Παγκόσμιο «τσουνάμι» προκαλεί ο Τραμπ

Παγκόσμιο «τσουνάμι» προκαλεί ο Τραμπ

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Η αντίδραση των αγορών στις απειλές του Ντόναλντ Τραμπ δεν αποκλείεται να αποτελεί προάγγελο κακών μαντάτων για την παγκόσμια οικονομία, καθώς σηματοδοτεί μία κρίσιμη μεταστροφή στις προσδοκίες των επενδυτών αλλά και αλλαγή στον τρόπο που αυτοί αντιλαμβάνονται σήμερα τον κίνδυνο του εμπορικού πολέμου. Ενός πολέμου που ξεκίνησε πριν από περίπου 15 μήνες και η αλήθεια είναι ότι οι αγορές στην αρχή αγνόησαν – όπως συμβαίνει κάθε φορά πριν από μία μεγάλη κρίση – τις πραγματικές επιπτώσεις της γιγαντομαχίας ΗΠΑ-Κίνας.

Οι δύο από τους τρεις βασικούς δείκτες της Wall Street βίωσαν τη χειρότερη εβδομάδα από τα «μαύρα Χριστούγεννα» του 2018, με τον S&P500 να καταγράφει απώλειες 3,1% και τον Nasdaq 3,9% μετά από 5 διαδοχικές πτωτικές συνεδριάσεις. Ο DAX στη Φρανκφούρτη σημείωσε πτώση 3,1%, ο CAC στο Παρίσι κατέρρευσε κατά 3,6% και ο FTSE100 στο Λονδίνο κατέγραψε απώλειες 2,34%, στη χειρότερη ημέρα των τελευταίων 7 μηνών για τις ευρωπαϊκές αγορές.

Ήταν ένα σοβαρό πλήγμα στην άκρατη αισιοδοξία που είχε κατακλύσει τα χρηματιστήρια εν αναμονή της νέας βροχής ρευστότητας από την Fed και την ΕΚΤ. Μάλιστα το πλήγμα αυτό δεν οφείλεται σε κάποια τρομακτική εξέλιξη και γι' αυτό εκφράζονται ανησυχίες ότι αποτελεί το σημείο καμπής για την τάση των επόμενων μηνών. Βέβαια, ο Τραμπ μας έχει συνηθίσει να προκαλεί «τσουνάμι» μεταβλητότητας με τα tweets του και με την ίδια ευκολία που ρίχνει τις αγορές μπορεί και να τις ανεβάζει. Όπως και να' χει, ήταν μία εβδομάδα που ο εμπορικός πόλεμος από «ανησυχητικός» μετατράπηκε σε «τρομακτικό», όπως εύστοχα ανέφερε το πρακτορείο Bloomberg.

Οι ανησυχίες αυξάνονται δραματικά τώρα που ο «πόλεμος» δείχνει να εξαπλώνεται και στην Ευρώπη. Η διαμάχη που όλοι πίστευαν ότι ο Τραμπ θα κέρδιζε γρήγορα, είτε γιατί θα έκανε πίσω η Κίνα είτε γιατί ο ίδιος δεν θα τραβούσε το σχοινί στα άκρα, συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό και μάλιστα δεν απέχει πολύ από το να παγιωθεί, σε μία νέα εποχή που ο προστατευτισμός θα έχει τον δικό του πρωταγωνιστικό ρόλο.

Το βράδυ της Πέμπτης 1 Αυγούστου ο Τραμπ απείλησε την Κίνα ότι θα επιβάλλει δασμούς 10% στα εναπομείναντα προϊόντα ύψους 300 δισ. δολαρίων που εισάγουν οι ΗΠΑ από την Κίνα. Είχε προηγηθεί η απόφαση της Fed να μειώσει τα επιτόκια κατά 25 μονάδες βάσης και οι δηλώσεις του Τζερόμ Πάουελ που έβαζαν φρένο στις προσδοκίες για διαδοχικές κινήσεις χαλάρωσης.

Τα χρηματιστήρια σε ολόκληρο τον κόσμο υπέστησαν καθίζηση θυμίζοντας «άγριες» συνεδριάσεις του παρελθόντος, καθώς όσο υψηλότερα ανεβαίνει κανείς τόσο μεγαλύτερη είναι και η πτώση. Αξίζει να σημειωθεί ότι σήμερα ο Dow βρίσκεται 25% υψηλότερα από το χαμηλό του περασμένου Δεκεμβρίου., χωρίς μάλιστα να έχει σημειωθεί κάποια εξέλιξη που να δικαιολογεί την ευφορία.

Όλοι γνωρίζουν ότι τα πράγματα δεν είναι καλά στην παγκόσμια οικονομία και αργά ή γρήγορα η υπερβολική αισιοδοξία θα έδινε τη σκυτάλη στην αβεβαιότητα, όσο και αν έχουν γίνει τεράστιες προσπάθειες να ωραιοποιηθεί η κατάσταση για να διογκωθούν οι χρηματιστηριακές αξίες. Είναι ένα «παιχνίδι» που ενδεχομένως θα συνεχιστεί όσο θα πλησιάζουμε προς τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ.

Και μπορεί ο Τζερόμ Πάουελ να απογοήτευσε τις αγορές με τις λιγότερο του αναμενόμενου απαισιόδοξες δηλώσεις του, όμως οι αγορές προεξοφλούν ότι η Fed θα μειώσει ξανά τα επιτόκια στην επόμενη συνεδρίασή της και δεν αποκλείεται να δούμε μία μείωση κατά 0,5% στο 1,5%-1,75%. Αν επαληθευτούν οι προβλέψεις για μείωση των επιτοκίων κοντά στο 1%, τότε θα είναι η μεγαλύτερη μείωση που έχει αποφασίσει η Fed σε περίοδο ανάπτυξης της οικονομίας.

Με βάση, τέλος, τις εκτιμήσεις της Capital Economics, η ευφορία της Wall Street θα τελειώσει πριν το τέλος του έτους καθώς στους μήνες που μεσολαβούν οι Αμερικανοί θα νιώσουν ακόμη περισσότερο τον αντίκτυπο από τον γενικευμένο εμπορικό πόλεμο και τους δασμούς. Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι δασμοί είναι φόροι και τελικά αυτός που τους πληρώνει είναι ο καταναλωτής.