Με τις τρέχουσες τιμές πετρελαίου δεν αντέχουν ούτε Ριάντ-Μόσχα

Με τις τρέχουσες τιμές πετρελαίου δεν αντέχουν ούτε Ριάντ-Μόσχα

Όταν η διεθνής κοινότητα συνειδητοποίησε ότι ο μόνος τρόπος ελέγχου της πανδημίας Covid-19 ήταν το lockdown, η πετρελαϊκή βιομηχανία φάνηκε να κατανόησε ότι με τα αεροπλάνα, τα πλοία και τα αυτοκίνητα σταθμευμένα, τη βιομηχανία κλειστή ή στην καλύτερη περίπτωση σε υπολειτουργία, θα πρέπει να μειώσει την παραγωγή προκειμένου να στηριχθούν οι τιμές από την ακαριαία πτώση της ζήτησης.

Έτσι αρχές Μαρτίου, στην συνάντηση των πετρελαιοπαραγωγών στη  Βιέννη  το  Ριάντ έκανε πρόταση για µειώσεις στην ηµερήσια παραγωγή πετρελαίου.  Η  Ρωσία όμως στην όλη συγκυρία διέκρινε μια χρυσή ευκαιρία, ήτοι να πετάξει έξω από την αγορά τους Αμερικανούς σχιστολιθικούς παραγωγούς που  είναι ευάλωτοι σε όρους κόστους παραγωγής και χρέους. 

Άλλωστε η χώρα είχε δεχτεί σημαντικά πλήγματα στις ενεργειακές της εξαγωγές εξαιτίας των αμερικανικών κυρώσεων και πιέσεων με στόχο να παρεμποδιστεί η παραπέρα τροφοδοσία της Δυτικής Ευρώπης με ρωσικό φυσικό αέριο. Ως εκ τούτου,  η τρέχουσα συγκυρία ήταν ιδανική  για μια ικανοποιητική ανταπάντηση.

Επιδεικτικά λοιπόν  απέρριψε την πρόταση του Ριάντ, δηλώνοντας ότι η ρωσική πετρελαιοβιομηχανία μπορεί να αντέξει άνετα τιμές έως  40 -42 δολάρια/το βαρέλι. Και κάπως έτσι ξεκίνησε ένας άτυπος πόλεμος μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Μόσχας. 

 Ξεκίνησαν να αντλούν  αμφότερες όσο το δυνατόν περισσότερο αργό μπορούν και μέσω σκληρής τιμολογιακής πολιτικής επιδόθηκαν σε έναν αγώνα απόσπασης μεριδίων αγοράς εκμεταλλευόμενες το χαμηλότερο κόστος παραγωγής.  Η Σαουδική Αραβία μάλιστα προχώρησε στην μεγαλύτερη μείωση εδώ και δεκαετίες των επίσημων τιμών πώλησης όλων των τύπου πετρελαίου προς όλες τις περιοχές του κόσμου- από  6 έως 8 δολάρια το βαρέλι- υποχρεώνοντας τη Ρωσία αλλά και τις υπόλοιπες πετρελαιοπαραγωγές χώρες σε ανάλογες μειώσεις. 

Οι επιπτώσεις στις τιμές ήταν άμεσες. Το πρώτο 40% λοιπόν της πτώσης των τιμών έγινε σταδιακά από την πλευρά της προσφοράς, με τους βασικούς παίκτες του OPEC+ να είναι απόλυτα προετοιμασμένοι μιας και ήταν και οι βασικοί ιθύνοντες. 

Καθώς όμως οι οικονομίες η μια μετά την άλλη άρχισαν να κατεβάζουν τους διακόπτες προκειμένου να σταματήσει η μετάδοση του SARS-CoV-2, παράλληλα με το σοκ της προσφοράς οι πετρελαϊκές τιμές έπρεπε να διαχειριστούν την αφοπλιστική πτώση της ζήτησης. 

Το πετρέλαιο άρχισε να συσσωρεύεται στους χώρους αποθήκευσης, χερσαίους και πλωτούς και φτάνοντας  στο σημείο μηδέν  από πλευράς χωρητικότητας, οι πετρελαϊκές τιμές οδηγήθηκαν  εκ νέου 40-50%  χαμηλότερα μέσα σε λίγα 24ωρα. 

