Γιατί όχι εκλογές τον Σεπτέμβριο;

Γιατί όχι εκλογές τον Σεπτέμβριο;

Είθισται στην Ελλάδα, μετά το  πρώτο εξάμηνο μιας νέας κυβέρνησης  να αρχίζει η πολιτική και δημοσιογραφική συζήτηση  για τον επικείμενο ανασχηματισμό, ενώ πάνω στον χρόνο αρχίζει  η εκλογολογία. Φέτος όλα έγιναν ταχύρρυθμα. Ήδη προ Έβρου και κορονοϊού είχε αρχίσει, ερήμην Μητσοτάκη, η εκλογολογία,  με βάση το ωφελιμιστικό μέλλον του.

Θα κήρυττε - έλεγαν τα έωλα σενάρια -  εκλογές το Φθινόπωρο, βασισμένος στην δημοσκοπική του  κυριαρχία επί του Τσίπρα, προκειμένου να «κάψει» την απλή  αναλογική, να επιφέρει μια δεύτερη ήττα στον Αλέξη και να θέσει υπό διακινδύνευση το αρχηγικό του μέλλον, εξασφαλίζοντας  μια άπλετη οχταετία.

Αυτό όμως  το σενάριο που έπλεκε το πολιτικο-δημοσιογραφικό σύστημα, ήταν μεν λογικό αλλά και  ηθικώς τρωτό. Ό λαός εκλέγει μια κυβέρνηση για να ανατάξει τη χώρα, να την τροχοδρομήσει το μέλλον, να αναπτύξει την οικονομία, και στην περίπτωση της  Ελλάδας να επουλώσει τις πληγές της δεκαετίας που παρήλθε.

Ωστόσο άλλαι αι βουλαί των ψηφοφόρων άλλα δε κορωνοϊός και Ερντογάν κελεύουν. Ο  ευθύγραμμος χρόνος ανατράπηκε. Αρχικά στον Έβρο όπου αποκρούστηκε η επέλαση των εντεταλμένων του σουλτάνου που θα καθήμαζε  τη χώρα, και χωρίς την επέλαση της πανδημίας. Στην συνέχεια επήλθε και ο τρομακτικός αόρατος πλανητικός εχθρός και ανέτρεψε άρδην το σκηνικό. 

Ολοι οι έγκριτοι οικονομολόγοι, τα επιφανή  οικονομικά ινστιτούτα, προβλέπουν ότι η πανδημία θα αφήσει πίσω της  αποκαΐδια. Θα κλαδέψει ολόκληρους εργασιακούς κλάδους, θα σαρώσει θέσεις εργασίας και θα επιφέρει πρωτοφανή φτώχεια. Ο πολύς  Χένρι Κίσινγκερ, που δεν είναι κάποιος οικονομολόγος «εργαστηρίου», αλλά άνθρωπος που το κεφάλι του «στέκει καλά στους ώμους του»,  πρώην ΥΠΕΞ των ΗΠΑ που η καριέρα του έγραψε σελίδες σε καιρούς φωτιάς, και εξ αυτού η γνώμη του για μας είναι πρόσβαρη, 

δήλωσε πως «ο κόσμος δεν θα είναι ποτέ πια  ο ίδιος μετά τον κορονοϊό».

Παραλλήλισε την παρούσα  κατάσταση με τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και  πρόσθεσε: Όταν τελειώσει η πανδημία οι θεσμοί πολλών κρατών θα θεωρηθούν αποτυχημένοι! Κλείνει δε την δήλωσή του  λέγοντας: « Η ιστορική πρόκληση για τους ηγέτες είναι να διαχειριστούν την κρίση, χτίζοντας παράλληλα την επόμενη μέρα. Η αποτυχία μπορεί να βάλει φωτιά στον κόσμο».

Αν και οι εκτιμήσεις του αφορούν γενικώς  τον πλανήτη με κάποια επικέντρωση στις ΗΠΑ, ο προβληματισμός  για την «επόμενη μέρα» που «μπορεί να βάλει φωτιά στον κόσμο»,   ισχύει ως στοίχημα για τη χώρα μας. Έχουν ανατραπεί όλα τα κυβερνητικά προγράμματα, τα σενάρια, οι στοχεύσεις, οι οραματισμοί, οι σχεδιασμοί,  ακόμη και οι κυβερνητισμοί.

Ο λαός δείχνει να εμπιστεύεται την κυβέρνηση και πρωτίστως  τον Μητσοτάκη καθότι αρχηγός της. Πάντα έτσι γίνεται στις κρίσεις. Τα δημοσκοπικά  ποσοστά είναι θριαμβικά, σε επίπεδο… ρωμαϊκού θριάμβου, με την αντιπολίτευση συρρικνωμένη. Ωστόσο αυτή η επικυριαρχία δεν προεικάζει  άνετη επικράτηση στο μέλλον.

Υπάρχουν τα ιστορικά παραδείγματα (και χωρίς να γίνεται βέβαια παραλληλισμός προσωπικοτήτων, περιπτωσιολιογική είναι η αναφορά). Όπως ας πούμε   του Ελευθέριου Βενιζέλου στις εκλογές του 1920 δεν εξελέγη καν βουλευτής, παρότι πριν λίγους μήνες η Βουλή τον είχε ανακηρύξει «άξιον της Ελλάδος ευεργέτην και σωτήρα της πατρίδος».

Υπάρχει  και το παράδειγμα  του Τσώρτσιλ, τον οποίο κοπιάρησε ο Μητσοτάκης στη Βουλή,   λέγοντας «Δεν είμαστε στην αρχή του τέλους αλλά στο τέλος της αρχής». Μόνο που μια από τις φάρσες  που σκαρώνει η ιστορία, ήταν ότι ο Τσώρτσιλ κέρδισε τον πόλεμο αλλά έχασε τις εκλογές!

Την  στήλη δεν την ενδιαφέρει η τύχη το  όποιου πολιτικού αρχηγού, παρότι θεωρεί ότι με την σημερινή ομόθυμη αποδοχή που επιδεικνύει ο λαός,   ο Μητσοτάκης θα ήταν ασυζητητί ο θριαμβικός νικητής των εκλογών.

Το πρόβλημα είναι η  χώρα. Τα γεγονότα φέρνουν  αναγκαιότητα εκ βάθρων αλλαγής του κυβερνητικού  προγράμματος. Το παρόν εξ ανάγκης είναι κάτι άλλο από αυτό που  ψηφίστηκε. Σαρώνονται τα πάντα, οι ελπίδες ανάκαμψης και επούλωσης των πληγών της δεκαετίας,  τα τεχνοκρατικά σχέδια επιστημόνων που επιστρατεύτηκαν να συμβάλουν, οι διεθνείς εμπορικές συναλλαγές και κυρίως οι μετακινήσεις  πληθυσμών (ευαίσθητο για μας λόγω τουρισμού -άρα εσόδων και ΑΕΠ).

Πολύ  περισσότερο όταν η παιδική χαρά  της αντιπολίτευσης ανακάλυψε πάλι το λεφτόδεντρο της Θεσσαλονίκης  και τάζει στο λαό λεφτά που δεν υπάρχουν. Τσάμπα τα 4,5 χρόνια που κατανάλωσαν στην  κυβέρνηση. Δεν ωρίμασαν, και πλέον δεν πρόκειται. Όταν θα έρθουν τα ζόρια, θα βγαίνουν στα  ράδια και τα κανάλια, και θα καταγγέλλουν ότι είχαμε τη λύση στο τσεπάκι, αλλά η ανάλγητη ακροδεξιά κυβέρνηση δεν μας άκουσε.

Η νέα δύσκολη εποχή απαιτεί  νέα ωριμότητα του λαού αλλά κυρίως απαιτεί νέα λαϊκή εντολή, που θα αντιμετωπίσει την κατάρρευση.  Οπότε γιατί όχι εκλογές τον Σεπτέμβριο;