Η επόμενη ημέρα για τα εισοδήματα και την απασχόληση

Η επόμενη ημέρα για τα εισοδήματα και την απασχόληση

Παρά το γεγονός ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ως οργανισμός δεν έχει να επιδείξει και το καλύτερο ιστορικό σε ό,τι αφορά τις οικονομικές εκτιμήσεις (με χαρακτηριστικό παράδειγμα την ελληνική κρίση της περασμένης δεκαετίας), η χθεσινή αναθεώρηση των προβλέψεών του έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί δείχνει το πόσο έχει αλλάξει κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων μηνών η κυρίαρχη αντίληψη για τις επιπτώσεις της πανδημίας. Για να είμαστε ακριβείς, η αντίληψη για την οικονομική ζημιά που θα προκαλέσουν τα lockdown.

Άλλωστε το ίδιο το ΔΝΤ «μετονόμασε» την περίοδο που διανύουμε από «κρίση κορονοϊού» σε «Μεγάλο Lockdown», τονίζοντας ότι βιώνουμε τη μεγαλύτερη οικονομική πτώση από τη «Μεγάλη Ύφεση» του περασμένου αιώνα. Το Μεγάλο Lockdown, λοιπόν, προκαλεί οικονομική ζημιά 12,5 τρις. δολαρίων, φέρνει σοβαρές αναταράξεις στην αγορά εργασίας, μεγαλώνει τις εισοδηματικές ανισότητες και αυξάνει τη φτώχεια. Και όλα αυτά, χωρίς να είναι ακόμη βέβαιο αν θα χρειαστεί να εφαρμοστούν ξανά περιορισμοί, με το επικρατέστερο σενάριο να είναι η επιβολή τοπικών lockdown.

Εξετάζοντας την έκθεση του ΔΝΤ, το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι σε σύγκριση με όσα ανέμεναν οι ειδικοί τον Απρίλιο, η ύφεση του 2020 θα είναι βαθύτερη και η ανάκαμψη του 2021 θα είναι πιο αργή. Αν θέλουμε να το ποσοτικοποιήσουμε το επιπλέον βάθος της ύφεσης και τον επιπλέον χρόνο που θα χρειαστεί η παγκόσμια οικονομία για να επιστρέψει στα προ κορονοϊού επίπεδα, μπορούμε να πούμε τα ακόλουθα:

1. Μεγαλώνουν οι ανισότητες: Η πραγματική οικονομική ζημιά είναι πολύ μεγαλύτερη αφού μία τόσο σφοδρή ύφεση έχει και άλλες αρνητικές και ίσως πιο μόνιμες συνέπειες – όπως στην αγορά εργασίας, στην καταναλωτική εμπιστοσύνη και στις επιχειρηματικές αποφάσεις – με αποτέλεσμα το τελικό «κόστος» να είναι ανυπολόγιστο. Σύμφωνα, μάλιστα, με το ΔΝΤ, η αγορά εργασίας έχει δεχθεί πρωτοφανές χτύπημα τόσο σε σφοδρότητα όσοι και σε ταχύτητα, επηρεάζοντας περισσότερο τα χαμηλά εισοδήματα και τους εργαζόμενους με τις λιγότερες δεξιότητες. Η δραστηριότητα σε τομείς όπως ο τουρισμός και η φιλοξενία θα παραμείνει υποτονική με αποτέλεσμα να καθυστερεί η πλήρης ανάκαμψη της αγοράς εργασίας, να μεγαλώνουν οι ανισότητες και να αυξάνεται η φτώχεια.

2. Τρομακτική μείωση εισοδημάτων: Η μείωση των ωρών εργασίας στο α’ τρίμηνο του 2020 αντιστοιχεί σε 130 εκατομμύρια θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης. Έως το β’ τρίμηνο του 2021 οι ώρες που θα έχουν χαθεί εκτιμάται ότι θα αντιστοιχούν σε 300 εκατ. θέσεις εργασίας. Στο μεταξύ, πτώση στο κατά κεφαλήν εισόδημα αναμένεται να καταγραφεί σε πάνω από το 90% των αναδυόμενων και ανεπτυγμένων οικονομιών το 2020.

3. Μετά το 2022 η επιστροφή στα προ κρίσης επίπεδα: Η οικονομική δραστηριότητα θα επανέλθει στο επίπεδο που βρισκόταν στις αρχές του 2020, λίγο πριν ξεσπάσει η πανδημία, στα τέλη του 2021 όμως ούτε το 2022, ούτε στα επόμενα χρόνια δεν είναι βέβαιο ότι θα φτάσει στο επίπεδο που αναμενόταν πριν τον κορονοϊό. Αυτό σημαίνει ότι δημιουργείται μία «τρύπα» που θα χρειαστεί μεγάλο χρονικό διάστημα για να κλείσει – αν κλείσει - καθώς στην ουσία η παγκόσμια οικονομία θα πρέπει να υπερκαλύψει το χαμένο έδαφος με μεγαλύτερη ανάπτυξη στα χρόνια μετά την εξομάλυνση των συνθηκών.

4. Εξαϋλώθηκαν 1,65 τρισ. μέσα σε δύο μήνες: Ενώ στην έκθεση του Απριλίου το ΔΝΤ προέβλεπε ότι το παγκόσμιο ΑΕΠ θα συρρικνωθεί κατά 3% μέσα στο 2020, πλέον τοποθετεί την ετήσια ύφεση στο 4,9%. Από τα 2,61 τρισ. δολάρια που θα περιοριζόταν το ΑΠΕ στην προηγούμενη πρόβλεψη, τώρα προβλέπεται να μειωθεί κατά 4,26 τρις. δολάρια. Αυτό σημαίνει ότι σε διάστημα δύο μηνών χάσαμε επιπλέον 1,65 τρισ. δολάρια με βάση τις προβλέψεις του έτους.

5. Στα 12,5 τρισ. δολάρια ο συνολικός «λογαριασμός» : Αν λάβουμε υπόψη τη συνολική συρρίκνωση του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά 4,26 τρισ. δολάρια το 2020 και προσθέσουμε τα 4 τρις. δολάρια που θα κέρδιζε η παγκόσμια οικονομία στο τρέχον έτος με βάση τις προβλέψεις πριν ξεσπάσει η πανδημία, αλλά και τη χαμένη ανάπτυξη του 2021, τότε ο συνολικός λογαριασμός της κρίσης αγγίζει τα 12,5 τρισ. δολάρια.