Βλέπει τον κίνδυνο η Λαγκάρντ και ετοιμάζει ρελάνς

Βλέπει τον κίνδυνο η Λαγκάρντ και ετοιμάζει ρελάνς

Απεριόριστη ρευστότητα, νέα μέτρα στην περίπτωση που αυτό κριθεί απαραίτητο ακόμα και μέσα στο 2020 καθώς και προσαρμογή του στόχου για τον πληθωρισμό στα πρότυπα της Fed, είναι έτοιμη να… τάξει η επικεφαλής της ΕΚΤ την ερχόμενη Πέμπτη για να συγκρατήσει την άνοδο του ευρώ. Το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα έχει ενισχυθεί έναντι του δολαρίου κατά 5,4% από την αρχή του έτους και 11% από τα χαμηλά του Μαρτίου, ενώ ισχυρή είναι και η άνοδος έναντι του γεν, υποβαθμίζοντας αυτομάτως ακόμη περισσότερο τις προβλέψεις για τον πληθωρισμό.

Όλα αυτά συνεπάγονται ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να κάνει πολλά περισσότερα για να βγάλει τον πληθωρισμό από το αρνητικό έδαφος του Αυγούστου και να τον οδηγήσει προς το 2%. Την ίδια ώρα, η λέξη αβεβαιότητα συνεχίζει να κυριαρχεί στις συζητήσεις στη Φρανκφούρτη ενώ η Oxford Economics τοποθετεί τον πιστωτικό κίνδυνο για τις τράπεζες της Ευρωζώνης στα 1 τρισ. ευρώ στο δυσμενές σενάριο.  

Σε αυτό το κλίμα, η ΕΚΤ παραμένει στην ίδια κατάσταση συναγερμού που σήμανε η Κριστίν Λαγκάρντ τον περασμένο Μάρτιο και πλέον οι προβολείς στρέφονται στη συνέντευξη Τύπου της ερχόμενης Πέμπτης, όπου η Γαλλίδα πρόεδρος δεν αναμένεται να ανακοινώσει νέα μέτρα. Πρώτον γιατί υπάρχουν σοβαρές αντιδράσεις και δεύτερον γιατί ίσως να αρκεί η κατάλληλη ρητορική  για να πετύχει αυτό που θέλει να στην παρούσα φάση.

Ο στόχος της Λαγκάρντ θα είναι αφενός να δείξει ότι η ΕΚΤ θα στηρίζει για όσο χρειαστεί την οικονομία και αφετέρου να αποκλιμακώσει τις ανοδικές πιέσεις που δέχεται το ευρώ. Επομένως, αναλυτές εκτιμούν ότι η επικεφαλής της ΕΚΤ θα σταθεί τόσο στις προοπτικές του πληθωρισμού, όσο και στην πρόθεση της ευρωτράπεζας να διατηρήσει σε ισχύ επ’ αόριστον τη χαλαρή νομισματική πολιτική, το QE Πανδημίας και όλα τα μέτρα ενίσχυσης της οικονομίας. 

Δεν αποκλείεται επίσης η Λαγκάρντ να αναφερθεί στο μεγάλο κίνδυνο της ανεργίας αφού οι αναλύσεις που φτάνουν στο γραφείο της δεν είναι καθησυχαστικές για τους επόμενους μήνες. Στο μεταξύ, η Oxford Economics προχώρησε με χθεσινή της ανάλυση στην ποσοτικοποίηση του κινδύνου για τις τράπεζες της Ευρωζώνης, εκτιμώντας ότι στο δυσμενές σενάριο οι πιστωτικές ζημιές δεν αποκλείεται να αγγίξουν τα 1 τρισ. ευρώ. Και για να μην φτάσουμε σε σημείο χωρίς επιστροφή, ο οίκος εκτιμά ότι οι ευρωπαϊκές αρχές θα βγάλουν από το συρτάρι το σχέδιο για τη δημιουργία πανευρωπαϊκής bad bank.

Όσον αφορά τον πληθωρισμό, η ΕΚΤ θεωρείται πλέον δεδομένο ότι θα κινηθεί στα χνάρια της Fed και θα θέσει ως στόχο το 2% αλλά σε πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα, κίνηση που της δίνει ευελιξία και ελευθερία κινήσεων σε περιόδους κρίσης. Είναι σαν να παραδέχεται ότι εδώ και πολλά χρόνια δεν μπορεί να πιάσει τον στόχο για τον πληθωρισμό και γι’ αυτό τον κάνει πιο ασαφή. Παράλληλα, θα μπορεί πλέον να στοχεύει σε υψηλότερο επίπεδο από το 2%.

Το θέμα είναι αν η ΕΚΤ μπορεί να… απολαύσει την ευελιξία της Fed. Υπενθυμίζεται ότι στο συμπόσιο του Τζάκσον Χόουλ, ο Τζερόμ Πάουελ είπε ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ θα κινείται πλέον με γνώμονα τη διατήρηση του πληθωρισμού στο 2% σε βάθος χρόνου αλλά δεν θα υιοθετήσει κάποια αυστηρή μαθηματική φόρμουλα που θα καθορίζει το μέσο όρο του πληθωρισμού. Με άλλα λόγια η Fed – που ούτε αυτή έχει καταφέρει να πετύχει το στόχο την τελευταία δεκαετία - αποκτά πολύ μεγάλα περιθώρια ευελιξίας και θα μπορεί στο εξής να κάνει ότι θέλει, αρκεί σε βάθος χρόνου να μην παραβιάζεται το 2%, χωρίς όμως να ορίζεται η έννοια του χρόνου. Η αποστολή που έχει αναθέσει το Κογκρέσο στη Fed είναι να φροντίζει για τη σταθερότητα των τιμών στο 2% και για τη μέγιστη βιώσιμη απασχόληση.

Ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ, Φίλιπ Λέιν, έχει… στρώσει το έδαφος για τη Λαγκάρντ, τονίζοντας κατά την προηγούμενη συνεδρίαση της ΕΚΤ τον Ιούλιο, ότι η ανάκαμψη θα είναι πολύ αργή μετά το αρχικό rebound, μία εξέλιξη που θα έχει αντίκτυπο στην αναθέρμανση του πληθωρισμού. Σύμφωνα με αναλυτές της ING, είναι νωρίς να δούμε κάποια σημαντική ανακοίνωση, όμως στο τέλος η ΕΚΤ θα αλλάξει τον στόχο για τον πληθωρισμό σε «γύρω στο 2%» από «κοντά αλλά χαμηλότερα του 2%» που ισχύει σήμερα.