 Για αυτό ακριβώς  το μέρος της πτώσης, η στήλη πολύ φοβάται ότι κανείς δεν ήταν προετοιμασμένος, ούτε οι Ρώσοι ή οι Σαουδάραβες.

Τα όρια των βασικών παικτών της πετρελαϊκής σκακιέρας

Η αλήθεια είναι ότι η Μόσχα και το Ριάντ είναι σε θέση να αντέξουν  πολύ χαμηλότερες τιμές πετρελαίου από τον Αμερικανό σχιστολιθικό παραγωγό .

Υπάρχουν όμως δύο κομβικά ερωτήματα: Πρώτον, πόσο χαμηλότερες τιμές μπορούν αντέξουν;  Δεύτερον, για πόσο καιρό;

Η  Ρωσία είναι μια παραγωγός με αυξημένη αντοχή απέναντι στις  χαμηλές πετρελαϊκές τιμές, καθώς διαθέτει το μαξιλάρι του νομίσματος. Με το ρούβλι να αποδυναμώνεται όταν πέφτουν οι τιμές του πετρελαίου, οι ρωσικές εταιρείες πληρώνουν  τα κόστη τους με το ασθενές  νόμισμα, ενώ τα έσοδα τους  από τις εξαγωγές πετρελαίου είναι σε δολάρια. Επιπλέον υπάρχει η πρόβλεψη οι φόροι στις εταιρείες να μειώνονται καθώς μειώνεται και η τιμή του πετρελαίου.

Εντύπωση δε στην στήλη έχει κάνει το εξής: Ο προϋπολογισμός της Ρωσίας για το 2019 βασίστηκε σε τιμές πετρελαίου πέριξ των 40 δολαρίων/βαρέλι. Παρά ταύτα σε ρωσικά μέσα ενημέρωσης εδώ και μέρες διαμηνύεται με κάθε τρόπο ότι η χώρα θα  μπορούσε να αντέξει τιμές πέριξ των  25-30 δολαριών έως και 10 χρόνια.

Δεδομένου ότι η Ρωσία βρίσκεται σε καλύτερη θέση σε σχέση με το  2014 -όταν λόγω της εισβολής στην Κριμαία δέχτηκε τις δυτικές κυρώσεις- ή σε σχέση με την περίοδο της κρίσης του 2008, θα δεχτούμε αυτήν την άποψη. Όμως οι τιμές του πετρελαίου αυτή την στιγμή είναι πιο κάτω. Οπότε  ακόμα και για μια από τις πιο ανθεκτικές στις χαμηλές τιμές του πετρελαίου οικονομίες, το πρώτο ζητούμενο είναι η ανάκαμψη των τιμών έστω μέχρι τα 25-30 δολάρια/βαρέλι.

Πάμε τώρα στην Σαουδική Αραβία. Έχει τεράστια  αποθέματα, δυνατότητα μεγάλου όγκου παραγωγής και εξαιρετικά χαμηλό κόστος παραγωγής, ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα χάρη των οποίων έχει τη δυνατότητα να επηρεάζει  σε σημαντικό βαθμό την τιμή του πετρελαίου.

 Παρά το γεγονός όμως ότι έχει το χαμηλότερο κόστος παραγωγής ανά βαρέλι και ταυτόχρονα πολύ χαμηλό χρέος –διαθέτει συναλλαγματικά αποθέματα 500 δισ. δολαρίων και η αναλογία χρέους /ΑΕΠ ανέρχεται μόλις στο 30% - η χώρα μπορεί μεν να αντέξει μια τιμή πετρελαίου στα 30 δολάρια ανά βαρέλι, αλλά όχι επ?άπειρον. 

