Άμυνα: Απαραίτητη μια συνολική μεταρρύθμιση

Άμυνα: Απαραίτητη μια συνολική μεταρρύθμιση

Τα τελευταία χρόνια, εδώ και δεκαετίες μάλλον, ακούγεται συχνά η λέξη μεταρρυθμίσεις. Τα πεδία στα οποία αναφέρονται συνήθως οι μεταρρυθμίσεις είναι η παιδεία, η υγεία, η δικαιοσύνη και η δημόσια διοίκηση. Και όντως, παρά τις συζητήσεις, μελέτες, διακηρύξεις αλλά και την πρόσφατη οικονομική κρίση, αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν έχουν προχωρήσει στη χώρα μας και η συζήτηση συνεχίζεται. Κρίνουμε ωστόσο ότι ένας χώρος στον οποίο εξίσου, αν όχι περισσότερο, χρειάζονται μεταρρυθμίσεις, είναι ο χώρος της άμυνας.

Άμυνα δεν είναι μόνο οι εξοπλισμοί

Από τα θέματα της άμυνας, εκείνα που απασχολούν κυρίως τον δημόσιο λόγο είναι οι προμήθειες οπλικών συστημάτων. Και δικαιολογημένα μέχρις ενός σημείου, καθόσον δεν υπάρχει άμυνα χωρίς οπλικά συστήματα, πόσο μάλλον δε όταν οι εξοπλισμοί σταμάτησαν και προτού αρχίσει η οικονομική κρίση. Τα πρόσφατα εξοπλιστικά προγράμματα στην αεροπορία και το ναυτικό είναι πολύ θετικά για να καλυφθούν σοβαρά κενά από την περίοδο της εξοπλιστικής ξηρασίας.

Ωστόσο οι εξοπλισμοί, όσο σημαντικοί κι αν είναι, δεν αποτελούν το σημαντικότερο παράγοντα στην άμυνα. Η ιστορία βρίθει παραδειγμάτων όπου στρατοί κατώτεροι σε οπλισμό και αριθμό κέρδισαν υπέρτερους αντιπάλους τους. Και για μην πάμε μακριά, καλό είναι να έχουμε υπόψη μας ότι στους σύγχρονους πολέμους, η Ελλάδα όταν ηττήθηκε η ήττα δεν ήταν αποτέλεσμα τεχνολογικής υστέρησης (1974), ενώ όταν κέρδισε, η νίκη δεν οφειλόταν σε εξοπλιστική υπεροχή (1940).

Η μονομερής εστίαση στους εξοπλισμούς και στην τεχνολογία, θεωρούμε ότι οφείλεται σε δύο λόγους. Πρώτον στο γεγονός της ευκολίας που παρουσιάζει η μέτρηση, η σύγκριση και η αξιολόγησή τους: τόσα αεροσκάφη τέτοιας γενιάς, τόσα υποβρύχια, τόσα πυροβόλα κ.ο.κ. Δεύτερον, επειδή προσθέτοντας οπλικά συστήματα υπάρχει η εντύπωση ότι προκύπτει αυτόματα η αποτροπή μόνο και μόνο με την ύπαρξη οπλικών συστημάτων και στη συνέχεια, η αποτροπή είναι κάτι σαν θυμιατό με το οποίο ξορκίζουμε το κακό.

Στην άμυνα έχουν επέλθει διάφορες αλλαγές αλλά ποτέ μία συνολική μεταρρύθμιση, με αποτέλεσμα να συνυπάρχουν κάποια σύγχρονα με παλιά στοιχεία, σε μία δομή που έχει μείνει στάσιμη πολλές δεκαετίες. Βέβαια οι στρατοί σε όλο τον κόσμο είναι συντηρητικοί μηχανισμοί που αντιστέκονται στις αλλαγές διότι διαθέτουν μεγάλη αδράνεια.

Παρά ταύτα, αυτός είναι λόγος που συνηγορεί στην εντονότερη προσπάθεια για αλλαγή και όχι αιτία για να αναβάλλεται. Όταν γύρω μας αλλάζει το διεθνές περιβάλλον, η κοινωνία και η τεχνολογία, δεν είναι λογικό ο χώρος της άμυνας να παραμένει ακίνητος. Η μη προσαρμογή, παραφράζοντας τον Δαρβίνο, οδηγεί κάθε οργανισμό στην απολίθωση και την εξαφάνισή του.

