Η ευρωπαϊκή πολιτική στο αέριο «βλάπτει» σοβαρά τις επενδύσεις

Η ευρωπαϊκή πολιτική στο αέριο «βλάπτει» σοβαρά τις επενδύσεις

Την ενεργειακή στρατηγική της χώρας, αλλά και δρομολογημένες επενδύσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων, απειλεί να τινάξει στον αέρα η ευρωπαϊκή πολιτική, αφού καθιστά αβέβαιη τη βιωσιμότητα των νέων μονάδων παραγωγής ηλεκτρισμού με φυσικό αέριο, το απαραίτητο καύσιμο για τη μετάβαση από την εποχή του λιγνίτη στις ανανεώσιμες πηγές.

Τα όρια εκπομπών CO2 που θέτει η Κομισιόν, προκειμένου τα νέα εργοστάσια που θα λειτουργήσουν έως το 2030, να χαρακτηριστούν ως «πράσινα» και άρα να μπορούν να χρηματοδοτηθούν από τράπεζες και funds, είναι τόσο χαμηλά και ανέφικτα, ώστε τίθενται ερωτήματα ως προς το αν συμφέρει αυτά να γίνουν.

Χαρακτηριστικό των κοινοτικών εμμονών είναι το όριο των 270 γραμμαρίων CO2 ανά κιλοβατώρα που πρέπει στο εξής να εκπέμπουν οι νέες ιδιωτικές μονάδες, όταν με βάση την υφιστάμενη τεχνολογία, το χαμηλότερο όριο που μπορεί να πιάσει το πλέον σύγχρονο εργοστάσιο ηλεκτρισμού, δεν πέφτει κάτω από 320-330 γραμμάρια.

Στην ουσία, η πολιτική ηγεσία της ΕΕ και η γραφειοκρατία των Βρυξελλών, επαναλαμβάνουν το ίδιο λάθος που έχουν κάνει και σε άλλους τομείς, θέτουν μη ρεαλιστικούς στόχους ως προς την ταχύτητα της πράσινης μετάβασης και την υποκατάσταση του φυσικού αερίου από ανανεώσιμες ή άλλες φιλικές προς το περιβάλλον τεχνολογίες, όπως το πράσινο υδρογόνο. Το πράσινο υδρογόνο είναι μια τεχνολογία που απαιτεί πολύ μεγάλες ποσότητες ρεύματος για την παραγωγή του, και είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν μπορεί να φτάσει τόσο γρήγορα στην αναγκαία κλίμακα για μαζική κατανάλωση. Το ίδιο ισχύει και για το συνθετικό μεθάνιο, το οποίο ναι μεν εκπέμπει χαμηλότερους ρύπους, ωστόσο επίσης αποτελεί μια εκκολαπτόμενη αγορά.

Το νέο «Taxonomy», το ευρωπαϊκό πλαίσιο που θα χορηγεί στο εξής στις ενεργειακές επενδύσεις την «πράσινη» ετικέτα, εφόσον κρίνει ότι προστατεύουν το περιβάλλον, προκαλεί θύελλα αντιδράσεων, κυρίως επειδή έχει εντάξει σε αυτές και την πυρηνική ενέργεια. Εκείνο όμως που καίει Αθήνα και επενδυτές είναι η παραγωγή ηλεκτρισμού από φυσικό αέριο. Εάν μια επένδυση δεν λάβει το «green label», αυτό θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε επιδείνωση των όρων δανεισμού από τον ιδιωτικό τομέα, αφού μεγάλες τράπεζες και funds επιλέγουν πλέον να χρηματοδοτούν μόνο projects με πράσινο αποτύπωμα.

Αν η Κομισιόν αρνηθεί να βάλει νερό στο κρασί της και διατηρήσει τα σημερινά χαμηλά όρια εκπομπών, αποκλείοντας στην ουσία από το δανεισμό ως μη «πράσινες» τις νέες μονάδες αερίου, τότε διατρέχουμε τον κίνδυνο κάποιες από αυτές να μη γίνουν. Δίχως τρεις τουλάχιστον νέες μονάδες φυσικού αερίου τις οποίες έχουν συνυπολογίσει όσοι ασχολούνται με τον ενεργειακό σχεδιασμό (Εθνικός Ενεργειακός Σχεδιασμός, ΑΔΜΗΕ), προκειμένου να αντικαταστήσουν την παραγωγή από λιγνιτικά φουγάρα της ΔΕΗ που θα σβήσει ως το 2023, η χώρα θα αντιμετωπίσει τα επόμενα χρόνια σοβαρό πρόβλημα επάρκειας. Αν κριθεί ότι ελλοχεύει τέτοιος κίνδυνος, τότε η προγραμματισμένη απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, θα πάει αναπόφευκτα προς τα πίσω. Αυτό με τη σειρά του θα συμπαρασύρει ως ένα ντόμινο και τους φιλόδοξους στόχους για την πράσινη μετάβαση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για πολλές προγραμματισμένες επενδύσεις.

Δίχως να γνωρίζει κανείς αν θα επέλθουν αλλαγές, το μόνο βέβαιο είναι πως το ευρωπαϊκό «Taxonomy» για πράσινες επενδύσεις, δηλαδή το σχέδιο που απέστειλαν παραμονές Πρωτοχρονιάς οι Βρυξέλλες στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, και το οποίο ταξινομεί βάσει κριτηρίων κάθε δραστηριότητα ανάλογα με τη συμβολή της στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, επιχειρεί να δυσκολέψει τις επενδύσεις σε φυσικό αέριο. Αντανακλά τη συνολικότερη ευρωπαϊκή φιλοσοφία προς μια οικονομία χαμηλών ή μηδενικών εκπομπών ρύπων, που Θέλει σταδιακά εκτός ευρωπαϊκού ενεργειακού μίγματος το συγκεκριμένο καύσιμο.

