Γιατί πέφτει το Χρηματιστήριο με απλά ελληνικά και άνευ συνωμοσιολογίας

Γιατί πέφτει το Χρηματιστήριο με απλά ελληνικά και άνευ συνωμοσιολογίας

Της Μαίρης Βενέτη*

Πέρα από τους γνωστούς κερδοσκόπους που εποφθαλμιούν την χώρα μας και θέλουν να πλήξουν το success story της κυβέρνησης μας, υπάρχουν και άλλοι λόγοι που μας έριξαν στα τάρταρα των αγορών.

Όχι ότι αρνούμαι την ύπαρξη των κερδοσκόπων. Το αντίθετο μάλιστα. Όμως θα πιω το πικρό ποτήρι της σύμπνοιάς μου με το tweet του κ. Βαρουφάκη: «Η κυβέρνηση ανακάλυψε κερδοσκόπους στο Χρηματιστήριο. Σε λίγο θα ανακαλύψει ότι η θάλασσα περιέχει αλάτι».

Βλέπετε, οι κερδοσκόποι πάντα υπήρχαν στο χρηματοοικονομικό play και πάντα θα υπάρχουν, όπως υπάρχουν όμως και οι value investors για παράδειγμα. Όλοι μέσα στο παιχνίδι είναι, και εξαρτάται από σένα ποιούς κάθε φορά τραβάς στο γήπεδο σου και φυσικά αν παίζουν μαζί σου ή απέναντι σου.

Ανιχνεύοντας τις αιτίες της πτώσης, και πριν βιαστούμε να δώσουμε αποκλειστικά το ανάθεμα στις διεθνείς συνθήκες εν μέσω ιταλικής κρίσης, κρίση αναδυομένων, Brexit εμπορικών πολέμων κ.α, την απελευθέρωση μας από το κλίμα συνωμοσιολογίας θα μας την εξασφαλίσει το εξής καίριο ερώτημα:

Γιατί δεν μπόρεσε να κάνει «λίπος» το Χρηματιστήριο Αθηνών, όσο ακόμα οι διεθνείς αγορές ήταν σε ρυθμούς πάρτυ, παρόλο που και από τα μνημόνια βγήκαμε και πρωτοφανή πλεονάσματα πετύχαμε;

Αν το καλοκαίρι ο Γενικός Δείκτης είχε κάνει μια καλή άνοδο- αντί για βόλτες εντός εκτός και επι ταυτά με κέντρο βάρους τις 750 μονάδες- θα είχε σήμερα περιθώρια πτώσης χωρίς να πληγούν καίριες και πάνω από όλα ψυχολογικές στηρίξεις την άχαρη τούτη ώρα του χαμηλού βαρομετρικού στις διεθνείς αγορές.

Έναντι μιας τέτοιας εξέλιξης, είδε φωτογραφικά τις 895 μονάδες αρχές Φλεβάρη του 2018, αποχαίρετησε τον μέσο κινητό των 200 ημερών το τρίτο δεκαήμερο του Μάη και έκτοτε τρώει τις σάρκες του με αιχμή του δόρατος τις τράπεζες και με σαφή εξαίρεση 10-15 εταιρείες με δυνατό ισολογισμό, growth story και εξαιρετικό free cash flow.

Μια αγορά που δεν συμμετέχει στη διεθνή χοροεσπερίδα της ανόδου, ενώ φαινομενικά θα μπορούσε να αποτελέσει έστω και στο παραπέντε τη βασίλισσα της βραδιάς- βάση της θεωρίας του «ελατηρίου»- δείχνει πάνω από όλα δομικά ενδογενή προβλήματα τέτοιου μεγέθους, που την αφήνουν τελείως «γυμνή» στην άμπωτη των διεθνών συγκυριών και ναι, απροστάτευτη απέναντι στους κερδοσκόπους.

Μήπως όμως ήταν ευθύνη μας, να φροντίσουμε να είναι «ντυμένη» έστω με ένα «μπανάλ» ιμάτιο προληπτικής γραμμής, για την περίπτωση που το διεθνές κλίμα άρχιζε να στραβώνει;

Προφανώς η διορατικότητα αυτή «έλαμψε δια της απουσίας της», με αποτέλεσμα ο ελληνικός τραπεζικός κλάδος να έχει πλέον κεφαλοποίηση πέριξ των 5 δισ. ευρώ, έναντι 8,6 δισ. ευρώ στις αρχές του έτους, συνεπικουρούμενος από την αγορά των ομολόγων και συμπαρασύροντας σιγά σιγά και τους υπόλοιπους κλάδους του Χρηματιστηρίου Αθηνών.

Πώς φτάσαμε όμως μέχρι εδώ και πώς μεταφράζονται για τις μελλοντικές εξελίξεις τα γεγονότα του σήμερα; Aς αρχίσουμε από τα διεθνή «κακώς κείμενα».

Η κόντρα Ιταλίας-Βρυξελλών στο χειρότερο timing

Η ιταλική κρίση καταρχήν έχει εντείνει τις ανησυχίες για την ευρύτερη περιοχή και η άνοδος των αποδόσεων των ιταλικών ομολόγων έχει παρασύρει και τα ελληνικά, με αποτέλεσμα το spread να είναι στα ίδια επίπεδα με αυτά που είχαμε πριν ενταχθούμε στο πρώτο μνημόνιο. Οι εξελίξεις στην γείτονα χώρα αναμένεται να μας απασχολήσουν τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του μήνα, όπου ο οίκος S&P θα αποφανθεί για το αξιόχρεο. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναθεώρησε εν τω μεταξύ επί τα χείρω τις προβλέψεις του για την ανάπτυξη της ιταλικής οικονομίας- 1,2% το 2018 και 1% το 2019- με τα ιταλικά μέσα ενημέρωσης να τονίζουν ότι πρόκειται για την χαμηλότερη οικονομική ανάπτυξη της Ευρωζώνης.

Παράλληλα συνιστά απελευθέρωση των διαπραγματεύσεων για τις συμβάσεις εργασίας και να παραμείνει η κυβερνητική δράση της Ιταλίας εντός ευρωπαϊκών πλαισίων για να μην χαθεί η εμπιστοσύνη των αγορών. Θα εισακουστεί το ΔΝΤ από το κράμα της σημερινής ιταλικής κυβέρνησης άραγε; Όποιος έχει την απάντηση σε αυτό το ερώτημα έχει προφανώς και την απάντηση για το πόσο θα μας απασχολήσει ακόμα η Ιταλία και η κόντρα της με τις Βρυξέλλες.

Το κερασάκι στην τούρτα της ιταλικής κρίσης: η ΕΚΤ, ο μοναδικός  καθαρός αγοραστής ιταλικών κρατικών χρεογράφων επί μήνες, από αρχές του 2019 θα προχωρήσει στο τέλος της αγοράς ιταλικών ομολόγων ελέω τέλους ποσοτικής χαλάρωσης, εξέλιξη που διευκολύνει προεξοφλητικά την άνοδο των αποδόσεών τους.

Φρένο στην ανάπτυξη δια χειρός Trump, αναδυομένων, Brexit και πετρελαίου

Η ποσοτική σύσφιξη δεν θα λάβει χώρα μόνο με τους Ιταλούς σε αδύναμη θέση. Ο εμπορικός πόλεμος που μαίνεται ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην Κίνα σκοτεινιάζει την εικόνα της παγκόσμιας οικονομίας, κάτι που υπογράμμισε τη Δευτέρα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αναθεωρώντας επί τα χείρω τις προβλέψεις του για τις προοπτικές της ανάπτυξης το 2018 και το 2019. Προσθέτοντας παράλληλα τους κινδύνους που εγείρουν και οι νομισματικές κρίσεις σε ορισμένες αναδυόμενες οικονομίες, αλλά και την πορεία των τιμών της ενέργειας, προβλέπει πλέον ανάπτυξη του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά 3,7%. Δηλαδή -0,2% για την καθεμιά από τις δύο χρονιές. Και ναι μεν ακόμα και με αυτήν την αναθεώρηση η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη παραμένει ισχυρή, αλλά μήπως κάπου εδώ είναι η οροφή της προς το παρόν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για τις αγορές;

Αν προσθέσουμε στην όλη εικόνα την εντεινόμενη ανησυχία για την ανθεκτικότητα αλλά και την πολιτική αξιοπιστία στις χώρες των αναδυόμενων αγορών, καταλαβαίνουμε ότι, πρώτον τα προβλήματα των αναδυομένων είναι πολυεπίπεδα και δεύτερον, ότι αν οι εξελίξεις στον αναδυόμενο κόσμο πυροδοτήσουν περαιτέρω εκροές κεφαλαίων, κάτι τέτοιο θα στείλει ένα σήμα «sos» στις αγορές με στοιχεία αυξημένου κινδύνου στο ενεργητικό τους. Μεταφράζοντας σε απλά ελληνικά, μια τέτοια εξέλιξη θα πυροδοτούσε μεγαλύτερη αποφυγή κινδύνου διεθνώς. Όχι και τόσο καλά νέα για τον κόσμο των αγορών...

