Ένα ποίημα για την Ουκρανία μεταφρασμένο στη γλώσσα του εισβολέα του Γιάννη Αντιόχου

Ένα ποίημα για την Ουκρανία μεταφρασμένο στη γλώσσα του εισβολέα του Γιάννη Αντιόχου

Με το «Σώμα» της ποίησής του υπό έκδοση από τον Ίκαρο για το τέλος της χρονιάς, ένα κρατικό βραβείο ποίησης για την προηγούμενη ποιητική συλλογή του «Αυτός ο κάτω ουρανός», σηκώνοντας στους ώμους του την ευθύνη για την εύρυθμη λειτουργία των εντατικών εν μέσω πανδημίας, ο Γιάννης Αντιόχου, ένας από τις πιο σπουδαίες ποιητικές φωνές της χώρας μας, γράφει ένα ποίημα για την Ουκρανία που θα συμπεριληφθεί στο ήδη υπάρχον σώμα της έκδοσης, η Ηρακλεία-Ελευθερία Πέππα το μεταφράζει στα ρωσικά και μας το εμπιστεύεται στο Liberal.gr για πρώτη δημοσίευση. Εμείς ακούμε και ελπίζουμε ακόμα όλοι να ακούν τους ποιητές.

Μετάφραση στα ρωσικά: Ηρακλεία-Ελευθερία Πέππα

«... ὑπερτερεῖ συντριπτικῶς./ Ὁ πόλεμος...»i

Κι ήρθε η εποχή

να μάθουμε τη γεωγραφία μιας άλλη χώρας:

πόλεις, ποτάμια,

βουνά και θάλασσες

μετρώντας όσους χάνονται

στον διαμελισμό της

Αρχικά ήταν:

ήχοι σειρήνων

κατεστραμμένες γέφυρες

και ξεκοιλιασμένα σπίτια

ώσπου οι νοσοκόμες

έκρυψαν τους αρρώστους

στα σπλάχνα των νοσοκομείων

και ζέσταναν τα μωρά

τυλίγοντάς τα με υαλοβάμβακες λεβήτων

νανουρίζοντάς τα

μ’ όση ζωή τούς περίσσευε

Και γριές μαυροφόρες

μοίρασαν μέσ’ από τις χούφτες τους

ηλιόσπορους στους εισβολείς

γιατί εκείνες ξέρουν

πως στις πεδιάδες της Μαύρης Θάλασσας

τα ηλιοτρόπια πίνουν αίμα

Έτσι φαγώθηκε ένας μήνας

Στις δικές μας πόλεις, στα ποτάμια,

στα βουνά και στις θάλασσες

ήρθε η άνοιξη

γιατί απλά

έτσι συμβαίνει

Δόξα τῷ Θεῷ

αυτές οι παλιές βόμβες

είναι αδύνατον από τόσο μακριά

ν’ αναφλέξουν τον ουρανό μας

(προσώρας)

Αραιά και που

—αυτόν τον μήνα—

χαμηλώνοντας το κεφάλι μου

νιώθω ένοχος για την μοίρα των άλλων

Στριμωγμένος στην κάμαρά μου

σβήνω το παρελθόν μου

ζυγίζοντας προσεκτικά τις λέξεις

που ανταλλάσσω με φίλους

—δεν μου ’μεινε κανείς

να ’χει το θάρρος να παραδεχτεί

πως είμαστε συνένοχοι

και να με συγχωρέσει

Στάσου όμως·

όλον τον μήνα

σού ’στελνα το φως της Αθήνας

τον φλοίσβο της ακτογραμμής

μεγάλους δρόμους από άσφαλτο

φτενές παπαρούνες

και συ:

Weidenkätzchen από τις ιτιές του Nordbahnhof

ανθισμένα μωβ χωνάκια νεκροταφείου

φωνές πουλιών του βόρειου δάσους

κι έναν ήλιο μικρό, θαμπό και πορτοκαλί

μια αναβράζουσα ταμπλέτα βιταμίνης C

στο βρώμικο τζάμι ενός τρένου

Η τηλεόραση περιόρισε πια τις πολεμικές ανταποκρίσεις

Η Οδησσός οχυρώθηκε με τ’ αγάλματά της σ’ άμμο θαλάσσης

Η Μαριούπολη εξαϋλώθηκε·

οι κάτοικοι αποχαιρετούν γονατιστοί τους νεκρούς τους

Οι πυρηνικοί αντιδραστήρες του έθνους

ηλεκτροδοτούν αόκνως

την σκοτεινή κοιλιά της Μεγάλης Άρκτου

Στη Λβιβ, στην πλατεία Ιβάν Φράνκο,

ενόσω ηχούν οι σειρήνες της αεράμυνας

κάποιος Μωυσής με θρυμματισμένες τις δέκα εντολές

κατεβαίνει σκυφτός στο καταφύγιο·

σύννεφα (και πουλιά) παραβιάζουν τα σύνορα

Στα κρεβάτια της Πολωνίας

τρία εκατομμύρια πρόσφυγες κουκουλωμένοι

γράφουν με τα μηδενικά τους

τρεις γραμμές ιστορίας

Στην όπερα της Γερμανίας σου: οι Σικελικοί Εσπερινοί

και στην Αθήνα

διαβάζοντας ποιήματα για το τραύμα των άλλων

μιλάμε με στόμφο και ακαταλήπτως για την ειρήνη

ενώ δεν έπαψε

απ' αυτό το παλιό ραδιόφωνο

—κειμήλιο της γιαγιάς μου από τον Β΄ ΠΠ—

ν' ακούγεται η φωνή του διπλωμάτη μου:

«... ὑπερτερεῖ συντριπτικῶς.

Ὁ πόλεμος...»

Ψυχαμοιβός

ασφαλής, μακρινός και βουβός

όπως τα ονόματα:

Οξάνα, Μάλβα, Γιουλίγια, Ζλάτα,

Μπογκντάν, Μικόλα, Βολοντίμιρ, Ντμίτρο

σλαβικές μελανιές της γλώσσας μου

οι νεκροί της Ουκρανίας

ενόσω ο ήλιος

συνεχίζει ν’ ανατέλλει και να δύει

στο Ρως του Κιέβου

μέσ’ από τα ανοιχτά φτερά της Μπερεχίνια

«...война преобладает…

Война...»

И пришло время

узнать географию другой страны:

Города, реки,

горы и моря,

считая погибающих

в ее чертветовании.

С начала было:

Звуки сирены,

разрушенные мосты

и распотрашенные дома,

пока медсестры

не начали прятать больных

в подвалах больниц

и согревать младенцев,

укутывая их паралонамы бойлеров,

убаюкивая их

оставшейся у них жизнью / дыханием.

И старухи в черном

раздали из своих ладоней

семечки захватчикам,

ибо они знают,

что в полях у черного моря

подсолнух пьет кровь.

Так прошел месяц

в наших городах и реках,

в наших горах и морях

пришла весна

просто потому что

так случается.

Слава богу,

эти старые бомбы

невозможно с такой дали

воспламенить наше небо

(пока).

Время от времени

- в этом месяце-

опуская голову,

чувствую вину за судьбу других.

Втиснутый в свою комнату

стираю прошлое свое

осторожно взвешивая слова,

которыми я обмениваюсь с друзьями

- У меня никого не осталось

с мужеством признать,

что мы соучастники

и простить меня.

Но погоди;

весь месяц

я слал тебе свет Афин,

рев береговой линии

асфальтированные проспекты

маки нежные,

а ты:

Weidenkätzchen из ив Nordbahnhof,

фиолетовые кладбищенские цветочки,

голоса птиц северного леса,

и маленькое, тусклое и оранжевое солнце,

шипучую таблетку витамина С

через грязное стекло поезда.

Телевидение уже сократило военные репортажи

Одесса укрепилась со своими статуями

укутанными в морской песок.

Мариуполь изчез;

Жители на коленях прощаются

со своими умершими.

Атомные реакторы нации

поставляют электричество без остановки

в темное брюхо Большой Медведицы.

Во Львове, на площади Ивана Франко,

пока звучат сирены ПВО

какой то Моисей с разрушенными

десятью заповедями

спускается сгорбившись в убежище;

Облака (и птицы) нарушают границы.

В постелях Польши

три миллиона беженцев,

окутанные,

пишут своими нулями

три линии истории

в вашей немецкой опере:

Сицилийская вечерня,

а в Афинах

чтением стихов о чужой травме

мы говорим громко и непонятно

о мире;

однако

из этого старого радио

- реликвия моей бабушки

со времен Второй мировой войны –

по прежнему слышен

голос моего дипломата:

«...война преобладает…

Война...»

Харон

в безопасности, далекий и немой,

такой как и эти имена:

Оксана, Мальва, Юля, Злата, Богдан,

Микола, Володимир, Дмитро.

Славянские синяки моего языка

- мертвые Украины,

пока солнце продолжает вставать и садиться

в Киевской Руси

через раскрытые крылья Берегини.

i Γιώργος Σεφέρης, Το Ραδιόφωνο, από: Ο ηδονικός Ελπήνωρ, στ., 92-94. Στην: Κίχλη (1947) & στα: Ποιήματα, (σ. 225), 15η έκδοση, 1985