Γιατί ο πλανήτης χρειάζεται τους υδρογονάνθρακες

Γιατί ο πλανήτης χρειάζεται τους υδρογονάνθρακες

Η ενεργειακή κρίση διαρκείας και η απόλυτη εξάρτηση της Ευρώπης από έναν βασικό προμηθευτή επαναφέρουν στο προσκήνιο τις έρευνες υδρογονανθράκων. Οι έρευνες σε πολλές χώρες έχουν τελματώσει ωστόσο οι εξελίξεις βάζουν ξανά στο τραπέζι την ανάγκη για περισσότερο πραγματισμό και για ένα νέο ενεργειακό δόγμα, πανευρωπαικά. 

Το μήνυμα της αρμόδιας γενικής γραμματέως Ενέργειας και Ορυκτών Πόρων Αλεξάνδρας Σδούκου από το Κάιρο, όπου και η σημαντικότερη ετήσια έκθεση στην περιοχή για το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, σαφές. «Χρειαζόμαστε περισσότερες έρευνες και μεγαλύτερη παραγωγή φυσικού αερίου για να περιορίσουμε την εξάρτησή μας από χώρες εκτός ΕΕ», δήλωσε από το συνέδριο της EGYPS, αναφερόμενη στο διεθνές περιβάλλον και περιγράφοντας μια πράσινη μετάβαση με πολλά σκαμπανεβάσματα.

Τέτοιες δηλώσεις συμπίπτουν με τη συνειδητοποίηση από ολοένα και περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη πως η δομική εξάρτηση της ΕΕ από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα, μαζί με τη «δαιμονοποίηση» του φυσικού αερίου από την Κομισιόν που έχει οδηγήσει στην κατάρρευση της ευρωπαϊκής παραγωγής, θα φέρουν στο μέλλον νέες ενεργειακές καταιγίδες.

Στην καρδιά της ενεργειακής κρίσης, η Νορβηγία, ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου και αερίου της Ευρώπης, ανακοίνωσε ότι σκοπεύει να αυξήσει μέχρι το 2024 πάνω από 9% την παραγωγή πετρελαίου της. Η Δανία δήλωσε ότι θα εκμεταλλεύεται μέχρι το 2050 τα δικά της πετρελαϊκά κοιτάσματα. Η Ολλανδία συνεχίζει να εκμεταλλεύεται μέχρις εξαντλήσεως το μεγάλο κοίτασμα φυσικού αερίου Γκρόνιγκεν, η Ιταλία εξασφαλίζει τα νώτα της με τα λιβυκά κοιτάσματα μέσω του ενεργειακού κολοσσού ΕΝΙ, ενώ η M.Βρετανία έχει ανακοινώσει ότι θα εξαντλήσει κάθε ποσότητα των δικών της οικονομικά αξιοποιήσιμων κοιτασμάτων. 

Τα παραπάνω δεν είναι τυχαίες κινήσεις. Τη συνέχιση των ερευνών υδρογονανθράκων πριμοδοτούν αφενός η αγωνία πολλών ευρωπαϊκών χωρών που δε θέλουν να ξαναζήσουν στο μέλλον μια παρόμοια «τέλεια καταιγίδα» και ένα τέτοιο τιμολογιακό πανικό, αφετέρου η έκρηξη των τιμών του πετρελαίου και φυσικού αερίου, οι οποίες έχουν κάνει ξανά συμφέρουσες (υπό προϋποθέσεις), τις γεωτρήσεις.

Με τιμές για το αργό στα 94 δολάρια το βαρέλι και για το φυσικό αέριο σταθερά στα επίπεδα των 70-80 ευρώ/MWh, το upstream συμφέρει ξανά κυρίως σε περιοχές με διαπιστωμένα εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα.

Στο θέμα έχει αναφερθεί κατ’ επανάληψη και μέσω του Liberal ο πρώην υπουργός Ενέργεας Γιάννης Μανιάτης, που μιλώντας ειδικά για την Ελλάδα, έχει χαρακτηρίσει το ζήτημα υπαρξιακό για τη χώρα, λέγοντας ότι αφορά εθνικές προτεραιότητες, οι οποίες πρέπει να προχωρούν ταυτόχρονα με τις στρατηγικές της πράσινης μετάβασης.

