​Xωρίς traders δεν υπάρχει αγορά - Χωρίς επενδυτές δεν υπάρχουν κέρδη

​Xωρίς traders δεν υπάρχει αγορά - Χωρίς επενδυτές δεν υπάρχουν κέρδη

Ο Warren Buffet έχει περιουσία  πάνω από 80 δισ. δολάρια, ένα μεγάλο μέρος της οποίας αποκτήθηκε από  επενδύσεις σε μετοχές εταιριών τις οποίες τις κρατά για δεκαετίες.

 Ο γνωστός επενδυτής έχει κατά καιρούς προσπαθήσει να μεταλαμπαδεύσει την επενδυτική του σοφία μέσα από τα γνωστά πλέον αποφθέγματα του, όπως η συμβουλή του να επενδύουμε σε επιχειρηματικές ιδέες που κατανοούμε, να μην παρακολουθούμε υπερβολικά την αγορά και όσον αφορά το timing των επενδύσεων:«Να φοβόμαστε όταν οι άλλοι είναι άπληστοι και να είμαστε άπληστοι όταν οι άλλοι φοβούνται»

Στον αντίποδα είναι ένας επιτυχημένος trader, ο George Soros, με περιουσία που εκτιμάται στα 40 δισ. δολάρια. O Soros άφησε το στίγμα του ως ένας εξαιρετικά επιτυχημένος κερδοσκόπος, αρκετά σοφός ώστε να αποσύρεται από τις αγορές όσο είναι ακόμα μπροστά στο παιχνίδι. Προτιμά τη  συνεχή αγοραπωλησία χρηματοπιστωτικών προϊόντων και η επενδυτική του φιλοσοφία θα μπορούσε να συνοψιστεί στην γνωστή του ατάκα: «Οι αγορές βρίσκονται συνέχεια σε κατάσταση αβεβαιότητας και αναστάτωσης. Το κέρδος προκύπτει απορρίπτοντας το προφανές και ποντάροντας στο μη αναμενόμενο».

Και οι δύο επιτυχημένοι, αλλά με μια τελείως διαφορετική προσέγγιση στον κόσμο των αγορών. Η αλήθεια είναι ότι  οι επενδύσεις και το trading   είναι δύο πολύ διαφορετικές μέθοδοι πλοήγησης  στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Ο σκοπός βέβαια είναι πάντα ένας: To κέρδος.  

Οι επενδυτές επιδιώκουν μεγαλύτερες αποδόσεις κατά τη διάρκεια μιας μακροχρόνιας περιόδου μέσω της  συσσώρευσης και διατήρησης περιουσιακών στοιχείων στο χαρτοφυλάκιο τους και πολλές φορές προβαίνουν σε επανεπενδύσεις μερισμάτων. Οι traders προβαίνουν  συνεχώς σε αγοραπωλησίες χρηματοπιστωτικών προϊόντων και συνήθως λαμβάνουν μικρότερα αλλά συχνότερα κέρδη.   

Οι επενδυτές δίνουν κέντρο βάρους στα  θεμελιώδη όπως  η ποιότητα των ισολογισμών, οι λογικοί αριθμοδείκτες, τα υλοποιήσιμα business plans κ.α.  Γι αυτούς οι καθημερινές διακυμάνσεις έχουν την αίσθηση του θορύβου, καθώς βλέπουν το δάσος και όχι το δέντρο και είναι περισσότερο προσανατολισμένοι στους ευρύτερους κύκλους των αγορών.

 Οι traders από την άλλη κάνουν πολύ πιο συχνές συναλλαγές, ακολουθώντας  πρωτίστως τα τεχνικά σήματα της αγοράς. Εδώ τον πρώτο λόγο έχουν τα εργαλεία τεχνικής ανάλυσης, όπως οι κινητοί μέσοι όροι  και  οι στοχαστικοί ταλαντωτές, προκειμένου να εντοπιστούν οι συναλλαγές με την υψηλότερη πιθανότητα κέρδους.  Καθώς ουκ ολίγες φορές «αγοράζουν το διάγραμμα» ,τα θεμελιώδη μπορεί να περάσουν σε δεύτερη μοίρα, ενώ ο χρόνος διακράτησης μπορεί μερικές φορές να είναι ακόμα και λίγα λεπτά.(σ.σ : αναφερόμαστε στους sculp traders).

Και οι δύο προσεγγίσεις μπορούν να οδηγήσουν σε  κέρδη ανάλογα με την δεξιοτεχνία και τα ταλέντα του καθενός από εμάς. Όμως η πρώτη συνήθως οδηγεί σε δραματικά υψηλότερες αποδόσεις.

Τα trading είναι ένα εξαιρετικά χρονοβόρο σπορ μιας και απαιτεί  καθημερινή και πολύωρη αφοσίωση στην οθόνη, εξειδικευμένες γνώσεις αλλά και λίγη...τύχη, ενώ προϋποθέτει αυξημένη ανοχή στον κίνδυνο, αλλά και στο στρες που συνοδεύει την καθημερινή ενασχόληση με τις αγορές.  Η αδρεναλίνη είναι στα ύψη όχι μόνο απαρραίτητα λόγω του ρίσκου που ενέχει το trading, αλλά πολλές φορές και λόγω της ευφορίας της επιτυχίας.

Η πραγματοποίηση μακροπρόθεσμων επενδύσεων απαιτεί βαθιά γνώση ώστε να αξιολογήσει κανείς τα οικονομικά δεδομένα των εταιρειών μέσα από την ανάγνωση των ισολογισμών, των αποτελεσμάτων χρήσης, τους χρηματοοικονομικούς δείκτες , την κατανόηση των ελεύθερων ταμειακών ροών, τις αποτιμήσεις DCF,  τις  εκτιμήσεις σχετικής αποτίμησης, κ.ο.κ .  Όμως μόλις καταλήξει κανείς σε ένα χαρτοφυλάκιο υγιών εταιρειών και με στάθμιση ανάλογη του επενδυτικού του προφίλ, μπορεί να «χαλαρώσει» και να επιθεωρεί την πορεία των επενδύσεων του χωρίς να είναι αναγκασμένος να είναι «κολλημένος» σε μια οθόνη.

Ένα μακροπρόθεσμο χαρτοφυλάκιο με σωστή γεωγραφική και κλαδική διασπορά ως προϊόν μελέτης ταιριάζει σε όσους θέλουν να κερδίσουν χρήματα αποφεύγοντας τεράστιες απώλειες και την ψυχολογική πίεση της καθημερινής ενασχόλησης με τις αγορές,  που αυξάνει τον κίνδυνο λανθασμένων αποφάσεων, καθώς πολλές φορές θέλεις δεν θέλεις εστιάζεις στο δέντρο και όχι στο δάσος.

Το trading από την άλλη ταιριάζει στους ανυπόμονους των αγορών. Το κόστος του είναι συνήθως υψηλό, καθώς συνεπάγεται υψηλότερες προμήθειες.  Ως εκ τούτου, οι αποδόσεις  πρέπει να είναι συγκριτικά υψηλότερες για να καλύψουν αυτές τις δαπάνες. Υψηλότερη στην περίπτωση του trading πρέπει να είναι και η αρετή της ψυχραιμίας, της ψυχρής λογικής και αυτού που αποκαλούμε «γερό στομάχι».

Όσον αφορά τώρα ποιά είναι η πιο κερδοφόρα στρατηγική, η απάντηση εξαρτάται από τι επιδιώκει κανείς από τις αγορές αλλά και από τις ικανότητες του. 

Αν για παράδειγμα έχουμε την ικανότητα να ξεχωρίζουμε σήμερα τις αξίες του αύριο, ή έστω έχουμε βρει έναν επενδυτικό σύμβουλο με αυτή την ικανότητα, τότε σίγουρα είναι καλύτερα να προτιμήσουμε τον δρόμο του επενδυτή, καθώς η ωρίμανση ενός τέτοιου χαρτοφυλακίου αν έχει τη σωστή διασπορά και στάθμιση, προσφέρει συνήθως ένα περιουσιακό στοιχείο πολλών ψηφίων στο τέλος της διαδρομής.

Αυτό δε σημαίνει ότι στις αλλαγές των κύκλων δεν μπορούμε να προχωράμε σε κάποιες κατοχυρώσεις. Όπως δε σημαίνει ότι πρέπει να αρνηθούμε την αδρεναλίνη του trading. Προκειμένου να καλύπτονται και τα ακαταμάχητα ένστικτα της κερδοσκοπίας, μπορούμε να «χωρίσουμε» το χαρτοφυλάκιο μας σε δύο μέρη. Το μεγαλύτερο μέρος θα είναι αφιερωμένο  στην ανάπτυξη των εταιρειών που θα οδηγήσει νομοτελειακά στην ανάπτυξη και του προσωπικού μας χαρτοφυλακίου και ένα μικρότερο μέρος μπορεί ν’ανήκει στους δορυφόρους του χαρτοφυλακίου μας, ήτοι εταιρείες  στις οποίες τοποθετούμαστε με βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, ελκόμενοι από τα τεχνικά σήματα.

Με την παραπάνω λύση διασφαλίζουμε ότι δεν θα μείνουμε με ένα «μεροκάματο» στο χέρι, αναλογιζόμενοι ποια θα ήταν η αποτίμηση του χαρτοφυλακίου μας αν «δεν φεύγαμε νωρίς», τουλάχιστον  όσον αφορά τις εταιρείες ανάπτυξης του χαρτοφυλακίου μας,.

Το χάσαμε το τρένο....

Αυτή είναι μια φράση που τον τελευταίο καιρό την ακούω ολοένα και συχνότερα, από επενδυτές εταιρειών υψηλής ανάπτυξης, που στην πορεία προτίμησαν να ενδώσουν στον πειρασμό του trading. 

Αφορμή του διακαούς πόθου για trading  είναι συνήθως τα ικανοποιητικά κέρδη και η ακατανίκητη επιθυμία να τα κατοχυρώσουμε, ειδικά αν η εταιρεία «χωνεύει» αυτά τα κέρδη για αρκετό καιρό, ήτοι παραμένει ένα χρονικό διάστημα στα τρέχοντα επίπεδα.

Από τη εμπειρία μου μπορώ να καταθέσω ότι οι καλύτερες εταιρείες συνήθως  «πετούν» έξω πολλούς μετόχους ακριβώς με την άνοδο τους. Ειδικά αν η αγορά διορθώσει, η τάση είναι να πουλήσουν τα δυνατά assets από τα οποία κερδίζουν και όχι τις ζημιογόνες  και αδύναμες επιλογές.

Η ιστορία όμως μας διδάσκει ότι πρέπει να γίνεται το αντίθετο. Ειδικά όσον αφορά τίτλους οι οποίοι «αλλάζουν μέγεθος» και στα επόμενα χρόνια θα είναι εταιρείες με μια εντυπωσιακή τελική γραμμή αποτελεσμάτων.

Ας αναφέρουμε ένα παράδειγμα από τα εκατοντάδες και μάλιστα όχι από τα κλασσικά του τεχνολογικού τομέα που λίγο πολύ όλοι γνωρίζουν, όπως η Microsoft, η Apple, η Alphabet,ή η Αmazon.

Το μακρινό 2000 ένας επενδυτής διαβάζοντας ότι ο αριθμός των κατοίκων των ανεπτυγμένων χωρών ηλικίας άνω των 65 ετών αναμένεται να διπλασιαστεί μέχρι το 2030, ήταν αρκετά διορατικός ώστε να συνειδητοποιήσει ότι η δημογραφική γήρανση σε συνδυασμό με την καθιστική ζωή, το κάπνισμα και την κακή διατροφή που χαρακτηρίζει τις ανεπτυγμένες οικονομίες, θα εκτινάξει την ανάγκη για  βελτιωμένες διαγνωστικές τεχνικές και επεμβατικές μεθόδους  ώστε να είναι εφικτός ο έγκαιρος εντοπισμός των καρδιολογικών προβλημάτων για μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού.

