H φενάκη του κατώτατου μισθού

H φενάκη του κατώτατου μισθού

Το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε χθες την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2%. Τι σημαίνει αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2%; Σημαίνει ότι ο κατώτατος μισθός θα διαμορφωθεί από 650 ευρώ στα 663 ευρώ; Η αξιωματική αντιπολίτευση, τα κόμματα της Αριστεράς και τα συνδικάτα έσπευσαν να κατηγορήσουν την κυβέρνηση ότι εξαπατά τους εργαζομένους με τέτοιες ασήμαντες αυξήσεις. Η ουσία βεβαίως δεν βρίσκεται στις άφρονες και λαϊκιστικές αντιδράσεις όσων εκφράζουν το κατεστημένο του εργασιακού μεσαίωνα που ταλαιπωρεί τη χώρα δεκαετίες τώρα και την κρατά στη στασιμότητα και την παρακμή.

Διευκρίνιση: όταν αναφερόμαστε σε «εργασιακό μεσαίωνα» εννοούμε όλες εκείνες τις στα λόγια «φιλεργατικές» ρυθμίσεις του εργατικού δικαίου που στην πράξη αποτελούν τη μεγαλύτερη παγίδα για τους εργαζόμενους και την οικονομία και τη βασική αιτία της μακροχρόνιας ανεργίας στη χώρα μας.

Η ουσία βρίσκεται στο ερώτημα, εάν η απόφαση της κυβέρνησης για αύξηση του κατώτατου μισθού είναι κάτι καλό ή όχι και ποιες μπορεί να είναι οι μακροπρόθεσμες πραγματικές επιπτώσεις αυτής της αύξησης;

Η προσωπική μου άποψη είναι ότι η απόφαση της κυβέρνησης θα επιφέρει:

  • Αύξηση του μισθολογικού κόστους κάθε επιχείρησης για κάθε εργαζόμενο που αμειβόταν με τον κατώτατο μισθό κατά 15,99 ευρώ ή 223,86 ετησίως. Ο αριθμός των εργαζομένων με κατώτατο μισθό σήμερα ανέρχεται σε 700.000 περίπου. Συνεπώς, οι επιχειρήσεις θα κληθούν να πληρώσουν 156,7 εκατομμύρια ευρώ ετησίως πρόσθετο μισθολογικό κόστος. Επισημαίνω ότι ο αριθμός των οριακών επιχειρήσεων σήμερα ξεπερνά τις 40.000.
     
  • Αύξηση της ανεργίας. Πρώτον διότι πολλές οριακές επιχειρήσεις θα βγουν από την αγορά και δεύτερον διότι οι επιχειρήσεις θα προσλάβουν λιγότερους από όσους θα προσλάμβαναν. Τρίτον, διότι θα απολύσουν πολλούς από εκείνους τους ανειδίκευτους εργαζόμενους που θα δικαιούνται αυξημένο κατώτατο μισθό. Εξηγώ το τελευταίο, οι επιχειρήσεις μετά την επιβολή κατώτατου μισθού εμφανίζουν την τάση να αντικαθιστούν τους ανειδίκευτους εργαζομένους με υπερωριακή απασχόληση του υπάρχοντος ειδικευμένου προσωπικού τους. Στο τέλος της ημέρας ο δυστυχής ανειδίκευτος που «νοιάζεται» γι' αυτόν η φιλόστοργη κυβέρνηση, η «πανάγαθη εργατομάνα ΓΣΕΕ», η «φιλεργατική» Αριστερά και όσοι άλλοι φρόντισαν να υποστηρίξουν την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 663 ευρώ θα χάσει πολύ απλά τη δουλειά του. Ως άνεργο θα τον εγκαταλείψουν όλοι οι παραπάνω που τόσο νοιάστηκαν για να αυξηθεί ο μισθός του όταν ήταν εργαζόμενος.
     
  • Αύξηση της μαύρης εργασίας. Πολλές επιχειρήσεις -ιδίως οι μικρές- θα ρισκάρουν να καταφύγουν σε μαύρη εργασία πληρώνοντας τις πραγματικές τιμές εργασίας και όχι την πλασματική που καθόρισε το κράτος για να κάνει τάχα κοινωνική πολιτική.
     