Σε κάθε περίπτωση το επίμαχο κεφάλαιο ξαναμπαίνει στην κουβέντα, με την αρμόδια γ.γραμματέα του ΥΠΕΝ να διατυπώνει ένα ξεκάθαρο πολιτικό μήνυμα. Χρειάζεται, παγκοσμίως, να κινηθούμε με ταχύτητα προς την πράσινη μετάβαση, αλλά όχι με βιασύνη, γεωπολιτικοί κίνδυνοι, οικονομικοί περιορισμοί και τεχνολογικά κενά μπορεί να καθυστερήσουν ή και να εμποδίσουν την πορεία αυτή, που δε θα είναι γραμμική, επομένως η χώρα χρειάζεται να αποκτήσει μια νέα ενεργειακή στρατηγική.

Δεν έχει καμία λογική, όπως είπε, υπό το φως των εξελίξεων στην Ευρώπη, η οποιαδήποτε απόφαση ενός μεγάλου παραγωγού φυσικού αερίου να μειώσει την παραγωγή φυσικού αερίου ή να μην εκμεταλλευτεί επενδυτικές ευκαιρίες στους τομείς του upstream (έρευνα και εξόρυξη), χωρίς αυτό φυσικά να προδικάζει εξελίξεις, αφού στα εξαιρετικά βαθιά νερά, όπως τα ελληνικά, τα κόστη και τα τεχνικά εμπόδια, συχνά λειτουργούν αποτρεπτικά.

Οι έρευνες στην Κρήτη 

Η αλήθεια είναι ότι η παγκόσμια πετρελαϊκή βιομηχανία προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές της από τη ζημιές που γνώρισε το 2020 και προς το παρόν δείχνει να προτιμά να χρησιμοποιήσει τις επιπλέον ταμειακές ροές για να εξοφλήσει χρέη ή να επενδύσει σε τεχνολογία μείωσης των εκπομπών.

Στην Ελλάδα, επτά χρόνια μετά το 2014, οπότε και προκηρύχθηκαν τα 20 θαλάσσια οικόπεδα και ελάχιστες γεωτρήσεις έχουν προχωρήσει, απόρροια και του αρνητικού διεθνώς περιβάλλοντος για την αγορά υδρογονανθράκων, που είχε οδηγήσει τις εταιρείες να επικεντρώνουν τις επενδύσεις τους σε πιο ώριμα και προχωρημένα project.

Στην Κρήτη για παράδειγμα, η κοινοπραξία Total, ExxonMobil και ΕΛΠΕ, μετά από πολλές αναβολές, αποφάσισε να μην προχωρήσει ούτε αυτή την περίοδο στη διενέργεια σεισμικών ερευνών στα δύο οικόπεδα που της έχουν παραχωρηθεί, όπως ενημέρωσε πρόσφατα την ΕΔΕΥ. Πέραν των άλλων, εκκρεμούν ακόμη προσφυγές τριών περιβαλλοντικών οργανώσεων στο Συμβούλιο της Επικρατείας για την εκδίκαση των οποίων, δόθηκε πρόσφατα και... τέταρτη αναβολή.

Στον αντίποδα των όσων συνέβησαν την τελευταία δεκαετία στην Ελλάδα, η Αίγυπτος κατάφερε να αξιοποιήσει μέσα σε 2,5 χρόνια το κοίτασμα Ζορ, το μεγαλύτερο της Μεσογείου που έχει εντοπιστεί μέχρι σήμερα. «Παραμένουμε ανοιχτοί και πρόθυμοι να οικοδομήσουμε ισχυρότερες συμμαχίες με τους υπάρχοντες επενδυτές», ανέφερε από το Κάιρο η Αλ. Σδούκου, μιλώντας για την ανάγκη της Ελλάδας να μετριάσει την υπερεξάρτησή της από τις εισαγωγές ενέργειας, είτε διαφοροποιώντας τις πηγές και τις διαδρομές (LNG, TurkStream, TAP), είτε με νέες υποδομές.

Τέτοιες είναι στρατηγικές εγκαταστάσεις που τόσο μας λείπουν, όπως η Υπόγεια Αποθήκη της Ν.Καβάλας που μετρά μια δεκαετία καθυστερήσεων και ο πλωτός τερματικός επαναεριοποίησης αερίου της Αλεξανδρούπολης (FSRU) για τον οποίο η Gastrade έλαβε πρόσφατα την επενδυτική απόφαση.

Αμφότερα τα projects είναι ικανά να αυξήσουν μελλοντικά την εθνική μας ικανότητα, αλλά και των γειτόνων μας, προκειμένου να αντιμετωπιστεί μια μεγάλη έλλειψη εφοδιασμού, όπως αυτή με την οποία θα μπορούσε να βρεθεί αντιμέτωπη η Ευρώπη, αν ξεσπάσει μια σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας.