Δικαιούται η πολιτική κοινότητα να μην ακούει;

Δικαιούται η πολιτική κοινότητα να μην ακούει;

Ο Βαγγέλης Βενιζέλος σε πρόσφατες δηλώσεις του ζητά από την επιστημονική κοινότητα «να πάρει θέση και να εξηγήσει τι συμβαίνει στη χώρα μας και η κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα να λάβει αποφάσεις», επισημαίνοντας ότι το τελευταίο διάστημα είμαστε μια από τις δύο πρώτες χώρες στην Ευρώπη σε θανάτους ανά 1 εκατομμύριο κατοίκους. Στη συνέχεια μάλιστα, υποδεικνύει ότι «δεν δικαιούται η επιστημονική κοινότητα να σιωπά».

Προφανώς, ο συνήθως εύστοχος και ευρυμαθής πολιτικός δεν αντιλήφθηκε σειρά δημοσίων δηλώσεων επιστημόνων, στις οποίες, από τις αρχές του χρόνου, αναφερόμασταν στην ανάγκη λήψης πιο αυστηρών μέτρων.

Ο υποχρεωτικός εμβολιασμός σε όλες τις κατηγορίες των εργαζομένων που έρχονται σε καθημερινή επαφή με πολλά άτομα, η αύξηση των περιορισμών στις μετακινήσεις των ανεμβολίαστων και στην πρόσβασή τους σε δημόσιες συναθροίσεις (κοινωνικές, πολιτιστικές, αθλητικές, κ.ά.), ο έγκαιρος εμβολιασμός των παιδιών και των εφήβων, η υποχρεωτική χρήση της μάσκας και σε εξωτερικούς χώρους συναθροίσεων, η απαγόρευση συναθροίσεων που δεν σχετίζονται με την απολύτως οικονομική δραστηριότητα (όπως οι παρελάσεις), η εφαρμογή ειδικών προγραμμάτων Αγωγής Υγείας ώστε να πειστεί ένα σημαντικό ποσοστό των αρνητών, κυρίως μεταξύ των νέων και των λιγότερο μορφωμένων στρωμάτων, καθώς και η ανάγκη να καταπολεμηθεί η πανδημία πρωτίστως στην κοινότητα, ενισχύοντας θεσμούς και υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας και όχι μόνο κλίνες ΜΕΘ, αποτελούν ορισμένες από τις προτάσεις που έχουμε διατυπώσει δημόσια.

Είχαμε ακόμα προβλέψει πως, χωρίς αυτά τα μέτρα, θα καθυστερήσει η επίτευξη της συλλογικής ανοσίας με τον πλήρη εμβολιασμό τουλάχιστον του 70% του γενικού πληθυσμού, ώστε να αρχίσει να κάμπτεται το επιδημικό κύμα πριν μπούμε στο φθινόπωρο. Σε αντίθετη περίπτωση, θα είχαμε έξαρση της επιδημίας τον Οκτώβριο (όπως ήδη συμβαίνει) και πιθανόν έναν δύσκολο χειμώνα.

Προσωπικά, είχα επιπλέον διατυπώσει την άποψη ότι η κυβέρνηση κινείται με βασικό γνώμονα τις αντοχές του νοσοκομειακού συστήματος και όχι τη δυναμική της επιδημίας, επιδιώκοντας το άμεσο άνοιγμα του τουρισμού, την ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς και την αποκατάσταση των κοινωνικών δραστηριοτήτων.

Εάν όμως είχε περιοριστεί η επιδημία στη χώρα μας σε μεγαλύτερο βαθμό με έγκαιρα και πιο αποφασιστικά μέτρα, τα οικονομικά και κοινωνικά οφέλη, και πάνω απ' όλα τα οφέλη για την υγεία μας θα ήταν πολύ περισσότερα.

* Ο Γιάννης Τούντας είναι Ομότιμος καθηγητής Ιατρικής ΕΚΠΑ, Διευθυντής του Ινστιτούτου Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής