Ακολουθεί ο πόλεμος των εμπορευμάτων

Ακολουθεί ο πόλεμος των εμπορευμάτων

Για τριάντα χρόνια νοιώθαμε όλοι μας, πολίτες και επιχειρήσεις, βέβαιοι πως αν θέλαμε κάτι, μπορούσαμε να το βρούμε εύκολα και γρήγορα, χωρίς να φοβόμαστε πως θα πληρώσουμε παραπάνω απ’ όσο είχαμε προϋπολογίσει. Σχεδόν όλος ο κόσμος έμοιαζε με μία μεγάλη ενιαία αγορά που δούλευε περίπου αρμονικά. Η πανδημία, και τώρα ο πόλεμος Ρωσίας - Ουκρανίας, μας έδειξαν πως τα πράγματα έχουν πια αλλάξει. Η ευκολία και η αρμονική συνεργασία δίνουν πλέον τη θέση τους στην αγωνία και τον ανταγωνισμό.

Τα πρώτα σημάδια τα είδαμε πριν μερικά χρόνια, με τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ να κάνει σημαία του την επιθετική εμπορική πολιτική του απέναντι στην Κίνα. Ίσως να μη δώσαμε τότε την πρέπουσα σημασία, αλλά τώρα πια δεν έχουμε καμία δικαιολογία να αδιαφορήσουμε μπροστά στις εξελίξεις. Η πανδημική διετία μας έδειξε πως η ευκολία και η σιγουριά που χαρακτήριζαν την παγκόσμια οικονομία και το διεθνές εμπόριο για τριάντα περίπου χρόνια, δεν πρέπει να θεωρούνται δεδομένες.

Υπό προϋποθέσεις μπορεί να δώσουν τη θέση τους στην αβεβαιότητα, τη δυσκολία και την αγωνία, όταν ένα αναπάντεχο γεγονός διαταράξει την παγκόσμια εφοδιαστική και μεταφορική αλυσίδα. Ο πόλεμος που ξεκίνησε την προηγούμενη εβδομάδα, όσο λίγο και αν κρατήσει τελικά, μας έδειξε πως η παγκόσμια οικονομία και το εμπόριο κινδυνεύουν πλέον και από γεωπολιτικά γεγονότα που είχαμε απωθήσει στο λεγόμενο «χρονοντούλαπο της ιστορίας». Είναι πλέον φανερό πως τα πράγματα έχουν αλλάξει, κατά πάσα πιθανότητα οριστικά. Αυτό που ζήσαμε (και ακόμα ζούμε σε μεγάλο βαθμό) τα τριάντα τελευταία χρόνια, σύντομα θα αποτελεί μία ανάμνηση.

Οι ιδιαίτερες συνθήκες που επικράτησαν από το 1990 μέχρι πριν από λίγο καιρό προκάλεσαν μία ιδανική κατάσταση για την οικονομία, το εμπόριο, τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές. Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η ένταξη της Κίνας, της Ινδίας, της Βραζιλίας και τόσων άλλων χωρών στη διεθνή οικονομία, η έλλειψη σημαντικών εμποδίων στην εμπορική δραστηριότητα, η ευκολία δραστηριοποίησης επιχειρήσεων μακριά από τη χώρα προέλευσής τους, ο χαμηλός πληθωρισμός, η τεχνολογική πρόοδος, η άνθηση των διεθνών χρηματιστηρίων, όλα αυτά έπαιξαν τον ρόλο τους. Ο συνδυασμός τους δημιούργησε ένα περιβάλλον ιδανικό για τη διενέργεια εμπορικών συναλλαγών, τη μείωση του κόστους της παραγωγικής δραστηριότητας και τη δημιουργία εφοδιαστικών αλυσίδων που εξασφάλιζαν την ταχύτατη μεταφορά προϊόντων από το ένα μέρος του κόσμου στο άλλο.