Ανεξήγητη πάντως είναι η βιασύνη των Βρυξελλών να εγκριθεί το νέο πλαίσιο. Καλούν τις 27 κυβερνήσεις να της έχουν αποστείλει μέχρι την Τετάρτη, 12 Ιανουαρίου, τις προτάσεις τους επί του προσχεδίου, για το οποίο, αυτές, όπως και οι άμεσα ενδιαφερόμενοι επενδυτές, ενημερωθήκαν μόλις στις 31 Δεκεμβρίου, εγείροντας πλειάδα ερωτημάτων για τα νέα ευρωπαϊκά όρια. Εφόσον πάντως εγκριθεί ένα τέτοιο σχέδιο, το πρόβλημα θα είναι πιο έντονο στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου που εξαρτώνται περισσότερο από το φυσικό αέριο, παρά στο Βορρά, οι οποίες διαθέτουν περισσότερες εναλλακτικές (πυρηνική ενέργεια, πιο ανεπτυγμένη αγορά ΑΠΕ, όπως offshore αιολικά, κ.λπ.).

Τι προβλέπει το νέο Taxonomy

1. Για να χαρακτηριστεί «πράσινη σε μεταβατική φάση» μια μονάδα ηλεκτροπαραγωγής με αέριο θα πρέπει να πληροί συγκεκριμένα στάνταρτς. Είτε, οι εκπομπές της να περιορίζονται κάτω από τα 270 γραμμάρια CO2 ανά παραγόμενη κιλοβατώρα, είτε στη διάρκεια ζωής της, ο μέσος όρος των εκπομπών, να είναι κάτω από 100 γραμμάρια ανά κιλοβατώρα. Τα ερωτήματα, πολλά, τόσο στην πρώτη περίπτωση, όπου δεν προσδιορίζεται το χρονικό πλαίσιο επίτευξης του στόχου (εντός των πρώτων 5, 10, 15 ετών λειτουργίας), όσο και στη δεύτερη, αφού κάθε μονάδα, ανάλογα με την τεχνολογία, έχει και διαφορετική διάρκεια ζωής.

2. Για να γίνει αντιληπτό το ανέφικτο του στόχου, οι εν λειτουργία μονάδες ανά την Ευρώπη εκπέμπουν γύρω στα 380 γραμμάρια CO2 ανά κιλοβατώρα, ενώ για τις υπό κατασκευή ή όσες δρομολογούνται, οι προδιαγραφές είναι κοντά στα 320-330 γραμμάρια. Καμιά από τις μονάδες που έχουν ανακοινώσει ότι θα κατασκευάσουν ή δρομολογούν οι ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ & Motor Oil, ΔΕΗ, Εlpedison, όμιλος Κοπελούζου δεν πληρούν τέτοια όρια (σ.σ.: ούτε της Mytilineos, η οποία βρίσκεται σε φάση ολοκλήρωσης και πρόκειται να τεθεί σε δοκιμαστική λειτουργία μέσα στους επόμενους μήνες). Δεν είναι τυχαίο ότι η ελληνική κυβέρνηση είχε επιδιώξει να αυξηθεί το σχετικό όριο στα 340 γραμμάρια.

3. Ένας μόνο τρόπος υπάρχει για να επιτευχθούν τόσο χαμηλές εκπομπές, όπως αυτές που προτείνει η Κομισιόν: Να καίνε οι νέες μονάδες 50% φυσικό αέριο και 50% υδρογόνο. Σε μια τέτοια περίπτωση, υπολογίζεται ότι θα καταφέρουν να εκπέμπουν κοντά στα 250 γραμμάρια CO2 ανά κιλοβατώρα. Το πρόβλημα ωστόσο είναι ότι παντού στην Ευρώπη η τεχνολογία του υδρογόνου βρίσκεται ακόμη σε πολύ πειραματικό στάδιο και θα περάσουν χρόνια μέχρι να φτάσει σε μαζική παραγωγή, μαζί με την κατασκευή των αναγκαίων υποδομών.

4. Σε κάθε περίπτωση, για να χαρακτηριστεί ως «πράσινη σε μεταβατική φάση», μια ενεργειακή επένδυση, θα πρέπει σε βάθος 20ετίας να εκπέμπει κατά μέσο όρο κάθε χρόνο 550 γραμμάρια CO2 ανά κιλοβάτ. Για να γίνει αντιληπτό το πρόβλημα, στελέχη της αγοράς εξηγούν ότι για επιτευχθεί ένας τόσο χαμηλός στόχος εκπομπών, μια μονάδα δεν θα πρέπει να δουλεύει παρά… δύο μήνες το χρόνο. Το πρόβλημα θα επιλύονταν, όπως λένε στελέχη της αγοράς, αν για παράδειγμα την πρώτη 10ετία, λειτουργούσε για μερικές ώρες το χρόνο με φυσικό αέριο, και την επόμενη 10ετία αποκλειστικά και συνεχώς με υδρογόνο. Αλλά και πάλι, υπεισέρχεται στη συζήτηση το γεγονός ότι πανευρωπαϊκά, η αγορά υδρογόνου βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα.