Η αγωνία Τσίπρα για τη χαμένη μεσαία τάξη

Η αγωνία Τσίπρα για τη χαμένη μεσαία τάξη

Αγωνία να προσελκύσει ψηφοφόρους από τη μεσαία τάξη που τον τιμώρησε στις εκλογές του 2019, αλλά και να εμφανιστεί ότι διδάχθηκε από τα λάθη του παρελθόντος, αναδεικνύουν για μια ακόμη φορά όσα είπε ο Αλ. Τσίπρας, υιοθετώντας απολογητικό ύφος για την υπερφορολόγηση της περιόδου 2015-2019.

«Αναγκαστήκαμε να επιβαρύνουμε τη μεσαία τάξη κατά τη διάρκεια της θητείας μας. Δεν ήταν επιλογή μας. Ήταν ανάγκη εθνική για να βγει επιτέλους η χώρα από τα μνημόνια», ήταν η απάντηση του, η οποία θύμισε τη πολιτική των υπερπλεονασμάτων, που επιτάχυνε την καθίζηση της οικονομίας, ισοπεδώνοντας τα εισοδήματα, οδηγώντας σε διαρκή συρρίκνωση τις δημόσιες επενδύσεις ακριβώς για να εξασφαλιστούν τα υπερπλεονάσματα, με αποκορύφωμα τη περίφημη πολιτική επιδομάτων για να συγκρατηθεί ο κορμός της εκλογικής πελατείας του ΣΥΡΙΖΑ. Αποκορύφωμα αυτής της ωμής εξαγοράς ψηφοφόρων ήταν οι κραυγαλέες προεκλογικές παροχές, που μια θυμωμένη πια από τον μακροχρόνιο εμπαιγμό μεσαία τάξη επέλεξε να τιμωρήσει το ΣΥΡΙΖΑ στις τελευταίες εκλογές.

Και μπορεί ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης να επιχείρησε να παρουσιαστεί ως κάποιος που έμαθε από τα λάθη του παρελθόντος, αλλά και να χαρακτήρισε κοστολογημένες τις προτάσεις του, κάνοντας λόγο για περίπου 4 δισ. ευρώ, ωστόσο απουσίαζε και πάλι μια αναλυτική επεξήγηση. Απέφυγε να πει ποια είναι τα μέτρα που κοστολογεί ως μόνιμα, και που κατά τον ίδιο θα κοστίσουν 1,8 δισ. ευρώ. Αν σε αυτά έχει συμπεριλάβει τις 35.000 μόνιμες προσλήψεις που εξήγγειλε σε Παιδεία και Υγεία, την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης, τον ΕΝΦΙΑ που είπε ότι θα μετατρέψει σε φόρο μεγάλης ακίνητης περιουσίας, τη μείωση των φόρων στα καύσιμα, κ.ό.κ. 

Συνδυάζοντας τα παραπάνω με μια άλλη ερώτηση, που αφορούσε το «πόσο έχει αλλάξει ο Αλ. Τσίπρας μετά την ήττα στις εκλογές», εμφανίστηκε απολογητικός για τα λάθη του παρελθόντος, υπονοώντας ότι δεν πρόκειται να ακολουθήσει αποτυχημένες πολιτικές, όπως για παράδειγμα στην οικονομία. «Και τα κόμματα και οι άνθρωποι αν δεν αλλάζουν γίνονται μνημεία του εαυτού τους», χαρακτηρίζοντας τον ΣΥΡΙΖΑ ένα κόμμα σε κίνηση», είπε, επικαλούμενος απόσπασμα από βιβλίο του Μπρεχτ για να προσθέσει, «δεν θέλω να είμαι μνημείο του εαυτού μου. Από το 2008 έχω μεγάλη εμπειρία, έχω κάνει λάθη, έχω δώσει μάχες και έχω συσσωρευμένη πείρα και γερό στομάχι». 