Να προσθέσουμε επίσης τρία άλλα στοιχεία, πέραν των εξοπλισμών, για την αναγκαιότητα των αλλαγών. Μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι ο στρατός σε όλες τις δημοσκοπήσεις, έχει πολύ υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης από τους πολίτες, ως απόδειξη ότι λειτουργεί σωστά. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνεπάγεται ότι επειδή ο στρατός απολαμβάνει εμπιστοσύνης δεν έχει ανάγκη αλλαγών. Το άλλο στοιχείο είναι επίσης η εμπιστοσύνη που δείχνει η κοινή γνώμη ότι ο στρατός λειτουργεί αποτελεσματικότερα από τις άλλες δημόσιες υπηρεσίες.

Το αν ο στρατός είναι αποτελεσματικότερος ωστόσο, δεν μπορεί να κριθεί σε σχέση με την Πυροσβεστική ή τον ΕΟΠΥΥ αλλά σε σχέση με τον αντίπαλο στρατό. Τέλος, υπάρχουν μεταρρυθμίσεις στην άμυνα που μπορούν να έχουν μεγάλη ανταποδοτική αξία με ελάχιστο ή μηδενικό κόστος.

Τι πρέπει να περιλάβει η μεταρρύθμιση

Και τι πρέπει να περιλάβει μία μεταρρύθμιση της άμυνας; Φυσικά εδώ δεν μπορούμε να αναλύσουμε ένα τόσο σοβαρό και πολύπλοκο θέμα αλλά να δώσουμε επιγραμματικά την ουσία του ζητήματος, χρησιμοποιώντας το βρετανικό μοντέλο των Γραμμών Ανάπτυξης Της Άμυνας (Defence Lines of Development). Οι γραμμές αυτές, παρέχουν ένα πλαίσιο για τον συντονισμό της παράλληλης ανάπτυξης διαφόρων πτυχών της άμυνας και περιλαμβάνουν οργάνωση, εκπαίδευση, προσωπικό, δόγμα, ηγεσία και μόρφωση, υλικό, επιμελητεία και υποδομές. Η τηλεγραφική ανάπτυξη αυτών των γραμμών αφορά κατά κύριο λόγο τον στρατό ξηράς, εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.

Οργάνωση: Στον τομέα της οργάνωσης θα θίξουμε τρία θέματα, στο ανώτατο πολιτικοστρατιωτικό επίπεδο, στο επίπεδο του υπουργείου άμυνας και στο επίπεδο της δομής δυνάμεων. Καταρχήν στο ανώτατο επίπεδο, το κυριότερο ερώτημα, που σπάνια τίθεται, αν αναλογιστεί κάποιος τη σοβαρότητά του, είναι το εξής: ποιός εκπονεί στρατηγική στη χώρα και με ποιά διαδικασία; Η σύντομη απάντηση είναι ότι στερούμαστε οργάνου αλλά και διαδικασίας εκπόνησης στρατηγικής. Η ενορχήστρωση και ο συντονισμός των συντελεστών ισχύος, η εκπόνηση στρατηγικής, η διαδικασία λήψεως αποφάσεων, ζητήματα δηλαδή που θα αντιμετώπιζε η σύσταση Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, δεν υφίσταται.

Παρά τη συνηγορία υπέρ της δημιουργίας ενός τέτοιου οργάνου από όλο το πολιτικό φάσμα, δεν καταφέραμε μέχρι σήμερα να το υλοποιήσουμε. Επιπλέον στρατηγική δεν είναι ένα κείμενο, ακόμη και τέλειο αλλά μια καθημερινή διαδικασία. Είναι εντυπωσιακό ότι προβλέψαμε στο Σύνταγμα το Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΣΕΠ), ένα όργανο γενικώς συζητήσεων, ενώ αδυνατούμε να θεσπίσουμε ένα όργανο χάραξης και συντονισμού της στρατηγικής, για τη δημιουργία του οποίου δεν έχει διαφωνήσει κάποιος μέχρι στιγμής.