Αποφάσισε λοιπόν να επενδύσει με έναν ορίζοντα τουλάχιστον 20 ετών στην ανάγκη αντιμετώπισης των καρδιαλογικών προβλημάτων στην εταιρεία –leader του κλάδου, στην Edward Lifesciences.

Η εταιρεία παρά την αναπτυξιακή της πορεία, τη  σημαντική κερδοφορία και τις ελεύθερες ταμειακές ροές δεν έχει καταβάλει ποτέ μερίσματα, μιας και τα κέρδη χρηματοδοτούν την έρευνα και την ανάπτυξη. Εντούτοις έχει προσφέρει εξαιρετικά εντυπωσιακά κέρδη στα χαρτοφυλάκια.

Ας υποθέσουμε ότι το 2000 ο παραπάνω επενδυτής είχε αγοράσει 100 μετοχές της εταιρείας δίνοντας 1650 δολάρια και έκτοτε δεν ξανασχολήθηκε.

Την προηγούμενη εβδομάδα θα  είχε, μετά τα split, 1200 μετοχές στην τιμή πέριξ των 87,65  δολαρίων και ένα χαρτοφυλάκιο ύψους 105.180 δολαρίων, ήτοι μια απόδοση πέριξ του 6251%.

Δεδομένου ότι οι διορθώσεις της ΕW είναι παραδοσιακά μικρότερες από τις διορθώσεις της αγοράς, γίνεται κατανοητό ότι ένας μέτοχος στην EW έχει απολαύσει το maximum από την άνοδο, παρά την αναμονή των πρώτων ετών της τοποθέτησης.  Αντίθετα ο  trader το πιο πιθανό είναι να έχει μείνει εκτός νυμφώνα, ή στην καλύτερη των περιπτώσεων να έχει εξασφαλίσει ένα μέρος της απόδοσης  που θα είχε με την τακτική του buy and hold και αυτό  μόνο αν έχει καταφέρει να διαχειριστεί  την διόρθωση μιας λανθασμένης πώλησης με την επαναγορά σε υψηλότερη τιμή.

Ο μόνος τρόπος ένας trader σήμερα να έχει μεγαλύτερη απόδοση από έναν επενδυτή 20ετίας, είναι να είναι εξαιρετικά ταλαντούχος και να αναγνωρίζει  πάντα το απόλυτο χαμηλό και αντίστοιχα  να πουλάει στο απόλυτο υψηλό κάθε κύκλου διόρθωσης της ΕW, ο οποίος υπόψη δεν συμπίπτει πάντα με τον αντίστοιχο της αγοράς. Όμως αλήθεια, πόσους traders τέτοιου βεληνεκούς έχετε συναντήσει στη ζωή σας;

Παρεμφερή παραδείγματα, μικρότερου βεληνεκούς αποδόσεων βέβαια, μπορούμε να βρούμε και στην ελληνική αγορά. Για παράδειγμα αν κάποιος είχε τοποθετηθεί το 2007 στην Τέρνα Ενεργειακή  ήτοι πριν την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και πριν την κρίση χρέους στην Ελλάδα, εντούτοις σήμερα θα είχε σημαντικότατα κέρδη, καθώς η εταιρεία άλλαξε size και εξελίχθηκε στον leader της πράσινης μετάβασης. Τα κέρδη αυτά μάλιστα είναι ακόμα μεγαλύτερα για όσους προχώρησαν όλα αυτά τα χρόνια σε επανεπένδυση των μερισμάτων τους.

*Ο τίτλος ήταν μια ευγενική παραχώρηση του συναδέλφου Μιχάλη Μιχαηλίδη

[email protected]

Αποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.