηθούν όλα τα κεφάλαια από το «μαξιλάρι ρευστότητας» των 40 δισ. σε μέτρα στήριξης, θα εκδηλωνόταν αυτή η ισχυρή εμπιστοσύνη της ΕΚΤ στην Ελλάδα;

Ο προϋπολογισμός του 2022 έχει χαρακτηριστικά που τον καθιστούν μοναδικό εδώ και πολλά χρόνια. Δεν είναι το κυρίαρχο στοιχείο του η αναγκαία προσαρμογή μετά τις μεγάλες δαπάνες για μέτρα στήριξης, ώστε να υπάρξει μια σημαντική μείωση του ελλείμματος, που θα επαναφέρει τη χώρα σε δημοσιονομική ισορροπία, ώστε να αποφύγουμε στο μέλλον νέες περιπέτειες.

Η σημαντικότερη διάστασή του είναι η αναπτυξιακή, καθώς ενσωματώνει, χάρη στους επιτυχείς χειρισμούς της κυβέρνησης, το μεγαλύτερο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων εδώ και τουλάχιστον 18 χρόνια, όπως επισήμανε σε ανάλυσή της η Εθνική Τράπεζα. Αντιγράφουμε από αυτή την ανάλυση: «Για το 2022 προγραμματίζεται σημαντική αύξηση των δημοσίων επενδύσεων (+23,0% ετησίως στα €11,0 δισ.) μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων («ΠΔΕ») και του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Επιπροσθέτως, η αύξηση της δημόσιας επενδυτικής δραστηριότητας το 2022 εμφανίζεται ακόμη πιο εντυπωσιακή, εάν εξαιρεθούν από τις δαπάνες του ΠΔΕ το 2021 οι δαπάνες που αφορούν τα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας (κυρίως προγράμματα επιδοτήσεων για στήριξη της απασχόλησης και το μέρος των επιστρεπτέων προκαταβολών που καταβλήθηκε μέσω ΠΔΕ).

Μετά από αυτή την προσαρμογή η αύξηση των δαπανών του ΠΔΕ μαζί με το Ταμείο Ανάκαμψης το 2022 ανέρχεται στο 94,0% (κατά €5,3 δισ.), με το επίπεδό τους να προσεγγίζει το 6,0% του εκτιμώμενου ΑΕΠ. Αυτός ο φιλόδοξος στόχος αντιστοιχεί στο υψηλότερο ποσοστό δημοσίων επενδύσεων στο ΑΕΠ των τελευταίων, τουλάχιστον, 18 ετών, με βάση τα δημοσιονομικά στοιχεία, και στο υψηλότερο απόλυτο επίπεδο δημοσίων επενδύσεων για όσο υπάρχουν εναρμονισμένα στοιχεία από εθνικούς λογαριασμούς.

Η ενίσχυση αυτή αναμένεται να ασκήσει ιδιαίτερα θετική επίδραση στην οικονομική μεγέθυνση και την ανταγωνιστικότητα, δεδομένου ότι το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα που συνεπάγεται η αύξηση των δημοσίων επενδύσεων στο ΑΕΠ είναι σημαντικά μεγαλύτερο σε σχέση με τις υπόλοιπες κατηγορίες δημόσιας δαπάνης και ειδικά σε σύγκριση με τις μεταβιβάσεις, όπου η ροπή για αποταμίευση είναι σχετικά υψηλή.

Ως εκ τούτου, ο προϋπολογισμός εκτιμά ότι το 2022 ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου στο σύνολο της οικονομίας πρόκειται να αυξηθεί κατά 21,9% ετησίως (+€4,8 δισ.) ανερχόμενος στο 14,3% του εκτιμώμενου ΑΕΠ, που αντιστοιχεί στο υψηλότερο ποσοστό από το 2010».

Εν ολίγοις, η κυβέρνηση έχει επιτύχει δύο από τους σημαντικότερους στόχους της οικονομικής πολιτικής: εδραίωσε τη διεθνή εμπιστοσύνη στην πολιτική της και αυτό επιβεβαιώνεται εμπράκτως από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ενώ παράλληλα προσφέρει στην ελληνική οικονομία το γιγαντιαίο επενδυτικό πρόγραμμα που έχει ανάγκη όχι μόνο για να ξεπεράσει τις επιδράσεις της πανδημίας, αλλά και για να κλείσουν οι πληγές της δεκαετούς οικονομικής κρίσης που προηγήθηκε. Όση καταστροφολογία και αν επιστρατεύσει η αντιπολίτευση, αυτά τα επιτεύγματα δεν μπορούν να αμφισβητηθούν.

*Ο Γρηγόρης Σαμπάνης είναι Οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών.