Γ. Στουρνάρας: Μεγαλύτερη ύφεση το 2020, αλλά αισιοδοξία με το εμβόλιο

Γ. Στουρνάρας: Μεγαλύτερη ύφεση το 2020, αλλά αισιοδοξία με το εμβόλιο

Και το τέταρτο τρίμηνο του 2020 αναμένεται να υπάρξει επιδείνωση της οικονομικής δραστηριότητας, λόγω των περιοριστικών μέτρων για την πανδημία ανέφερε ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας, εκτιμώντας ότι η ανάπτυξη το 2021 θα επιταχυνθεί λόγω της διάθεσης του εμβολίου και εξέφρασε την πεποίθηση πως δεν είναι ουτοπία ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης να φτάσει 3,5% την επόμενη δεκαετία.

Μιλώντας στην εκδήλωση του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου με θέμα «Ελληνική οικονομία: Εξελίξεις, Προκλήσεις και Ευκαιρίες από την κρίση της Πανδημίας» ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος αναφέρθηκε στις τρέχουσες οικονομικές εξελίξεις και προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

Σύμφωνα με τον ίδιο δεδομένης της αυξημένης αβεβαιότητας, η διεξαγωγή προβλέψεων είναι εξαιρετικά δυσχερής και εξαρτάται αποκλειστικά από την πορεία της πανδημίας. Για παράδειγμα, σημείωσε, τα γενικευμένα περιοριστικά μέτρα που ενεργοποιήθηκαν στις 7 Νοεμβρίου για μια περίοδο τριών εβδομάδων εξακολουθούν να παραμένουν εν ισχύ, επηρεάζοντας περισσότερο του αναμενομένου την οικονομία. Η εξέλιξη αυτή αναμένεται να οδηγήσει σε νέα υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας το δ’ τρίμηνο του έτους και κατ’ επέκταση σε ακόμα μεγαλύτερη ύφεση για όλο το 2020, σε σχέση με αυτή που καταγράφηκε το α’ εξάμηνο του έτους (-7,9%).

Αντίθετα, η ταχύτερη διάθεση του εμβολίου κατά του κορονοϊού στο ευρύ κοινό θα περιορίσει σημαντικά την αβεβαιότητα και θα επιταχύνει την ανάκαμψη το 2021, σημείωσε ενώ όπως τόνισε η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του νέου μέσου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας της ΕΕ (Next Generation EU - NGEU) θα ενισχύσει τις αναπτυξιακές προοπτικές τις ελληνικής οικονομίας,

Αναφερόμενος στις προβλέψεις για το μέσο ετήσιος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης την επόμενη δεκαετία της τάξης του 3,5% για την Ελλάδα, σημείωσε ότι «δεν είναι ουτοπικός, ιδιαιτέρως αν ληφθεί υπόψη ότι το σύνολο των πόρων που θα εισρεύσουν στην ελληνική οικονομία την επόμενη επταετία από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ και το Νέο Μέσο Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας, NGEU ανέρχονται σε 72 δις ευρώ περίπου».

«Η Ελλάδα, αναμένεται να εισπράξει 32 δισεκ. ευρώ από το νέο μέσο ανάκαμψης (NGEU) την περίοδο 2021-2026, εκ των οποίων 19,3 δισεκ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και 12,7 δισεκ. ευρώ σε εξαιρετικά χαμηλότοκα δάνεια (σε σταθερές τιμές του 2018). Οι πόροι αυτοί για την Ελλάδα ανέρχονται σε 4,26% του συνολικού ποσού, δηλαδή σε ποσοστό υπερδιπλάσιο από την ‘κλείδα’ της Ελλάδας που χρησιμοποιείται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις αγορές Ελληνικών κρατικών ομολόγων», πρόσθεσε ο κ. Στουρνάρας. 

Όπως τόνισε, οι  διαθέσιμοι πόροι του NGEU αποτελούν μια πολύ μεγάλη ευκαιρία καθώς μπορούν να χρηματοδοτήσουν τη μετάβαση σε ένα βιώσιμο εξωστρεφές πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης μέσω της επιτάχυνσης των μεταρρυθμίσεων, της βελτίωσης των υποδομών, του ψηφιακού μετασχηματισμού του κράτους και της οικονομίας, της επίτευξης βασικών περιβαλλοντικών προτεραιοτήτων και της μετάβασης στην πράσινη ενέργεια.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η πλήρης έγκαιρη και αποτελεσματική αξιοποίηση των κονδυλίων του NGEU θα συμβάλει σε αύξηση του επιπέδου του πραγματικού ΑΕΠ πάνω από 2,0% κατά μέσο όρο ετησίως την περίοδο 2021-2026, και θα οδηγήσει σε αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών της παραγωγής και υψηλότερη δυνητική ανάπτυξη για όλη την επόμενη δεκαετία.

Όσον αφορά τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους, τόνισε ότι αυτή δεν απειλείται, «τουλάχιστον μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2030, λόγω κυρίως της μακράς διάρκειας των αποπληρωμών των δόσεων του χρέους, της σύνθεσής του που αποτελείται κατά 81% από δάνεια του επίσημου τομέα, κυρίως όμως λόγω των ευνοϊκών όρων αποπληρωμών στο πλαίσιο των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους που έχουν ήδη αποφασιστεί». 

Ως προς τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης που λαμβάνονται λόγω της πανδημίας και η ύφεση, σημείωσε, έχουν οδηγήσει στην αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης για το 2020 (αναμένεται σε περίπου 10% του ΑΕΠ) και, σε συνδυασμό με τον αποπληθωρισμό, σε σημαντική αύξηση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ (περίπου 210%).

Πρέπει όμως να τονιστεί, εξήγησε, πως είναι ενθαρρυντικό διότι είναι αναστρέψιμο, ότι η αύξηση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ οφείλεται κυρίως στη μείωση του ΑΕΠ και όχι στην αύξηση του απόλυτου μεγέθους του χρέους.

Στο σημείο αυτό, συμπλήρωσε πως οι εξελίξεις στην αγορά κεφαλαίων και ιδιαιτέρως στην αγορά ομολόγων είναι θετικές, διότι υπάρχει σημαντική υποχώρηση των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών και εταιρικών ομολόγων και σταθερή πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές για άντληση χρηματοδοτικών πόρων.

Μεταξύ άλλων, ο κ. Στουρνάρας σημείωσε ότι  παρόλο που η πανδημία κορονοϊού αναμένεται να επιδεινώσει σημαντικά κάποια από τα προβλήματα που κληροδότησε στην Ελλάδα, η κρίση χρέους της δεκαετίας του 2010, όπως το υψηλό δημόσιο χρέος, το υψηλό ποσοστό ανεργίας, το μεγάλο απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων και το επενδυτικό κενό, έχει και ορισμένες θετικές συνέπειες.

Για παράδειγμα, οι ιδιωτικές καταθέσεις έχουν αυξηθεί κατά 12 δισ. ευρώ από την αρχή του έτους. Επιπλέον, η πιστωτική επέκταση, κυρίως προς τις μεγαλύτερες μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, αυξάνεται, αντανακλώντας κατά πρώτο λόγο τα ευνοϊκά μέτρα νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ και τις διευκολύνσεις από την πλευρά του εποπτικού βραχίονα, του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM), αλλά και τα μέτρα που θέσπισε η ελληνική κυβέρνηση για ενίσχυση των προγραμμάτων κάλυψης τραπεζικών δανείων με εγγυήσεις της Αναπτυξιακής Τράπεζας.