Τα κερασάκια στην τούρτα του φρένου της παγκόσμιας ανάπτυξης

Καταρχήν, οι αυξημένες πιθανότητες για ένα άναρχο Brexit. Για παράδειγμα το οικονομικό ινστιτούτο IW στην Κολονία ανακοίνωσε ότι ένα σκληρό Brexit θα πλήξει τον κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας, που απασχολεί περίπου 800.000 ανθρώπους στη Γερμανία και είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας της χώρας. Σύμφωνα με το IW, περίπου το 5% του ΑΕΠ της Γερμανίας εξαρτάται είτε άμεσα είτε έμμεσα από το εμπόριο με τη Βρετανία, καθιστώντας την τον τρίτο πιο σημαντικό εμπορικό εταίρο για τις γερμανικές επιχειρήσεις. Πόσο θα φταίνε ο λογαριασμός ενός άτακτου Brexit για το σύνολο της ΕΕ;

Δεύτερο κερασάκι: Μία περαιτέρω αύξηση στις τιμές πετρελαίου αναμένεται να λειτουργήσει αρνητικά για την παγκόσμια ανάπτυξη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την τελική γραμμή αποτελεσμάτων των εταιρειών.

Ας μην ξεχνάμε ότι η διάμεσος των αναλυτών οριοθετεί τις ιδανικές τιμές πετρελαίου για την παγκόσμια οικονομία μεταξύ 50 και 70 δολαρίων. Ήδη έχουμε ξεπεράσει κατά πολύ αυτό το επίπεδο.

Σύμφωνα με ανάλυση της UBS, μία αύξηση στις τιμές πετρελαίου κατά 10% στο εύρος τιμών 80 έως 100 δολαρίων, συνεπάγεται μία αύξηση της τάξεως των 15 μονάδων βάσης στο ΑΕΠ, από πλευράς παραγωγών.
Ωστόσο, από πλευράς καταναλωτών, μία ανάλογη αύξηση των τιμών οδηγεί σε συρρίκνωση της τάξεως των 9 μονάδων βάσης. Με δεδομένη την αυξημένη βαρύτητα των καταναλωτών (66%) στο παγκόσμιο ΑΕΠ, μία αύξηση της τάξεως του 10% στις τιμές πετρελαίου οδηγεί σε συνολική επιβράδυνση μίας μονάδας βάσης το παγκόσμιο ΑΕΠ.

Μεγαλύτερο πρόβλημα θα αντιμετωπίσουν οι χώρες-καθαροί εισαγωγείς «μαύρου χρυσού», μεγαλύτερη των οποίων είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Δεν θέλει ιδιαίτερη φαντασία για το πόσο θα πληγούν αδύναμες οικονομίες σαν την ελληνική, ειδικά αν διαβάσει κανείς στη σελίδα 11 της εισηγητικής έκθεσης του προϋπολογισμού για το 2018, ότι όλες οι παραδοχές και οι προβλέψεις για τα νούμερα της τρέχουσας χρονιάς έχουν γίνει με τιμή πετρελαίου στα 52,6 δολάρια. Βλέπε «Τι σημαίνουν για τη χώρα μας τιμές πετρελαίου >52.6$»

Το συνολικό χρέος επεκτάθηκε ταχύτερα της ανάπτυξης εν μέσω ποσοτικής σύσφιξης

Φτάνοντας στην μεγάλη εικόνα, τα επίπεδα χρέους έχουν αυξηθεί σημαντικά σε όλες τις χώρες και σχεδόν σε όλους τους τομείς. Η αντισυμβατική νομισματική πολιτική που εφαρμόστηκε από την έναρξη της κρίσης, είχε κύριο στόχο να διευκολύνει τις συνθήκες χρηματοδότησης ώστε να υποστηριχθεί η ανάκαμψη της οικονομίας.

Παρακάμπτοντας το ερώτημα «Πού κατέληξαν τα χρήματα της ποσοτικής χαλάρωσης; Στην πραγματική οικονομία ή στις αγορές;» θα προχωρήσουμε απλά στην διαπίστωση ότι ο συνολικός δανεισμός από κυβερνήσεις και επιχειρήσεις του μη χρηματοπιστωτικού τομέα και νοικοκυριά, επεκτάθηκε πολύ ταχύτερα από τους δείκτες οικονομικής ανάπτυξης.

Το αποτέλεσμα; Tο συνολικό χρέος σε χώρες με συστημικά σημαντικούς χρηματοπιστωτικούς τομείς, ανέρχεται τώρα σε 167 τρισ. δολάρια ή πάνω από 250% του συνολικού ΑΕΠ, έναντι 113 τρισ. δολ. -210% του ΑΕΠ- το 2008, σύμφωνα με μελέτη του ΔΝΤ.

Δεν θέλει και ιδιαίτερη φαντασία για να αντιληφθούμε ότι μία ταχύτερη της αναμενόμενης ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής στις ανεπτυγμένες οικονομίες τώρα που ήρθε η ώρα της ποσοτικής σύσφιξης, θα μπορούσε να οδηγήσει σε απότομο περιορισμό των συνθηκών χρηματοδότησης διεθνώς.

Στο σημείο αυτό οι προσευχές όλων είναι στο πλευρό των Κεντρικών Τραπεζών.

Στα του οίκου μας

Υπάρχουν κάποιες πρόσφατες εξελίξεις /επιλογές στην χώρα μας, που «κούμπωσαν» με την δύσκολη διεθνή συγκυρία και έθεσαν τα ομόλογα μας και το ελληνικό χρηματιστήριο στις κερδοσκοπικές ορέξεις των αγορών. Σε αυτές τις εξελίξεις πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε ο τραπεζικός κλάδος και οι προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει.

Αδύναμα αποτελέσματα τραπεζών

Τα αποτελέσματα εξαμήνου των τραπεζών κατέδειξαν ότι η πιστωτική επέκταση παραμένει σε αρνητικό έδαφος, ενώ τα έσοδα προ προβλέψεων υποχώρησαν έως και 25% υπονομεύοντας την κερδοφορία των τραπεζών που αποτελούσε και το βασικό story για την σταδιακή εξομάλυνση του ελλείμματος στις προβλέψεις. Ταυτόχρονα οι προοπτικές για το άμεσο μέλλον σε επίπεδο εσόδων και κερδοφορίας δυστυχώς δεν αναμένονται δραματικά καλύτερες, μιας και η συρρίκνωση των δραστηριοτήτων τους, αλλά και η περαιτέρω απομόχλευση των χαρτοφυλακίων τους θα συνεχίσει να υφίσταται.

Μείωση προβληματικών δανείων 40-50% μέσω πωλήσεων

O SSM προχώρησε πρόσφατα σε μια σημαντικότατη αλλαγή που δυστυχώς πέρασε αρχικά στα «ψιλά γράμματα» της ειδησιογραφίας.Υποχρέωσε τις τράπεζες να αλλάξουν κατεύθυνση στη μεθοδολογία μείωσης των προβληματικών δανείων και το κέντρο βάρους να μετατοπιστεί από τις ρυθμίσεις, στις μαζικές πωλήσεις δανείων.

Βάση αυτής της κατεύθυνσης, η μείωση των προβληματικών δανείων κατά 50 δισ. ευρώ σε μια τριετία θα πρέπει να προέλθει κατά 40-50% (20-25 δισ. ευρώ) από πωλήσεις δανείων. Προκύπτουν όμως δύο βασικά προβλήματα.

Πρώτον, από την στιγμή που πρόκειται να αυξηθεί κατά πολύ ο όγκος των πωλήσεων άμεσα, είναι λογικό ότι οι τιμές πώλησης των δανείων θα είναι χαμηλές (προσφορά και ζήτηση) και επομένως θα υποχρεώσουν τις τράπεζες να σχηματίσουν νέες πρόσθετες προβλέψεις, τουτέστιν νέα διάβρωση της κεφαλαιακής τους βάσης.

Δεύτερον, η χρονική συγκυρία δεν βοηθάει δυστυχώς. Διαφορετικά αποτελέσματα θα έχεις αν αυξήσεις τον όγκο των μαζικών πωλήσεων κόκκινων δανείων σε ένα καλό διεθνές κλίμα και διαφορετικά αν το κάνεις με την επενδυτική ψυχολογία στα τάρταρα. Ενδεικτικά η Goldman Sachs στην τελευταία της έκθεση, σημειώνει ότι, ως τώρα, τα δάνεια χωρίς εξασφαλίσεις πωλούνται με έκπτωση που ξεπερνά το 95%, ενώ τα δάνεια με εξασφαλίσεις έχουν πιάσει το 30% της ονομαστικής αξίας.