Από αυτά τα ιδανικά που μόλις περιγράψαμε, τίποτα δεν είναι πλέον δεδομένο. Η διαμάχη Κίνας - ΗΠΑ έδειξε καθαρά πως η εποχή των ανεμπόδιστων εμπορικών συναλλαγών έχει πλέον περάσει και έχει δώσει τη θέση της σε μία κατάσταση, όπου όλοι φοβούνται πως ξαφνικά θα βρουν μπροστά τους αόρατα τείχη από δασμούς και άλλα εμπόδια που θα υψώσει όποια χώρα κρίνει πως τη συμφέρει. Ακόμα όμως και αν δεν υπάρχουν τέτοιου τύπου εμπόδια, η κατάρρευση των εφοδιαστικών και μεταφορικών αλυσίδων έδειξε πως κανείς δεν μπορεί πλέον να είναι σίγουρος πως ένα προϊόν που έχει στείλει, ή ένα που έχει παραγγείλει, θα φθάσει στον προορισμό του την ώρα που πρέπει και εντός του αρχικού προϋπολογισμού. Ο πόλεμος Ρωσίας - Ουκρανίας κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα, αφού είναι φανερό πως μία επιχείρηση μπορεί να αποκοπεί ξαφνικά από τους μεγαλύτερους πελάτες ή/και προμηθευτές της χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα γι’ αυτό, για οποιοδήποτε προϊόν και αν μιλάμε.

Και, για να μην ξεχάσουμε και αυτό, οι απειλές εναντίον της κυβερνοασφάλειας μας έχουν δείξει πως το πάτημα δύο κουμπιών ενός πληκτρολογίου μπορεί να τινάξει τα πάντα στον αέρα. Μπαίνουμε σε μία νέα εποχή, της οποίας το κύριο χαρακτηριστικό θα είναι η συστηματική προσπάθεια κάθε επιχείρησης, κάθε κυβέρνησης, αλλά ακόμα και κάθε νοικοκυριού, να εξασφαλίσουν σίγουρους προμηθευτές για όλα τα αναγκαία προϊόντα, είτε μιλάμε για ενεργειακές πρώτες ύλες, είτε για αγροτικά προϊόντα, είτε για μέταλλα, είτε για βιομηχανικά προϊόντα κάθε είδους. Επειδή αυτό δεν είναι και τόσο εύκολο να γίνει, δεν είναι υπερβολή να πούμε πως έχει ξεκινήσει ένας αγώνας για την εξασφάλιση των απαραίτητων εμπορευμάτων, αγώνας που δεν είναι υπερβολικό να πούμε πως είναι ένα είδος πολέμου.

Σε αυτά τα πλαίσια βλέπουμε ήδη αρκετούς μεγάλους «παίκτες», είτε είναι κράτη είτε είναι μεγάλες επιχειρήσεις, να έχουν κάνει τις πρώτες τους κινήσεις. Οι μεγάλες εταιρείες που ελέγχουν τις θαλάσσιες εμπορευματικές μεταφορές, επεκτείνονται με ταχύτητα στην ξηρά και τον αέρα, αγοράζοντας αεροπορικές εταιρείες, λιμάνια, ακόμα και σιδηρόδρομους. Σκοπός τους είναι η ενοποίηση των μεταφορικών δικτύων και ο κεντρικός έλεγχός τους, έτσι ώστε να μπορούν να εγγυηθούν στους πελάτες τους την όσο πιο ασφαλή και ταχεία μεταφορά των προϊόντων τους.

Μεγάλες επιχειρήσεις, με τη βοήθεια των κυβερνήσεών τους, προσπαθούν να μεταφέρουν το κέντρο βάρους της παραγωγικής τους δραστηριότητας σε «ευαίσθητους» τομείς, πιο κοντά στην έδρα τους, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη βιομηχανία μικροεπεξεργαστών, όπου η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Κίνα και οι ΗΠΑ προσπαθούν να δημιουργήσουν στο έδαφός τους μεγάλες μονάδες κατασκευής των πιο προηγμένων μικροεπεξεργαστών. Ινδοί μεγιστάνες προσπαθούν να αναπτύξουν τεχνολογία για κατασκευή μπαταριών που δεν θα χρησιμοποιούν λίθιο, προκειμένου να μην εξαρτώνται από την Κίνα, η οποία ελέγχει αυτή τη στιγμή την παγκόσμια αγορά λιθίου.

Η Κίνα έχει αγοράσει μεγάλη εταιρεία αγροτεχνολογίας (Syngenta), έχοντας σαν σχέδιο τη ριζική αναδιοργάνωση του αγροτικού και κτηνοτροφικού της τομέα, έτσι ώστε να μην έχει ανάγκη τις μεγάλες εισαγωγές σόγιας και καλαμποκιού, κυρίως από τις ΗΠΑ. Η Ινδονησία προσπαθεί να δημιουργήσει δική της βιομηχανία παραγωγής πολυκρυσταλλικού πυριτίου, με στόχο την επιθετική δραστηριοποίησή της στην κατασκευή φωτοβολταϊκών συστημάτων, με σκοπό να εξασφαλίσει την ενεργειακή της ανεξαρτησία, χωρίς να χρειάζεται το κινεζικό πολυκρυσταλλικό πυρίτιο. Ταυτόχρονα, μεγάλες επιχειρηματικές συμφωνίες, όπως η πώληση της εταιρείας Arm, η οποία σχεδιάζει μικροεπεξεργαστές, καταρρέουν μετά από κρατικά βέτο, λόγω του φόβου των κυβερνήσεων για απώλεια της τεχνολογικής πρωτοπορίας. Και βέβαια, δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στη φετινή ευρωπαϊκή μας περιπέτεια, μέσα από την οποία ανακαλύψαμε πόσο πολύτιμη είναι η ενεργειακή ανεξαρτησία.

Σε αυτόν τον πολύ σοβαρό αγώνα, που σαν έπαθλο έχει τη διατροφική, ενεργειακή και οικονομική επάρκεια μίας χώρας, κάποιοι ξεκινούν από πλεονεκτική θέση και κάποιοι από μειονεκτική. Το μεγάλο πλεονέκτημα το έχουν, τουλάχιστον θεωρητικά, πολλές χώρες της Νοτίου Αμερικής και της Αφρικής, πλούσιες σε μεταλλεύματα και με πολύ καλές επιδόσεις σε κάποιες αγροτικές καλλιέργειες. Για χώρες όπως η Χιλή, κορυφαία στην εξόρυξη χαλκού και από τις πρώτες δυνάμεις στο λίθιο, είναι μία μεγάλη ευκαιρία να εκμεταλλευτεί τον πλούτο της προκειμένου να μειώσει επιτέλους τις μεγάλες ανισότητες που υπάρχουν στην κοινωνία της, ειδικά τώρα που ετοιμάζεται η αλλαγή του Συντάγματός της. Για πολλές αφρικανικές χώρες, οι αντίστοιχες ελπίδες είναι μάλλον μικρές, με βάση την πείρα των τελευταίων ετών.

Το μειονέκτημα το έχουν βεβαίως όσοι εξαρτώνται από το διεθνές εμπόριο για τις προμήθειες σημαντικών προϊόντων. Για να μην αφήσουν τα πράγματα στην τύχη, θα πρέπει να βασιστούν σε διεθνείς συμμαχίες οικονομικού αλλά και γεωπολιτικού χαρακτήρα, πράγμα όχι πολύ εύκολο, αφού μερικές φορές θα πρέπει να διαλέξουν ανάμεσα σε μεγάλες δυνάμεις, όπως για παράδειγμα ανακαλύπτουμε τώρα στην Ευρώπη με το ρωσικό και το αμερικανικό φυσικό αέριο, ή τις εμπορικές σχέσεις με τις ΗΠΑ και την Κίνα. Τέλος, πλεονέκτημα έχουν, ή μπορεί να αποκτήσουν, οι χώρες που βρίσκονται σε κομβικά γεωγραφικά σημεία και ελέγχουν διώρυγες, λιμάνια, σημαντικούς υδάτινους ή χερσαίους δρόμους.

Ο πόλεμος για την εξασφάλιση των απαραίτητων εμπορευμάτων δεν είναι ανάγκη να συνοδεύεται από πραγματικές εχθροπραξίες. Είναι όμως βέβαιο πως από τη στιγμή που, ύστερα από μερικές δεκαετίες σχετικής αρμονίας, ο κόσμος αρχίζει να χωρίζεται σε αντίθετα στρατόπεδα, ο ανταγωνισμός θα είναι πολύ μεγάλος. Όποια χώρα δεν ασχοληθεί σοβαρά με το θέμα θα το μετανιώσει με βεβαιότητα, γιατί από την επιτυχία ή μη της στρατηγικής της θα εξαρτηθούν το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της και η ταχύτητα με την οποία θα προσαρμοστεί στη στροφή του κόσμου προς την υψηλή τεχνολογία και την απαγκίστρωση από τα ορυκτά καύσιμα.