  • Αύξηση του κόστους των προϊόντων και των υπηρεσιών. Οι επιχειρήσεις θα έχουν σε συνδυασμό με όλα τα παραπάνω ένα ακόμη «βέλος» στη φαρέτρα τους για να αντιμετωπίσουν την καταστροφική «φιλανθρωπία» του κράτους. Θα μετακυλήσουν το κόστος στα προϊόντα τους με άμεσα ζημιωμένους τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού. Τούτο θα έχει ένα ακόμη αρνητικό αποτέλεσμα για την ελληνική οικονομία, θα αυξηθεί το κόστος των ελληνικών προϊόντων και αυτά θα γίνουν λιγότερο ανταγωνιστικά διεθνώς, έτσι όμως θα αυξηθεί το έλλειμμα του εμπορικού μας ισοζυγίου.
     
  • Αδικία για τους εργαζόμενους που η εργασία τους έχει μεγαλύτερη αξία από την εργασία όσων θα αμείβονται με κυβερνητική απόφαση με μεγαλύτερο μισθό χωρίς να το αξίζουν. Δηλαδή, οι εργαζόμενοι που αμείβονταν με μεγαλύτερο μισθό θα δουν τη μισθολογική διαφορά τους να κλείνει. Πληρώνοντας 663 ευρώ κατώτατο μισθό θα αδικηθούν όλοι οι εργαζόμενοι που η αξία της εργασίας τους είναι πράγματι 663 ευρώ. Το ξαναλέμε για να το εμπεδώσουν όλοι, τα εισοδήματα των διαφόρων παραγωγικών συντελεστών είναι ανάλογα της συμβολής τους στη συνολική παραγωγή. Η εισοδηματική ανισότητα που παρατηρείται είναι στην περίπτωση αυτή δίκαιη καθώς ο μισθός καθορίζεται από την παραγωγικότητα του εργαζομένου. Στην πραγματικότητα λοιπόν η αύξηση του μισθολογικού κόστους για τις επιχειρήσεις θα είναι μεγαλύτερη από όση υπολογίσαμε αρχικά καθώς θα πρέπει να αναπροσαρμοστούν οι μισθοί και των άλλων εργαζομένων που αμείβονταν καλύτερα από όσους έπαιρναν τον κατώτατο μισθό, ώστε να μην υπάρξει εξομοίωση με αυτούς, κάτι που θα οδηγούσε φυσιολογικότατα σε προστριβές μέσα στην επιχείρηση ή/και σε μείωση της παραγωγικότητας των πιο ικανών εργαζομένων.

Εάν όλα τα παραπάνω δεν ισχύουν τότε γιατί η κυβέρνηση ανεβάζει τον κατώτατο μισθό 13 ευρώ ή η ΓΣΕΕ προτείνει αύξηση 101 ευρώ και δεν προτείνουν ο κατώτατος μισθός να ανέλθει λ.χ. στα 1.500 ευρώ;

Εάν, επίσης, η κυβέρνηση υποστηρίξει ότι δεν χάθηκε ο κόσμος με μια τέτοια μικρή αύξηση και ότι δεν θα υπάρξει καμία αρνητική συνέπεια διότι το κόστος για τις επιχειρήσεις και την οικονομία είναι μικρό και θα επιμεριστεί σε πολλές επιχειρήσεις, η απάντηση είναι ότι με την απόφασή της αυτή η κυβέρνηση διαπράττει μέγα σφάλμα καθώς περνά το λάθος μήνυμα στους πολίτες, ότι δηλαδή η ύπαρξη κατώτατου μισθού και η κατά καιρούς αύξησή του είναι κάτι καλό και πρέπει να γίνεται προς όφελος τάχα των εργαζομένων. Το χειρότερο περνά ένα εσφαλμένο μήνυμα στις αγορές ότι η «πάνσοφη» κυβέρνηση γνωρίζει καλύτερα από αυτές ποιο είναι το κόστος της εργασίας και γι' αυτό έχει την εξουσία παρεμβαίνοντας να το καθορίζει

Φοβούμαι δυστυχώς, ότι πολλά ακόμη κακά θα συμβούν στην οικονομία και στους ανθρώπους, με την χθεσινή απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, το οποίο επέδειξε αδιαφορία για τις παραπάνω επιπτώσεις και τη μακροπρόθεσμη επίδραση στην πολιτική σκέψη και στην νοοτροπία των ανθρώπων.

Ωφέλιμη για την οικονομία και η μόνη πραγματικά φιλεργατική πολιτική δεν είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού αλλά η πλήρης κατάργησή του.

* Ο Τάσος Ι. Αβραντίνης είναι δικηγόρος και πρόεδρος του Ινστιτούτου Δημοσιονομικών Μελετών