Η εικόνα όμως που επιχείρησε να εμφανίσει, τόσο του ίδιου, όσο και του ΣΥΡΙΖΑ ως ενός κόμματος, έτοιμου να κυβερνήσει, με προτάσεις σύγχρονες, προσαρμοσμένες στα προβλήματα της κοινωνίας, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις παλιές συνταγές του οικονομικού του προγράμματος, έτσι όπως το παρουσίασε στην ομιλία του, το Σάββατο. Σταχυολογώντας τα σημαντικότερα: 

Έκανε λόγο για ανακατονομή των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Στην ουσία μίλησε για ένα νέο Εθνικό Σχέδιο, δίχως να εξηγήσει ποιες μεταρρυθμίσεις και ποια έργα θέλει να αντικαταστήσει. Κυρίως όμως κάτι τέτοιο θα τίναζε στον αέρα όλη την εθνική προσπάθεια, αφού μέχρι να εγκριθούν από τις Βρυξέλλες οι νέες ελληνικές προτάσεις- ακόμη και αν γίνονταν δεκτές- θα πάγωναν οι συγκεκριμένοι πόροι και θα πήγαινε πίσω ολόκληρο το πρόγραμμα. Άρα, θα κινδύνευε ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα που έχει η χώρα για να ανακάμψει.

Στάθηκε στην ανάγκη μείωσης των φόρων στα καύσιμα, ενώ εξήγγειλε ότι θα δώσει άδειες ΑΠΕΣ στις ενεργειακές κοινότητες. Πρακτική που έρχεται σε Καταρχήν, μέτρα μείωσης φόρων στα καύσιμα εφαρμόζονται μόνο περιστασιακά σε χώρες της ΕΕ, καθώς αντιτίθενται στην πολιτική της ενεργειακής μετάβασης. Ειδικά όμως για τις ΑΠΕ, η θέση του ΣΥΡΙΖΑ είναι το 50% των νέων αδειών ΑΠΕ και εξοικονόμησης ενέργειας να προέρχεται αποκλειστικά από νοικοκυριά και ΜμΕ.

Έτσι, το 50% των αδειών ΑΠΕ θα κατανεμηθεί σε ενεργειακές κοινότητες, σε αυτοκατανάλωση νοικοκυριών και επιχειρήσεων, μικρομεσαίες επιχειρήσεις αλλά και αγρότες. Και σήμερα όμως μια ενεργειακή κοινότητα μπορεί να πάρει άδεια από τη ΡΑΕ, ωστόσο ελάχιστα εξ αυτών γίνονται. Αιτία ότι δεν μπορούν να είναι ανταγωνιστικές σε σχέση με τα μεγέθη των μεγάλων ομίλων, οι οποίοι μπορεί να προσφέρουν χαμηλότερες τιμές.

Σε μια αγορά λοιπόν που λειτουργεί βάση του ανταγωνισμού, η εξαγγελία Τσίπρα κάποιου είδους επιδότηση, προκειμένου ο μικρός ή η ενεργειακή κοινότητα να ανταγωνιστεί με φθηνές τιμές απέναντι στους μεγάλους. Το ερώτημα είναι πόσο θα είναι αυτή η επιδότηση και ποιός θα την πληρώσει. 

Προανήγγειλε κρατικοποίηση μιας συστημικής τράπεζας. Να ανακτήσει δηλαδή το κράτος τον έλεγχο μιας συστημικής τράπεζας και να ασκεί το μάνατζμεντ για να μπορεί να κάνει αναπτυξιακή πολιτική, αναφορά που παραπέμπει ευθέως σε εποχές 2015. Τα καταστροφικά αποτελέσματα της κρατικοποίησης τραπεζών τα έχει πληρώσει βαριά η ελληνική κοινωνία και οικονομία.

Έβγαλε από το συρτάρι τη σεισάχθεια, (μόνιμο τμήμα των οικονομικών προγραμμάτων του ΣΥΡΙΖΑ) , μιλώντας για την ανάγκη διαγραφής μέρους του ιδιωτικού χρέους που δημιουργήθηκε στο διάστημα της πανδημίας, εξαγγελία που υπάρχει σε όλα τα οικονομικά προγράμματα του κόμματος τα τελευταία χρόνια.