H μετάλλαξη του ελληνικού καλοκαιριού

H μετάλλαξη του ελληνικού καλοκαιριού

Άδειες θέσεις στα πλοία της γραμμής. Λιγοστός κόσμος στις πλαζ και στις ταβέρνες (σε όσες άνοιξαν). Μια ηρεμία που θυμίζει ημέρες φθινοπώρου. Δεν είναι αυτό το ελληνικό καλοκαίρι που ξέραμε.  Εξακολουθεί να είναι όμορφο, αλλά αρχίζει να γίνεται  κάπως μελαγχολικό. Μοιραία η σκέψη μας τρέχει στο 2021. Θα κάνουμε ξανά διακοπές με μάσκες και αντισηπτικά ή θα ανακτήσουμε την περυσινή ξενοιασιά; Θα εισρεύσει του χρόνου το πολυπόθητο συνάλλαγμα που τόσο πολύ χρειαζόμαστε για «να τα φέρουμε βόλτα» στις συναλλαγές μας με το εξωτερικό ή μήπως το ελληνικό καλοκαίρι θα μεταλλαχτεί σε κάτι άλλο ; 

Απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά δεν υπάρχουν, έχουμε ωστόσο τα δεδομένα που μας επιτρέπουν κάποιες πρώτες εκτιμήσεις. Η αναζωπύρωση της πανδημίας, για παράδειγμα, δείχνει ότι θα ζήσουμε  δύσκολα, όχι μόνο το φθινόπωρο αλλά και τον χειμώνα. Τα εμβόλια, που θα αποτελέσουν την αφετηρία για πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις, είναι πολύ πιθανό να διατεθούν σε μαζική κλίμακα μετά τους πρώτους μήνες του 2021, εμποδίζοντας τον έγκαιρο προγραμματισμό των διακοπών του επόμενου έτους, οι οποίες «έτσι κι αλλιώς»  θα περιορισθούν λόγω των μεγάλων εισοδηματικών απωλειών του 2020. 

Όλα δείχνουν ότι η κατάσταση, στο υγειονομικό κομμάτι, θα ξεκαθαρίσει αργά την Άνοιξη, τότε δηλαδή που θα είναι διαθέσιμα τα πρώτα δεδομένα για την αποτελεσματικότητα των εμβολίων. Αναπόφευκτα, η επόμενη τουριστική σεζόν θα είναι από μέτρια έως κακή, θα κρατήσει χαμηλά την δραστηριότητα και θα αναβάλλει την ανάπτυξη της ήδη εξαντλημένης, από την δεκαετή κρίση, οικονομίας μας.

 Κανείς βέβαια δεν μπορεί να αποκλείσει ότι οι εξελίξεις θα μπορούσαν να τρέξουν ταχύτερα και επομένως το τουριστικό ρεύμα στη χώρα μας να είναι ζωηρότερο τη χρονιά που έρχεται. Όπως και να ‘χει, πάντως, οι προσδοκίες μας δεν μπορούν να φτάσουν πέρα από το 60%-70% των εσόδων του 2019.

Το χειρότερο είναι ότι το πρόβλημα είναι πολύ πιθανό να επεκταθεί και πέρα από το 2021. Γιατί, είναι αμφίβολο αν θα επανέλθουν οι συνθήκες του 2019 στα επόμενα ένα με δύο χρόνια, προκειμένου να ξαναζήσουμε το Ελληνικό Καλοκαίρι όπως το ξέραμε.

Για παράδειγμα, μια από τις παραμέτρους της μαζικής εισροής τουριστών ήταν τα φθηνά αεροπορικά εισιτήρια, όπως αυτά προέκυπταν από τον σκληρό ανταγωνισμό μεταξύ εκατοντάδων αεροπορικών εταιριών. Οι τελευταίες εκτελούσαν τα δρομολόγια τους με πληρότητες κοντά στο 100% και ενίσχυαν ακόμη περισσότερο τα έσοδά τους με μεταφορές προϊόντων, γιατί η οικονομική συγκυρία ήταν ευνοϊκή. Σήμερα, η εξ αποστάσεως εκπαίδευση, τα τηλε-συνέδρια, οι «συναντήσεις» στελεχών με τη χρήση ειδικού λογισμικού (π.χ. “zoom”), οι εξ αποστάσεως τηλε-συνεργασίες με πελάτες, προμηθευτές κλπ, που αυξήθηκαν δραματικά λόγω της καραντίνας, παγιοποιούνται με ταχύτατους ρυθμούς. Η ζήτηση για αεροπορικά ταξίδια μειώνεται, τα δρομολόγια περιορίζονται, επιχειρήσεις κλείνουν. Πλέον, το τοπίο στις αερομεταφορές δεν είναι το ίδιο και οι αεροπορικές δεν έχουν περιθώρια να μας μεταφέρουν τόσο φθηνά όσο στην προ Covid-19 εποχή.  Αντίστοιχη είναι η κατάσταση στα επιβατηγά πλοία, τα τουριστικά λεωφορεία κλπ.  
 
Άλλος παράγοντας που τροφοδοτούσε τη ζήτηση για το ελληνικό καλοκαίρι ήταν η καλή πορεία των οικονομιών της Ευρώπης και της Αμερικής : Το 50% των τουριστών ήταν Γερμανοί, Γάλλοι, Ιταλοί, Άγγλοι και Αμερικανοί.  Σήμερα, οι οικονομίες των χωρών αυτών δοκιμάζονται σκληρά, σημειώνοντας πρωτοφανή αρνητικά ρεκόρ ύφεσης.

Κοντά σε αυτά, όσο περισσότερο διαρκεί η ύφεση στον τουρισμό, τόσο πιο φτωχή γίνεται η υποδομή, αυτή που κάνει την Ελλάδα ιδιαίτερα επιθυμητό προορισμό. Γιατί, όσο τα έσοδα λιγοστεύουν, τόσο λιγοστεύουν και  οι ξενοδοχειακές μονάδες, οι  επιχειρήσεις εστίασης και διασκέδασης, οι πολιτιστικές εκδηλώσεις και γενικότερα το όλο σκηνικό γίνεται λιγότερο γιορταστικό και γι’ αυτό λιγότερο ελκυστικό. Ταυτόχρονα λιγοστεύουν οι πολιτιστικές εκδηλώσεις και γενικότερα το όλο σκηνικό γίνεται λιγότερο εορταστικό, επομένως λιγότερο ελκυστικό. Οι αλλαγές αυτής της μορφής τρέχουν πολύ γρήγορα. Για παράδειγμα, η άνοδος του τουρισμού στην Αθήνα έκανε το εμπορικό της κέντρο να ανθίσει και να γεμίσει με όμορφα στέκια για μικρούς και μεγάλους, μέσα σε 3-4 χρόνια. Είναι βέβαιο ότι αν η τουριστική κίνηση αρχίζει να ξεθωριάζει, τότε η περιοχή αυτή θα ξαναγυρίσει σιγά-σιγά στην προηγούμενη μελαγχολία της.

Δεν θέλουμε να γυρίσουμε πίσω, δεν θέλουμε να δούμε το Ελληνικό Καλοκαίρι να ξεθωριάζει, δεν πρέπει να αφήσουμε χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις να χαθούν και εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας να εξαφανιστούν.  Όμως, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε για να περιορίσουμε τις απώλειες, είναι να προσανατολιστούμε με βάση τη νέα πραγματικότητα. Να αυξήσουμε τις κατά κεφαλή εισροές, προσφέροντας καλύτερης ποιότητας και ευρύτερης γκάμας υπηρεσίες.

Κυρίως, όμως, να σταματήσουμε να στηριζόμαστε τόσο πολύ (σχεδόν απελπισμένα) στον τουρισμό. Να μετατοπίσουμε το κέντρο βάρους σε άλλους τομείς οικονομικής δραστηριότητας, με έμφαση στην παραγωγή εξαγώγιμων προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας. Έχουμε τις προϋποθέσεις να το κάνουμε.

Γιατί, όσο δυσμενής είναι η συγκυρία για τον τουρισμό, άλλο τόσο ευνοϊκή είναι για την αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας. Τα 70 δισ του Ταμείου Ανάκαμψης, του ΕΣΠΑ και των λοιπών ευρωπαϊκών ταμείων, τα οποία θα εισρεύσουν στα επόμενα 6-7 χρόνια, μπορούν να μας δώσουν μια τεράστια ώθηση προς την κατεύθυνση αυτή. Το πρώτο βήμα, με τη διαμόρφωση ενός «μπούσουλα» από την Επιτροπή Πισσαρίδη, έγινε. Απομένει όμως πολύς δρόμος ακόμη. Τα οργανωμένα συμφέροντα, οι κρατικοδίαιτες επιχειρήσεις, οι ομάδες πίεσης, το πολιτικό κόστος, ο λαϊκισμός, είναι οι «Κύκλωπες» και οι «Λαιστρυγόνες» που παραμονεύουν, είναι τα εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν,  μέχρι να φτάσουμε σε αίσιο αποτέλεσμα.

* Ο Μιχάλης Γκλεζάκος είναι καθηγητής χρηματοοικονομικής στο Π.Πειραιώς