Πότε θα σπάσει η «κατάρα» των τραπεζικών μετοχών;

Πότε θα σπάσει η «κατάρα» των τραπεζικών μετοχών;

Μετά από τη καταστροφική ανακεφαλαιοποίηση του 2015, κατά τη διάρκεια της οποίας εξανεμίστηκαν τόσο τα κεφάλαια των μικροεπενδυτών, όσο και τα κεφάλαια των θεσμικών επενδυτών, ακόμα και τα κεφάλαια του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Στήριξης (ΤΧΣ), ο τραπεζικός χρηματιστηριακός δείκτης υποχωρεί διαρκώς.

Και το χαρακτηριστικό του είναι, ότι σε κάθε νέα ανοδική αναλαμπή, ο τραπεζικός δείκτης τερματίζει την άνοδο του σε επίπεδα, που είναι χαμηλότερα από τα προηγούμενα υψηλά. 

Έτσι τα υψηλά του 2019 στις 924 μονάδες, ήταν χαμηλότερα από τα υψηλά του 2018 που ήταν στις 1042 μονάδες, που ήταν χαμηλότερα από τα υψηλά του 2017 που ήταν στις 1146 μονάδες, που ήταν χαμηλότερα από τα υψηλά του 2016 που ήταν στις 1239 μονάδες. 

Φέτος το υψηλό του 2020 για τον τραπεζικό κλάδο, καταγράφηκε κατά τη διάρκεια των πρώτων  συνεδριάσεων του έτους και ήταν στις 887 μονάδες. Έκτοτε ακολούθησε μια πτωτική πορεία που οδήγησε τον δείκτη στις 234 μονάδες. Μετά την ανοδική έκρηξη των τελευταίων ημερών, ο τραπεζικός χρηματιστηριακός δείκτης έκλεισε χθες στις 346 μονάδες, καταγράφοντας μια ποσοστιαία αύξηση της τάξης του +47,8%. Φαντάζει απίθανο, να καταφέρει ο δείκτης να προσεγγίσει μέσα στο 2020, τα επίπεδα των 887 μονάδων των αρχών του έτους, αφού για κάτι τέτοιο θα απαιτηθεί μια ποσοστιαία αύξηση, από αυτά τα επίπεδα, της τάξης του +156%.

Οπότε και για το 2020, ο τραπεζικός χρηματιστηριακός δείκτης καταγράφει ένα υψηλό, που είναι χαμηλότερο από το αντίστοιχο του 2019. Χαμένη η χρονιά για τις τράπεζες από την χρηματιστηριακή πλευρά τους. Χαμένοι και όσοι επενδυτές επέλεξαν να τοποθετηθούν στις τραπεζικές μετοχές.

Μπορεί όμως κάτι να αλλάξει μέσα στο 2021; Θα μπορέσει ο τραπεζικός δείκτης να καταγράψει τιμές που θα είναι υψηλότερες από το 887 του 2020 και να σπάσει την τραπεζική κατάρα των τελευταίων 5 ετών; 

Και για να το κάνουμε πιο συγκεκριμένο το ερώτημα και να αναζητήσουμε το τι θα σήμαινε αυτό για τις τραπεζικές μετοχές, ας τις δούμε μια - μια ξεχωριστά: 

Θα μπορέσει η μετοχή της Εθνικής Τράπεζας, που βρίσκεται σήμερα στα 1,31 ευρώ, να ξεπεράσει τα 3,049 ευρώ;

Θα μπορέσει η μετοχή της Alpha Βank, που βρίσκεται σήμερα στα 0,62 ευρώ, να ξεπεράσει τα 1,88 ευρώ;

Θα μπορέσει η μετοχή της Eurobank, που βρίσκεται σήμερα στα 0,439 ευρώ, να ξεπεράσει τα 0,924 ευρώ;

Και θα μπορέσει η μετοχή της Τράπεζας Πειραιώς, που βρίσκεται σήμερα στα 0,87 ευρώ, να ξεπεράσει τα 3,33 ευρώ; 

Τιμές στόχοι

Η Goldman Sachs, στη τελευταία έκθεση της στις 12 Νοεμβρίου, είχε θέσει τις ακόλουθες τιμές στόχους για τις τραπεζικές μετοχές:

Για την Εθνική Τράπεζα τα 1,53 ευρώ, για την Alpha Bank τα 0,95 ευρώ, για την Eurobank τα 0,53 ευρώ και για την Τράπεζα Πειραιώς τα 0,95 ευρώ.