Και βεβαίως το ζήτημα είναι ακόμη πιο εξοργιστικό, αν αναλογισθεί κάποιος ότι το σπουδαιότερο ίσως δίδαγμα από την κρίση των Ιμίων το 1996, υπήρξε η έλλειψη συντονισμού και η απουσία διαδικασιών χειρισμού κρίσεων στο ανώτατο επίπεδο. Η εικόνα του αρχηγού του ΓΕΕΘΑ στο πρωθυπουργικό γραφείο με έναν ναυτικό χάρτη ή του διοικητή της ΕΥΠ να περιμένει επί ώρες στον προθάλαμο με μια σημαντική πληροφορία, δεν οδήγησαν μέχρι σήμερα, μετά από ένα τέταρτο του αιώνα, στη λήψη διορθωτικών μέτρων, για να αποφευχθούν παρόμοια φαινόμενα.

Στη συνέχεια, υπάρχουν ζητήματα οργάνωσης, τα οποία δεν εμφανίζονται στη δημόσια συζήτηση. Το υπουργείο εθνικής άμυνας, ίσως είναι το μοναδικό σε όλο το ΝΑΤΟ που δεν διαθέτει ενοποιημένες λειτουργίες, παρά μόνο τα επιτελεία συν κάποιες διευθύνσεις, που δημιουργήθηκαν εδώ και περίπου είκοσι χρόνια. Είναι ενδεικτικό ότι το ΓΕΕΘΑ και τα επιτελεία των κλάδων δεν έχουν την κοινή αρίθμηση των διευθύνσεών τους από το 1 μέχρι το 9 που ισχύει στο ΝΑΤΟ αλλά και σε όλο σχεδόν τον κόσμο.

Το αποτέλεσμα είναι να μην υπάρχει αντιστοιχία ούτε στο εσωτερικό μεταξύ των επιτελείων αλλά ούτε και με το εξωτερικό. Προχωρώντας ακόμα πιο κάτω, διατηρούμε ένα απαράδεκτο σχήμα διοικήσεως και ελέγχου στο Αιγαίο, με πολλούς διοικητές, διότι δεν το θεωρούμε ενιαία περιοχή επιχειρήσεων. Αντί να αντιμετωπίσουμε αυτό το σοβαρό πρόβλημα, το χειροτερέψαμε με την τελευταία αναδιοργάνωση και τη δημιουργία της Διοίκησης Ειδικών Επιχειρήσεων.

Η οργάνωση είναι περισσότερο πολύπλοκη για τον στρατό ξηράς. Ο στρατός από το 1974 και μετά κατέβαλε τεράστια προσπάθεια να αναδιαταχθεί για να αντιμετωπίσει την εξ ανατολών απειλή. Μέχρι σήμερα έκανε πολλές βαθμιαίες αλλαγές, συνήθως συρρικνούμενος, αλλά ποτέ μία συνολική μεταρρύθμιση. Τα τελευταία είκοσι χρόνια παρατηρείται μια αμηχανία, ανακυκλώνονται οι ίδιες ιδέες και μολονότι έχουν εμφανιστεί πολλές «νέες δομές», τελικά καμία δεν υλοποιήθηκε. Κάθε αρχηγός συνήθως ετοίμαζε και μια δομή, η οποία πέθαινε με την αποστρατεία του και ο επόμενος αρχηγός έκανε τη δική του από την αρχή, σε μια αέναη Βαβέλ. Θα ήταν ιδιαίτερα διδακτικό να γίνει μια αποτίμηση αυτών των αναδιοργανώσεων.

Δόγμα: Το δόγμα είναι ένα σύνολο θεμελιωδών αρχών βάσει των οποίων οι στρατιωτικές δυνάμεις καθοδηγούν τις ενέργειές τους. Το πώς δηλαδή θα ενεργήσει ο στρατός σε μελλοντικό πόλεμο, για να μην πολεμήσει τον προηγούμενο, όπως θέλει το στερεότυπο, δεν είναι αυτονόητο ούτε εύκολο. Ο πόλεμος μάς είπε ο Clausewitz θέτει προβλήματα αντάξια ενός Νεύτωνα ή ενός Euler.

