Εκτινάχθηκαν στις 55.000 οι αιτήσεις στην πρώτη μόλις εβδομάδα
Ταμείο Εγγυοδοσίας

Εκτινάχθηκαν στις 55.000 οι αιτήσεις στην πρώτη μόλις εβδομάδα

Τις αυξημένες προσδοκίες της αγοράς για φθηνή ρευστότητα αντανακλά η βροχή των αιτήσεων στις τράπεζες για δάνεια με την εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου, μέσα στην πρώτη μόλις εβδομάδα λειτουργίας του Ταμείου Εγγυοδοσίας.

Στη διάρκεια των πρώτων επτά ημερών του μεγαλύτερου μέχρι σήμερα προγράμματος παροχής ρευστότητας και οι αιτήσεις από μεγάλες, μικρομεσαίες και μικρές επιχειρήσεις έχουν αγγίξει ή και ξεπεράσει τις 55.000, δείγμα της «δίψας» που υπάρχει στην πραγματική οικονομία για δάνεια με ευνοϊκά επιτόκια και χαμηλές εξασφαλίσεις. 

Είναι τόση μεγάλη η ανάγκη για χαμηλού κόστους κεφάλαια, ώστε ελάχιστες ημέρες από τότε που έκανε πρεμιέρα το «βαρύ πυροβολικό» των νέων χρηματοδοτικών εργαλείων, πίσω από το οποίο βρίσκεται ο υφυπουργός Ανάπτυξης, Γιάννης Τσακίρης, και το ενδιαφέρον έχει καλύψει τον διαθέσιμο προϋπολογισμό του Ταμείου.

Ένα πρόγραμμα με κεφάλαια 2 δισ. ευρώ, που με την τραπεζική μόχλευση μπορεί να φτάσει στα 7 δισ. και το οποίο παρέχει δάνεια για κεφάλαια κίνησης εγγυημένα κατά 80%, ενώ σε επίπεδο χαρτοφυλακίου κάθε τραπεζικού ιδρύματος η εγγύηση είναι 40% για μικρομεσαίες και 30% για μεγάλες επιχειρήσεις. Στόχος, αφενός να υπερδιπλασιασθεί ο αριθμός των δανείων, όπως είχε δηλώσει σε πρόσφατη συνέντευξη στον «Φιλελεύθερο» ο κ. Τσακίρης, αφετέρου να δημιουργηθεί μια επαρκής ασπίδα προστασίας για το ρίσκο που αναλαμβάνουν οι τράπεζες. 

Σαν μηχανισμός, το Ταμείο Εγγυοδοσίας σχεδιάστηκε σε σύντομο χρόνο μαζί με την Αναπτυξιακή Τράπεζα, ακριβώς στην λογική ότι το πρόγραμμα επιδότησης επιτοκίου (ΤΕΠΙΧ ΙΙ) έχει περιορισμένους πόρους και επομένως δεν θα μπορούσε να επωφεληθεί από αυτό σημαντικό μέρος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. 

Αθροίζοντας τα 7 δισ. του μεγάλου εγγυοδοτικού προγράμματος, με τα μέχρι 2,5 δισ. του ΤΕΠΙΧ ΙΙ και με το 1 δισ. ευρώ της πληρωμής των τόκων για τρεις μήνες, διοχετεύεται στην αγορά, μέσω των τραπεζών, ρευστότητα άνω των 10 δισεκατομμυρίων ευρώ. Εάν συνυπολογιστούν και τα 2 δισ. ευρώ της επιστρεπτέας προκαταβολής, μαζί με τις γραμμές χρηματοδότησης που έχουν ανοίξει οι ίδιες οι τράπεζες, η ρευστότητα στην πραγματική οικονομία αναμένεται να ανέλθει στα 15-16 δισ. ευρώ. 

Το πολύ μεγάλο αυτό ενδιαφέρον των επιχειρηματιών για ρευστότητα είχε ήδη καταγραφεί από το περασμένο μήνα. Είναι χαρακτηριστικό το τι συνέβη τον Μάιο με το πρόγραμμα χορήγησης κεφαλαίου κίνησης με πλήρη επιδότηση επιτοκίου τα πρώτα δύο χρόνια, όταν σε πέντε μόλις ημέρες είχαν υποβληθεί πέντε φορές περισσότερες αιτήσεις απ’ όσες είχε προϋπολογίσει το υπ. Ανάπτυξης ότι θα κατέθεταν οι επιχειρήσεις σ’ έναν ολόκληρο μήνα.

Και όταν ελήφθη η απόφαση να κλείσει προσωρινά το σύστημα, προκειμένου να γίνει η πρώτη αξιολόγηση των αιτήσεων, τα αιτούμενα δάνεια ανέρχονταν σε 4 δισ. ευρώ και μέχρι να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες για να κλείσει το σύστημα είχαν εκτοξευθεί στα 5,5 δισ. ευρώ. Κι αυτό ενώ αρχικά μέσω του συγκεκριμένου προγράμματος υπολογιζόταν να χορηγηθούν δάνεια ύψους 1,3 δισ. ευρώ, ποσό που τελικά ανήλθε στα 2 με 2,5 δισ. ευρώ με τους επιπλέον πόρους προς το Ταμείο Επιχειρηματικότητας (ΤΕΠΙΧ ΙΙ)

Είναι όλ’ αυτά εργαλεία τα οποία δεν μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς τις τράπεζες, οι οποίες και φαίνεται ότι τελικά αναλαμβάνουν ναι μεν μεγαλύτερο, ωστόσο λελογισμένο ρίσκο, προκειμένου να ανταποκριθούν στις ανάγκες των επιχειρήσεων. Σημειωτέον ότι έχουν δεσμευτεί έναντι του Πρωθυπουργού για παροχή ρευστότητας ύψους 15-16 δισ. ευρώ στην αγορά.

Επιλέξιμοι

Στο Ταμείο Εγγυοδοσίας επιλέξιμες είναι οι μικρές, πολύ μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες και θα πρέπει να έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών έως 50 εκατ. ευρώ, ενεργητικό έως 43 εκατ. ευρώ και να απασχολούν κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς λιγότερους από 250 εργαζομένους. Δικαίωμα συμμετοχής έχουν και οι μεγάλες επιχειρήσεις, των οποίων ο ετήσιος κύκλος εργασιών και το απασχολούμενο προσωπικό υπερβαίνουν την κατηγορία των ΜμΕ.

Αποδέκτριες των δανείων μπορούν να είναι όλες οι επιχειρήσεις ανεξαρτήτως εάν ανήκουν στους πληττόμενους ΚΑΔ που είχε ορίσει το υπουργείο Οικονομικών κατά τη διάρκεια της πανδημίας, και το ποσό που θα λάβει κάθε επιχείρηση δεν μπορεί να υπερβαίνει ένα από τα παρακάτω όρια (όποιο είναι μεγαλύτερο):

1. Διπλάσιο του ετήσιου μισθολογικού κόστους για το 2019. Εφόσον πρόκειται για επιχειρήσεις που δημιουργήθηκαν μετά την 1η Ιανουαρίου 2019, τότε το ανώτατο δάνειο δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το κατ’ εκτίμηση ετήσιο μισθολογικό κόστος για τα δύο πρώτα έτη λειτουργίας.

2. Το 25% του συνολικού κύκλου εργασιών της επιχείρησης κατά το ίδιο έτος.