Γιατί οι τιμές στην ενέργεια θα παραμείνουν ψηλά για ολόκληρο το 2022

Γιατί οι τιμές στην ενέργεια θα παραμείνουν ψηλά για ολόκληρο το 2022

Τη μία ημέρα ανεβαίνει το πετρέλαιο κοντά στα 100 δολάρια το βαρέλι, την επόμενη καταγράφεται ημερήσια αύξηση 10% στο φυσικό αέριο. Και είναι τέτοιο το επίπεδο στο οποίο έχουν αναρριχηθεί πλέον οι τιμές της ενέργειας που ουδείς μπορεί να προβλέψει το πότε θα γίνει η αποκλιμάκωση των τιμών, ή το αν οι σημερινές τιμές ενσωματώνουν και το σενάριο του πολέμου.

Τα αίτια για τα οποία οι τιμές θα μείνουν υψηλά για ολόκληρο το 2022, αναλύονται σε πρόσφατο έγγραφο της Κομισιόν που αποκάλυψε το Euractiv.

Σύμφωνα με αυτό, η ενεργειακή κρίση – που πυροδοτήθηκε από τις υψηλές τιμές του φυσικού αερίου και κλιμακώθηκε από την επιδείνωση των σχέσεων με τον κύριο προμηθευτή αερίου της Ευρώπης, τη Ρωσία – έχει χειροτερέψει από το φθινόπωρο και θα διαρκέσει περισσότερο από το αναμενόμενο, έως το 2023.

Με τις αποθήκες αερίου της ΕΕ σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, την αδυναμία να γεμίσουν μέχρι τον επόμενο χειμώνα, την εμπλοκή στον Nord Stream 2 και τις ανησυχίες για την ασφάλεια του εφοδιασμού που συνδέονται με τη χαμηλή χρέωση στους αγωγούς φυσικού αερίου από την Ανατολή, γινόμαστε μάρτυρες μιας αυξανόμενης κρίσης φυσικού αερίου σε σύγκριση με την κατάσταση την εποχή της ανακοίνωσης της Επιτροπής από τον περασμένο Οκτώβριο.

Ποια είναι η ζημιά που προκαλεί αυτό το επίπεδο τιμών; Για κάθε μήνα που οι τιμές θα διατηρούνται στα σημερινά επίπεδα, το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας θα φορτώνεται με έλλειμμα άνω του ενός δις. ευρώ ενώ για την κάλυψη των αναγκών των νοικοκυριών προκειμένου να καλύπτονται οι επιδοτήσεις σε ρεύμα και φυσικό αέριο, θα απαιτούνται πόροι της τάξεως των 350 εκατ. ευρώ.

Και πάντοτε, θα υπάρχει η ανάγκη πρόσθετης ενίσχυσης των φτωχότερων νοικοκυριών καθώς όσο θα παραμένουν ψηλά οι τιμές της ενέργειας τόσο θα μετακυλύονται οι επιβαρύνσεις και σε άλλα είδη πρώτης ανάγκης και κυρίως στα τρόφιμα. Αύξηση τιμών, θα προκαλέσει με τη σειρά της και μείωση της κατανάλωσης κάτι που θα μεγαλώσει ακόμη περισσότερο τον κύκλο των συνεπειών.

Ενώ είναι εύκολο να ποσοτικοποιηθεί η επίπτωση για χρονικό ορίζοντα ενός μήνα, δεν είναι εύκολο να γίνει αντίστοιχη πρόβλεψη σε βάθος πολλών μηνών.

Στελέχη του οικονομικού επιτελείου για παράδειγμα, έχουν την άποψη ότι πολύ δύσκολα θα παραμείνουν οι τιμές στα σημερινά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ή θα εκτιμηθεί ότι οι σημερινές τιμές ενσωματώνουν και το σενάριο του πολέμου (οπότε αν επαληθευτεί, ουσιαστικά θα έχει προεξοφληθεί) ή θα υπάρξει η αποκλιμάκωση της έντασης που θα δημιουργήσει και τις προϋποθέσεις αποκλιμάκωσης των τιμών.

Τα παράγωγα του φυσικού αερίου «δείχνουν» διατήρηση των τιμών στα επίπεδα των 70-80 ευρώ η μεγαβατώρα για ολόκληρη τη χρονιά. Κάτι τέτοιο ουσιαστικά θα διατηρήσει και την τιμή της κιλοβατώρας του ρεύματος στα σημερινά επίπεδα. Όσο για το πετρέλαιο, είναι αυτή τη στιγμή ο αστάθμητος παράγοντας καθώς η τιμή μπορεί να επηρεαστεί ανά πάσα στιγμή σε ειδήσεις που θα αλλάξουν είτε τα δεδομένα της προσφοράς είτε τα δεδομένα της ζήτησης.

Σε κάθε περίπτωση, το βασικό σενάριο βάσει του οποίου θα κινηθεί η κυβέρνηση τις επόμενες εβδομάδες θα στηρίζεται στις ακόλουθες παραδοχές:

  1. Ότι οι τιμές της ενέργειας θα διατηρηθούν ψηλά για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ότι αρχικά υπολογιζόταν. Ήδη υπάρχουν προετοιμασίες για επιδότηση ρεύματος και φυσικού αερίου και μέσα στο β’ εξάμηνο.
  2. Ότι ο πληθωρισμός φέτος θα είναι πολύ υψηλότερος κατά μέσο όρο, ακόμη και πάνω από 3,5% (έναντι αρχικής πρόβλεψης για 1%)
  3. Ότι ο Φεβρουάριος και ο Μάρτιος θα είναι οι μήνες κορύφωσης του φαινομένου με τον πληθωρισμό να φτάνει ακόμη και πάνω από το 6,5% σε μηνιαία βάση. Η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού τοποθετείται χρονικά μετά τον Αύγουστο, όταν θα αρχίσουν να διπλώνουν οι ακριβές τιμές.

Σε δημοσιονομικό επίπεδο, η διατήρηση του στόχου για έλλειμμα 1,4% του ΑΕΠ παραμένει προτεραιότητα. Πρόσθετα μέτρα στήριξης θα ανακοινώνονται μόνο εφόσον βρίσκεται δημοσιονομικός χώρος. Ταυτόχρονα βέβαια, θα γίνουν προσπάθειες σε ευρωπαϊκό επίπεδο ώστε οι δαπάνες για τη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων προκειμένου να αντιμετωπίσουν την ακριβή ενέργεια, να μην ενσωματώνονται στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Το θέμα είναι πιθανό να συζητηθεί ακόμη και σήμερα, σε επίπεδο αρχηγών κρατών.