Θα επισημάνουμε τρία σημεία, το πρώτο από τα οποία είναι ότι ο στρατός χρειάζεται να αποκτήσει ερευνητικά κέντρα, όχι για γεωπολιτικές αναλύσεις αλλά για τη μελέτη του μελλοντικού πολέμου. Τα υπάρχοντα γραφεία μελετών ασχολούνται εν πολλοίς με την καθημερινότητα και στηρίζονται σε απαρχαιωμένα πρότυπα.

Δεύτερον, για το πώς θα πολεμήσει ο στρατός, απαιτείται να επενδυθούν κάποιοι πόροι. Δεν είναι λογικό να ξοδεύονται δισεκατομμύρια για την αγορά εξοπλισμών αλλά για το πώς θα χρησιμοποιηθούν να μη δίνεται δεκάρα.

Το τρίτο σημείο είναι ότι, μολονότι ο στρατός σαν οργανισμός στέλνει σε διάφορες εκπαιδεύσεις στο εξωτερικό τον μεγαλύτερο αριθμό προσωπικού από κάθε άλλον οργανισμό στη χώρα, δεν έχει βρει μέχρι τώρα τρόπο για να εκμεταλλεύεται τις γνώσεις και την εμπειρία αυτών που επιστρέφουν. Για παράδειγμα, επιχειρησιακές ιδέες των τελευταίων τριάντα χρόνων όπως το επιχειρησιακό επίπεδο του πολέμου, ο πόλεμος των ελιγμών ή οι επιχειρήσεις σε βάθος, δεν απασχόλησαν ποτέ σοβαρά τον στρατό μας.

Προσωπικό: Κανείς δεν διαφωνεί ότι οι άνθρωποι, στη θεωρία τουλάχιστον, είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας ενός οργανισμού, όπως βεβαίως και του στρατού. Μία πρώτη παρατήρηση εδώ αφορά τους οπλίτες θητείας. Η θητεία έχει μειωθεί σταδιακά τα τελευταία χρόνια και η εκάστοτε μείωσή της ήταν ανεξάρτητη από τις ανάγκες επάνδρωσης του στρατού. Παρότι ο στρατός έχει γίνει πλέον ημιεπαγγελματικός, στηρίζεται ακόμη στην εφεδρεία και στην επιστράτευση.

Μέχρι σήμερα δεν κατέστη δυνατόν να βρεθεί ικανοποιητική λύση στο όντως δύσκολο θέμα της συσχέτισης της επάνδρωσης των μονάδων εν ειρήνη και των απειλών που πρέπει να αντιμετωπίσουν, με αποτέλεσμα όλες σχεδόν οι μονάδες να χρειάζονται συμπλήρωση με επιστράτευση. Τα τελευταία χρόνια το ζήτημα δεν είναι μόνον ότι δεν εκπαιδεύεται η εφεδρεία, αλλά και το ότι η εκπαίδευση των οπλιτών κατά τη διάρκεια της θητείας τους είναι προβληματική.

Ο στρατός, στηριζόμενος στους επαγγελματίες, στην ουσία κάνει baby-sitting των εφέδρων και τους χρησιμοποιεί κυρίως για αγγαρείες. Η θητεία έχει απαξιωθεί και χρειάζεται να αποκτήσει περιεχόμενο. Οι περισσότεροι νέοι που κατατάσσονται είναι όντως πρόθυμοι να κάνουν κάτι ουσιαστικό, αυτό όμως συνήθως δεν συμβαίνει.

Μία δεύτερη παρατήρηση αφορά το ηθικό, διότι στρατός χωρίς ηθικό δεν έχει μαχητική αξία. Με το ηθικό το ένα ζήτημα είναι ότι τα τελευταία χρόνια η πολιτική και η στρατιωτική ηγεσία, λειτουργώντας ίσως υπό το κράτος κάποιας ενοχής, ενεργούσε βάσει της λογικής «ό,τι δεν έχουμε να σάς δώσουμε σε χρήμα θα σάς το δώσουμε σε χρόνο».

Αυτή η λογική οδήγησε και σε θεσμοθέτηση παντός είδους απαλλαγών και αδειών που υπονομεύουν την ετοιμότητα και τη λειτουργία του στρατού. Ή φτάνει μέχρι του σημείου, «εφόσον δεν υπάρχουν λεφτά για εκτός έδρας, οι μονάδες δεν θα ασκηθούν στο πεδίο». Κάτι τέτοιο είναι επικίνδυνο και οδηγεί στην υπονόμευση του μαχητικού πνεύματος και στη δημοσιουπαλληλοποίηση του στρατού.

Το άλλο ζήτημα είναι ότι ο στρατός ξηράς ενώ είναι ένας ενιαίος οργανισμός, αποτελείται από διάφορα τμήματα, Όπλα και Σώματα. Το μαχητικό πνεύμα το παράγουν όσοι είναι στην αιχμή του δόρατος, δηλαδή στα Όπλα ελιγμού. Τα Όπλα ελιγμού πρέπει να απολαμβάνουν αυξημένο κύρος και να διαθέτουν τα περισσότερα προνόμια, όχι βεβαίως χρηματικά.

Τα τελευταία χρόνια όμως, τείνει να συμβεί το αντίθετο: όσο περισσότερο απομακρύνεται κανείς από την αιχμή του δόρατος, τόσο περισσότερα προνόμια απολαμβάνει και τόσο λιγότερες ευθύνες τού ζητούνται. Ένα τέτοιο φαινόμενο όμως υπονομεύει όχι απλώς το μαχητικό πνεύμα και το ηθικό του στρατού, αλλά και το ίδιο το DNA του. Όπως εύλογα αντιλαμβάνεται κάποιος, ένας στρατός μεταλλαγμένος δεν μπορεί να είναι πολύ χρήσιμος.

Εκπαίδευση: Ένας στρατός αποκτά υπόσταση εφόσον είναι εκπαιδευμένος και η εκπαίδευση είναι ένα τεράστιο πεδίο, από το οποίο θα τονίσουμε μόνο δύο στοιχεία. Το πρώτο είναι η σημασία της βασικής εκπαίδευσης, που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με επιτυχία στις μονάδες μετά την κατάργηση των κέντρων εκπαιδεύσεως.

Το δεύτερο στοιχείο είναι η έλλειψη πεδίων ασκήσεων και βολής. Ο στρατός τα τελευταία χρόνια έχει κάνει μεγάλες προόδους με τη χρησιμοποίηση της εξομοίωσης στην εκπαίδευση, κάτι που είναι σημαντικό.

Ωστόσο η έκθεση στο κρύο, τη ζέστη και τη λάσπη δεν εξομοιώνονται και η εκπαίδευση στο πεδίο δεν υποκαθίσταται με την εξομοίωση. Τα πεδία ασκήσεων και βολής έχουν συρρικνωθεί ακόμη και σε σχέση με είκοσι χρόνια πριν και η ανεύρεση νέων είναι ζήτημα βασικής προτεραιότητας.

Ηγεσία και μόρφωση: Ο στρατός βασίζεται εξολοκλήρου στην ισχύ της ηγεσίας του σε όλα τα επίπεδα, για να λειτουργήσει και να επιτελέσει την αποστολή του. Να επισημάνουμε και εδώ μόνο δύο σημεία. Κατά πρώτον, τη δημιουργία ενός Κέντρου Ηγεσίας το οποίο θα μελετά και θα προάγει τα αντίστοιχα ζητήματα.

Κατά δεύτερον, η έλλειψη επί της ουσίας απαιτητικού σχολείου ομαδαρχών και βοηθών διμοιριτών, όχι μόνο για το πεζικό, στις αντίστοιχες σχολές, κρίνεται κεφαλαιώδους σημασίας και όχι ένα ταπεινό ζήτημα. Η πλημμυρίδα των υπαξιωματικών τα τελευταία χρόνια έχει στην ουσία καταργήσει τους βαθμούς. Οι ομαδάρχες και οι βοηθοί διμοιρίτου είναι πολύ σημαντικές θέσεις καθόσον αποτελούν τα θεμέλια της ηγεσίας, για να αντιμετωπίζεται η εκπαίδευσή τους στις μονάδες και τους σχηματισμούς.

Η μόρφωση συνεισφέρει στο στρατό, παράλληλα με την εκπαίδευση, στην ανάπτυξη της μαχητικής του ισχύος ως συνόλου. Η μόρφωση παρέχει τη διανοητική ικανότητα και την εμπιστοσύνη ώστε οι ηγέτες, ειδικά στις ανώτατες βαθμίδες, να αυτοσχεδιάζουν, να καινοτομούν και να βρίσκουν λύσεις σε προβλήματα που είναι αδύνατον να προβλεφθούν.

Είναι γεγονός ότι οι αξιωματικοί αποκτούν πλέον μόρφωση σε ποικίλα πεδία και σε λίγα χρόνια, χωρίς υπερβολή, όλοι οι λοχαγοί θα έχουν διδακτορικό. Αυτό βεβαίως δεν είναι μειονέκτημα, ωστόσο εκεί όπου υπάρχει υστέρηση είναι στη στρατιωτική μόρφωση, στο επιχειρησιακό και στο επίπεδο της στρατιωτικής στρατηγικής.

Το ζήτημα χρειάζεται να το αντιμετωπίσει ο ίδιος ο στρατός και όχι να αποποιείται την ευθύνη του αναθέτοντάς το σε άλλους, καλυπτόμενος κάτω από ένα μανδύα επιστημοσύνης. Διαφορετικά θα φτάσουμε σε κατάσταση παρόμοια με αυτή προ των Βαλκανικών Πολέμων: οι αξιωματικοί γνώριζαν άριστα τριγωνομετρία και γεφυροποιία, αλλά δεν είχαν λάβει στρατιωτική κατάρτιση για να διοικήσουν σχηματισμούς.

Θεωρούμε ότι η εκπαίδευση και η μόρφωση των αξιωματικών, από τα παραγωγικά σχολεία μέχρι το ανώτατο επίπεδο, χρειάζεται αναμόρφωση. Η αναμόρφωση χρειάζεται να εξεταστεί ενιαία και όχι κάθε κλάδος να κάνει τη δική του και το ΓΕΕΘΑ μιαν άλλη.

Υλικό: Η κάθετη οργάνωση (με Όπλα και Σώματα) είναι παρωχημένη και πρέπει οι επιχειρησιακές απαιτήσεις να οργανωθούν οριζόντια με βάση τις λειτουργίες μάχης (διοίκηση και έλεγχος, πληροφορίες, ελιγμός, πυρά, επιμελητεία και προστασία). Διότι με τον σημερινό τρόπο, για τα άρματα είναι υπεύθυνα τα τεθωρακισμένα και για τα πυροβόλα το πυροβολικό. Όμως ο ελιγμός δεν είναι μόνο άρματα και αφορά πολλούς, για δε την προστασία δεν είναι θεσμικά κανείς υπεύθυνος.

Το ίδιο συμβαίνει και σε διακλαδικό επίπεδο, όπου αντίστοιχα για τα αεροπλάνα είναι υπεύθυνη η αεροπορία και για τα πλοία το ναυτικό, όμως για τη διοίκηση και τον έλεγχο για παράδειγμα δεν υπάρχει θεσμικά υπεύθυνος. Το μόνο συγκεκριμένο υλικό για το οποίο θα θέλαμε να αναφερθούμε εδώ είναι οι βαλλιστικοί πύραυλοι. Θεωρούμε ότι για την πραγματική ενίσχυση της αποτρεπτικής μας ικανότητας, είναι απαραίτητη η προμήθεια βαλλιστικών πυραύλων.

Επιμελητεία: Σκόπιμα αποφεύγουμε τη λέξη «διοικητική μέριμνα» η οποία είναι η πιο άχαρη λέξη στη στρατιωτική ορολογία, με την οποία αντικαταστήσαμε μεταπολεμικά για ανεξήγητο λόγο την επιμελητεία.