Ας αφήσουμε όμως τις εκτιμήσεις της Goldman Sachs και ας κάνουμε κάποιες απλές δικές μας σκέψεις. 

Τι μας έδειξε το 2020 για τις τράπεζες; 

Μας έδειξε μια σημαντικά αποκλιμάκωση του βάρους των τραπεζικών ισολογισμών από τον όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Μας έδειξε την επιτυχή εφαρμογή του κρατικού σχεδίου «Ηρακλής». Μας έδειξε μια σημαντική μείωση των δαπανών των τραπεζών και ένα νοικοκύρεμα των ισολογισμών τους. 

Τι άλλο έφερε το 2020 για τις τράπεζες; 

Στα ευχάριστα, έφερε το σχέδιο της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ) για την ίδρυση μιας εθνικής Bad Bank. 

Στα δυσάρεστα, έφερε τον κορονοϊό, την πανδημία και το lockdown, που επέφεραν έναν ικανό αριθμό από παρενέργειες, όπως είναι η μείωση του ΑΕΠ, οι αναβολές των υποχρεώσεων των δανειοληπτών, η δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων και το «κοκκίνισμα» δανείων που εξυπηρετούντο ή που ήταν σε διακανονισμό. 

Τι άλλο έφερε το 2020; 

Έφερε τα πακέτα στήριξης, ενίσχυσης και εγγυοδοσίας. Μεγάλο κομμάτι από τα οποία, θα περάσει μέσα από τα δίκτυα των τραπεζών. Έφερε επίσης τη χαλάρωση των αυστηρών εποπτικών αρχών και την αδήριτη ανάγκη αναζήτησης λύσης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. 

Αλλάζουν τα δεδομένα 

Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα δεν αποτελεί πλέον το μοναδικό αποπαίδι της Ευρώπης. Όλοι επλήγησαν στη Γηραιά ήπειρο. Και υπάρχουν και τράπεζες από την Ισπανία, την Ιταλία και τη Γαλλία, που υφίστανται σημαντικότατες πιέσεις από τους κλυδωνισμούς της Τουρκικής οικονομίας. Όλο το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα βράζει ταυτόχρονα μέσα στην ίδια κατσαρόλα. Πιθανόν να αναζητηθεί μια κεντρική ευρωπαϊκή λύση. 

Σημασία έχει να αντιληφθούμε τάχιστα ότι το τραπεζικό περιβάλλον του Q4 του 2020 και ολόκληρου του 2021, δεν θα έχει τη παραμικρή σχέση με όσα γνωρίζαμε μέχρι πρότινος. Μιλάμε για άλλες συνθήκες, μιλάμε για άλλες ανάγκες, μιλάμε για άλλες δυνατότητες. Το θετικό είναι ότι πλέον στο τραπέζι υπάρχουν όλα τα δεδομένα. Το ύψος των ζημιών που καταγράφονται και από τον κορονοϊό θα είναι σε λίγο καιρό γνωστό. Όλοι θα γνωρίζουν τη ζοφερή πραγματικότητα. Και όλοι θα προσδοκούν την ανάπτυξη που θα έρθει μέσα στο Q3 του 2021. 

Οι τράπεζες θα ξεκινήσουν από τη χειρότερη δυνατή βάση και θα έχουν μόνο θετικά να δουν μπροστά τους. Και αυτό αρέσει στους επενδυτές που επιθυμούν να αντιμετωπίζουν διαφανείς καταστάσεις και λύσεις. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι αυτό της Τραπέζης Πειραιώς. Το χρηματιστήριο υποδέχθηκε θετικά την προσωρινή κρατικοποίηση της τράπεζας, παρ’ όλο που «μειώθηκε η αξία της επένδυσης» των ιδιωτών μετόχων. Και αυτό διότι μέσω της συμμετοχής του ΤΧΣ, λόγω των CoCos, η τράπεζα ενισχύθηκε κεφαλαιακά και όλοι βλέπουν στην άκρη του ορίζοντα, την τελευταία φάση της τελικής ιδιωτικοποίησης της τράπεζας.

Το πιθανότερο είναι οι τράπεζες να μην καταγράψουν τα υψηλά του 2020, μέσα στο 2021. Όμως είναι σχεδόν σίγουρο ότι το 2021 θα βρει τις τράπεζες σε πολύ καλύτερη κατάσταση, από άποψη διαφάνειας. Θα γνωρίζουν οι πάντες τις διαδικασίες σωτηρίας, τις κινήσεις του ΤΧΣ, τις επιθυμίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των εποπτικών μηχανισμών του τραπεζικού συστήματος.

Αποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμια περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.