Βλέπετε σύμφωνα με το ΔΝΤ το Ριάντ ισοσκελίζει τον προϋπολογισμό  του με τιμές πετρελαίου στα 80 δολάρια/βαρέλι. Επιπλέον δεδομένου ότι το νόμισμα του είναι συνδεδεμένο με το δολάριο, η μόνη εναλλακτική αντιστάθμισης των χαμηλών τιμών στα έσοδα είναι  να πουλήσει περισσότερο πετρέλαιο. Πώς να πουλήσεις κάτι όμως όταν όλοι είναι κλειδωμένοι στα σπίτια τους και με τους βασικούς καταναλωτές πετρελαίου –Κίνα και Ινδία- παροπλισμένους; 

Επομένως και για τη Σαουδική Αραβία ένα πρώτο σημείο ισορροπίας σαφέστατα απέχει από τις τρέχουσες τιμές. (σ.σ: Όσον αφορά την κρυφή στρατηγική του Ριαντ και τον αληθινό στόχο «πίσω» από τον στόχο, έχουμε  κάνει  εκτενή αναφορά εδώ)

Οι παράπλευρες απώλειες

Το domino effect που προκάλεσε η προσπάθεια των  μεγάλων πετρελαιοπαραγωγικών δυνάμεων να «ξεφορτωθούν» ένα αγαθό που η πράσινη ενέργεια σε λίγες δεκαετίες θα το ωθήσει στο περιθώριο της ενεργειακής αγοράς, δεν  έχει οδηγήσει σε δύσκολη θέση μόνο τον αμερικανικό σχιστολιθικό κλάδο. Ο  πετρελαϊκός offshore τομέας της Βόρειας Θάλασσας και φυσικά ο κλάδος του καναδικού πετρελαίου και φυσικού αερίου υποφέρουν επίσης.

Χώρες όπως είναι το Ιράκ, η Αλγερία, το Ομάν, το Εκουαδόρ, η Γκαμπόν και η Νιγηρία , οι οικονομίες των οποίων εξαρτώνται σχεδόν αποκλειστικά από τα έσοδα από το πετρέλαιο, βρίσκονται αντιμέτωπες με σοβαρότατα προβλήματα, ενώ σε χώρες όπως η Βενεζουέλα η ιστορική παρατήρηση είναι ότι οι χαμηλές πετρελαϊκές τιμές φέρνουν το χάος.

Θυμηθείτε μόνο τι είχε γίνει το 2014 όταν η ραγδαία πτώση της τιμής του πετρελαίου συρρίκνωσε τα  έσοδα από τις εξαγωγές της κρατικής εταιρείας ενέργειας Petroleos de Venezuela. Η χώρα αναγκάστηκε να μειώσει τις εισαγωγές- ελέω και του περιορισμένου συναλλάγματος- με αποτέλεσμα η έλλειψη βασικών ειδών διατροφής και φαρμάκων  να οδηγήσει τον κόσμο στους δρόμους, σε  λεηλασίες κ.ο.κ.

Η  Νορβηγία θεωρείται επίσης μια χώρα που δέχεται βαρύ πλήγμα, καθώς το 55,6% των εξαγωγών της, αφορά ορυκτά καύσιμα. 

Κάτω από αυτό το πρίσμα, η τακτική του Ριάντ και της Μόσχας να αυξήσουν την προσφορά εν μέσω ακαριαίας απόφραξης της ζήτησης λόγω της πανδημίας, θα αποδειχθεί κάτι παραπάνω από «την λάθος απόφαση, την λάθος στιγμή», πόσο μάλλον σε περίπτωση που η πανδημία δεν επιτρέψει άμεσα την επαναφορά της οικονομικής δραστηριότητας κατά ένα  έστω ικανοποιητικό ποσοστό σε σχέση με τα πρότερα επίπεδα.

Καθώς ο αντίκτυπος της αβεβαιότητας στον τομέα των πετρελαϊκών τιμών ξεφεύγει  κατά πολύ από το κύμα εταιρικών χρεοκοπιών,  γίνεται κατανοητό ότι πολύ χαμηλές τιμές για μεγάλο χρονικό διάστημα είναι επώδυνες στο τέλος της ημέρας για όλους.  Και αν όσον αφορά τον φόβο των εταιρικών χρεοκοπιών οι αγορές  ποντάρουν στον συνήθη πατερούλη- ήτοι παρεμβάση Κεντρικών Τραπεζών και κυβερνήσεων- θα πρέπει να λάβουμε υπόψιν ότι οι ισορροπίες στο επίπεδο του κεντρικού κυκλοφοριακού συστήματος της οικονομίας δεν είναι τόσο εύκολο να αποκατασταθούν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την κοινωνική συνοχή και ευημερία. 

*Αποποίηση Ευθύνης:  Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.