Το πρώτο ζήτημα που θα θέλαμε να θίξουμε στον τομέα αυτόν, είναι ότι η επιμελητεία χρειάζεται ευρύ εκσυγχρονισμό, με την εισαγωγή πρακτικών και διαδικασιών από τον επιχειρηματικό κόσμο.

Το δεύτερο είναι ότι η διακλαδικότητα πρέπει να διευρυνθεί στον τομέα της επιμελητείας και να περιλάβει πολλές λειτουργίες της, που είναι κοινές και στους τρεις κλάδους.

Τέλος, στον στρατό ξηράς, για την υποστήριξη ενός υψηλού ρυθμού επιχειρήσεων απαιτείται διαφορετική προσέγγιση στην επιμελητειακή υποστήριξη, «εμπροσθοβαρούς», συνεχούς και προωθημένης με τη λογική του «πακέτου υποστήριξης».

Επίλογος

Κλείνουμε με δύο τελικές παρατηρήσεις. Πρώτον, κανένας οργανισμός δεν αλλάζει από μέσα. Μέχρι τώρα είχαμε την έγκριση κάθε φορά της νέας δομής δυνάμεων από το ΚΥΣΕΑ. Επρόκειτο περί μίας τυπικής διαδικασίας και ουδείς έξω από τον στρατό ασχολούταν σε βάθος, εκτός και αν επρόκειτο για κλείσιμο στρατοπέδων.

Μια συνολική μεταρρύθμιση της άμυνας ωστόσο είναι πρωτίστως πολιτικό ζήτημα υψίστης σημασίας, με το οποίο πρέπει να ασχοληθεί η πολιτική. Η δικαιολογία ότι αυτά είναι στρατιωτικά θέματα που εμείς δεν γνωρίζουμε και τα αφήνουμε στους στρατιωτικούς που ξέρουν, είναι ανυπόστατη και συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα.

Σε μία επιτροπή με αντικείμενο τη μεταρρύθμιση της άμυνας, επικεφαλής πρέπει να ορισθεί πρόσωπο κύρους, κοινής αποδοχής, από τον πολιτικό ή επιχειρηματικό κόσμο. Για επιμέρους ειδικά θέματα είναι απαραίτητη και η τεχνογνωσία εταιρειών (παράδειγμα, Deloitte ή McKinsey) όπως γίνεται σε όλο τον κόσμο.

Όταν πριν χρόνια οι Γερμανοί έκαναν αναδιοργάνωση, έθεσαν επικεφαλής ένα πρώην πρόεδρο της δημοκρατίας. Οι Βρετανοί το 2011 έθεσαν επικεφαλής έναν λόρδο για την αναδιοργάνωση του υπουργείου άμυνας. Η Επιτροπή Levene, από το όνομα του λόρδου, υπέβαλε 63 συστάσεις για αλλαγές. Οι αλλαγές πραγματοποιήθηκαν σε βάθος σχεδόν δεκαετίας με ετήσιο έλεγχο προόδου.

Δεύτερον, για να πραγματοποιηθούν μεταρρυθμίσεις που υπερβαίνουν τη θητεία ενός αρχηγού, υπουργού ή μίας κυβέρνησης, είναι απαραίτητη η συναίνεση των κομμάτων εξουσίας. Είναι όμως κάτι τέτοιο εφικτό στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα; Εάν δεν είναι, θα συνεχίσουμε όπως μέχρι τώρα.

Κάνοντας όμως τα ίδια ή και περισσότερα από τα ίδια, δεν μπορούμε να περιμένουμε διαφορετικά αποτελέσματα. Όσο περισσότερο αναβάλλουμε τις αλλαγές, άλλο τόσο γίνονται πιεστικότερες. Αν δεν τις υλοποιήσουμε ωστόσο προκαταβολικά, μπορεί να μάς επιβληθούν με οδυνηρό τρόπο.

* Ο Παναγιώτης Γκαρτζονίκας είναι Αντιστράτηγος ε.α., Διευθυντής στο Ηλεκτρονικό Περιοδικό «ΣΤΡΑΤΗΓΕΙΝ» και Υποψήφιος Διδάκτωρ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο