H μεταβλητότητα των αγορών εξαϋλώνει τα χαρτοφυλάκια

H μεταβλητότητα των αγορών εξαϋλώνει τα χαρτοφυλάκια

Τα περισσότερα τηλεφωνήματα στα χρηματιστηριακά γραφεία, αφορούν ερωτήσεις σχετικά με τις πρόσκαιρες κινήσεις των αγορών. Γιατί πέφτει το Χρηματιστήριο σήμερα, αφού χθες είχε ανεβεί; Γιατί παρατηρούμε τόσο μεγάλη μεταβλητότητα στις τιμές των εμπορευμάτων, αφού η προσφορά παραμένει σταθερή; Γιατί δεν αντιδρούν θετικά οι χρηματιστηριακές αγορές στις εξαγγελίες των ευρωπαίων αξιωματούχων για την ενεργειακή επάρκεια της ΕΕ για το 2022;

Και φυσικά δεν μπορούν να υπάρχουν σοβαρές απαντήσεις σε τέτοιου είδους ερωτήσεις, από τους επαγγελματίες που σέβονται τον εαυτό τους. Διότι οι αγορές δεν λειτουργούν σήμερα, υπό κανονικές συνθήκες, δηλαδή υπό ΚΣ, όπως μαθαίναμε στο μάθημα της Φυσικής στο σχολείο.

Δείχνει άραγε περιβάλλον κανονικών συνθηκών, η εκτόξευση του αμερικανικού πληθωρισμού το +7,9%, τον Φεβρουάριο του 2022; Ειδικά αν ληφθεί υπ’ όψιν, ότι ο πληθωρισμός κατά τη διάρκεια του Φεβρουαρίου, ελάχιστα είχε επιβαρυνθεί από τις οικονομικές επιπτώσεις της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Στο ακόλουθο γράφημα, βλέπουμε την πορεία του Αμερικανικού πληθωρισμού από τον Δεκέμβριο του 1979 μέχρι σήμερα.

Δείχνει άραγε περιβάλλον κανονικών συνθηκών, η καταγραφή υψηλότερων τιμών στο χρυσό εδώ και 40 χρόνια;

Δείχνει άραγε περιβάλλον κανονικών συνθηκών, η καταγραφή ενδοσυνεδριακών τιμών στο πετρελαίου, με ένα spike στα $140, που πλησιάζει το ρεκόρ των $147 του Ιουλίου του 2008;

Δείχνει άραγε περιβάλλον κανονικών συνθηκών, η καταγραφή υψηλότερων τιμών στο φυσικό αέριο από το 2010 μέχρι σήμερα;

Δείχνει άραγε περιβάλλον κανονικών συνθηκών, η καταγραφή υψηλότερων τιμών στο σιτάρι εδώ και 30 χρόνια;

Έχουν να κάνουν άραγε αυτές οι τιμές που βλέπουμε στις οθόνες μας, μόνο με την προσφορά και τη ζήτηση των συγκεκριμένων εμπορευμάτων; Φυσικά και όχι. Οι τιμές αυτές ενσωματώνουν και το κλίμα της ψυχικής καταπόνησης και της αβεβαιότητας για την επόμενη ημέρα.

Διότι ναι μεν, οι εξαγγελίες για την ενεργειακή απαγκίστρωση από το ρωσικό φυσικό αέριο και γενικά από τα ορυκτά καύσιμα, είναι ένα καλό νέο για την Ευρώπη, ωστόσο στο μεσοδιάστημα τι θα γίνει; Θα ξαναβρεθεί το φυσικό αέριο από τα 125,9 ευρώ, στα 18,5 ευρώ, εκεί που ήταν δηλαδή πριν από ένα έτος; Ή μήπως θα υποχωρήσει το Brent κοντά στα $67 το βαρέλι, τιμή στην οποία βρισκόταν πέρσι τέτοια εποχή;

Και αν έρθουμε στα πιο δικά μας, θα επιστρέψει η τιμή της MWh, από το 349 ευρώ που ήταν χθες, στα 69 ευρώ, που ήταν πριν από ένα χρόνο, όσο και να βελτιωθεί το ενεργειακό μείγμα υπέρ των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και εις βάρος της συμμετοχής τόσο του φυσικού αερίου, όσο και του λιγνίτη;

Όπως είχε αναφερθεί και στο χθεσινό άρθρο, «το να βγαίνεις αγοραστής σε μια αγορά που πέφτει για να εκμεταλλευτείς τις μικροαντιδράσεις, είναι σαν να ποντάρεις πτωτικά σε μια αγορά που έχει έντονα ανοδική διάθεση. Και αυτό είναι κάτι που το γνώρισαν με οδυνηρό τρόπο, όσοι όλα αυτά τα χρόνια πόνταραν πρόωρα στο τέλος του πάρτι των χρηματιστηριακών αγορών της Νέας Υόρκης».

Επομένως, θα πρέπει να εισχωρήσουμε ενδελεχώς στις λογιστικές καταστάσεις των εισηγμένων εταιρειών και να ανιχνεύσουμε τους δείκτες ευαισθησίας απέναντι στα τρέχοντα γεωπολιτικά γεγονότα και στις ανατροπές που θα προκύψουν από αυτά.

Για παράδειγμα, όπως ανέφερε στη χθεσινή του ανάλυση ο Μιχάλης Μιχαηλίδης, υπάρχουν εταιρείες που σήμερα θεωρείται ότι ευνοούνται από τις συνθήκες.

Όπως η Motor Oil και τα Ελληνικά Πετρέλαια που ευνοούνται από την αύξηση της τιμής του πετρελαίου και τα αυξημένα περιθώρια κέρδους από τη διύλιση. Όπως ο Mytilineos, που ευνοείται από τις υψηλότατες διεθνείς τιμές του αλουμινίου. Όπως βλέπουμε στα ακόλουθα διαγράμματα, το αλουμίνιο καταγράφει, ολοένα και νέα υψηλά όχι μόνο 12μηνου αλλά και 5ετίας.

Από την άλλη πλευρά, οι τράπεζες ίσως να αποτελούν το αντιπαράδειγμα. Διότι έχοντας μειώσει αισθητά τα «κόκκινα δάνεια» από τους ισολογισμούς τους και έχοντας αφήσει πίσω τους την πανδημία, δίχως σημαντικές απώλειες, έρχονται τώρα αντιμέτωπες με έμμεσο τρόπο με το ενεργειακό και πληθωριστικό τσουνάμι, που πλήττει τους δανειολήπτες, ιδιώτες και επιχειρήσεις.

Το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, μειώνεται δραστικά, με αποτέλεσμα η εξυπηρέτηση των δανείων να καθίσταται επισφαλής. Ταυτόχρονα η συμπίεση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων και η πλήρης ανατροπή των επιχειρηματικών τους σχεδίων, θέτει εν αμφιβόλω την ασφαλή εξυπηρέτηση των δανείων, ειδικά όταν οι φορείς τους προβλέπουν μαζικά λουκέτα, σε μια σειρά από μικρά και μικρομεσαία εταιρικά σχήματα.

Ωστόσο, και η μεγάλη οικονομική εικόνα δεν είναι καλύτερη. Η απόφαση της Ρωσικής κυβέρνησης, να εξυπηρετήσει το Δημόσιο Χρέος της, αλλά και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από εταιρικά ομολογιακά δάνεια ρωσικών εταιρειών όχι σε δολάρια που είναι το νόμισμα αναφοράς των δανείων αυτών, αλλά σε ρούβλια, δημιουργεί έναν συστημικό κίνδυνο.

Διότι πολλοί τραπεζίτες τον παρομοιάζουν με μια ευθεία αθέτηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δανειακές συμβάσεις. Και οι επενδυτές αντιλαμβάνονται τι θα επακολουθήσει μετά από μια τέτοια ενέργεια. Όταν οι δανειστές του Ρωσικού Δημοσίου και οι ομολογιούχοι των μεγαλύτερων ρωσικών κρατικών εταιρειών, βρεθούν με καπίκια αντί για δολάρια στις τσέπες τους. Στο ακόλουθο γράφημα βλέπουμε την πορεία της ισοτιμίας του δολαρίου με το ρούβλι κατά τη διάρκεια της τελευταίας 20ετίας.