Επίδραση IFRS 9

Σε λίγους μήνες ο εποπτικός μηχανισμός της ΕΚΤ, SSM, θα ανακοινώσει το ύψος των κεφαλαίων που θα πρέπει να συγκεντρώσουν οι τράπεζες προληπτικά, για να φέρουν σε πέρας την εξυγίανση των ισολογισμών τους. Όσοι αναρωτιούνται γιατί αυτό δεν έγινε στα σχετικά πρόσφατα stress tests, θα πρέπει να θυμηθούν ότι αυτά διεξήχθησαν χωρίς να ληφθεί υπόψιν η επίπτωση από την εφαρμογή των νέων λογιστικών κανονισμών IFRS 9. Τι αλλάζει όμως η εφαρμογή τους;

Αλλάζει τον ορισμό της αθέτησης, δηλαδή πότε ένα δάνειο χαρακτηρίζεται ως μη εξυπηρετούμενο και στην ουσία περιορίζει τα περιθώρια για διαφορετικές προσεγγίσεις από κάθε τράπεζα. Με την υιοθέτηση του IFRS 9 όλα τα μη εξυπηρετούμενα πιστωτικά ανοίγματα- συμπεριλαμβανομένων και των ρυθμίσεων- θεωρούνται ως μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τα γνωστά μας δάνεια σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών. Επομένως οι τράπεζες οφείλουν να καλύψουν πλήρως αυτά τα δάνεια με προβλέψεις.

Εν ολίγοις, η εφαρμογή του IFRS 9 έρχεται και επιβαρύνει κατευθείαν τα κεφάλαια (και όχι τα αποτελέσματα).
Οι εποπτικές αρχές έχουν δώσει την δυνατότητα βέβαια να αποσβέσουν σε βάθος πενταετίας τη ζημιά, με το 30% της επίπτωσης να αναγνωρίζεται τα πρώτα 3 χρόνια και το υπόλοιπο 70% θα βαρύνει τα εποπτικά κεφάλαια την τελευταία διετία. Έτσι, για το 2018 η μείωση στους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών είναι πολύ μικρή, ενώ από το 2021 το βάρος θα αυξηθεί.

Στο σημείο αυτό να τονίσουμε ότι πιθανότατα εντός του Νοεμβρίου η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (SREP), στο πλαίσιο της περαιτέρω διασφάλισής των τραπεζών έναντι εσωτερικών και εξωτερικών κινδύνων, θα ζητήσει ήδη για το 2019 την αύξηση του ελάχιστου δείκτη της συνολικής κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών κατά 0,625% ως πρόσθετο κεφαλαιακό απόθεμα (conservatory buffer).

Aναζήτηση κεφαλαίων με κλειστές προς το παρόν τις αγορές

Όσον αφορά τώρα την ενίσχυση των κεφαλαίων που θα υποδείξει ο SSM, το ζητούμενο από την αγορά είναι πρώτον να μην είναι μεγάλο και δεύτερον να γίνει με τέτοιον τρόπο ώστε να μη θιγούν οι παλαιοί μέτοχοι (dilution). Από ό,τι φαίνεται όμως από την πορεία των τραπεζικών μετοχών στο Χ.Α, η αγορά αισθάνεται ότι το ζητούμενο αυτό είναι δύσκολο να εξασφαλισθεί. Ούτε εκδόσεις υβριδικών τίτλων με normal κουπόνι, ούτε αυξήσεις κεφαλαίου σε υψηλές τιμές φαίνεται να μπορούν να επιτευχθούν στην τρέχουσα συγκυρία . Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της Τρ. Πειραιώς, που έχει ανακοινώσει από τα μέσα της χρονιάς ότι θα αναζητήσει 500 εκατ. ευρώ με έκδοση υβριδικών τίτλων, αλλά περιμένει, όπως δήλωσε πρόσφατα ο CEO, κ. Χρήστος Μεγάλου, να ανοίξει «παράθυρο ευκαιρίας» στην αγορά.

Ίσως σε αυτό το σημείο να συνειδητοποιήσει κανείς την αστοχία της επιλογής μας να χάσουμε «αυτοδικαίως» με τη λήξη του τρίτου προγράμματος σταθεροποίησης, τα κεφάλαια που είχαν μείνει στην άκρη από το δάνειο των 86 δισ. ευρώ, ενώ η κυβέρνηση απέφυγε να πάρει την προληπτική γραμμή χρηματοδότησης που θα κάλυπτε και τις τράπεζες.

Φόβοι για μετατόπιση προκλήσεων από τον τραπεζικό στον δημοσιονομικό τομέα

Και κάπως έτσι φτάσαμε στην κουβέντα, μήπως ένα μέρος του μαξιλαριού ρευστότητας των 24 δισ. ευρώ που έχουμε μαζέψει, αντί να καλύψουν τις ανάγκες του Δημοσίου-γεγονός που πρόσδιδε ηρεμία για τα δύο τουλάχιστον επόμενα χρόνια όσον αφορά την εξυπηρέτηση του χρέους μας- μείνουν στην άκρη σαν «μαξιλάρι» προστασίας των τραπεζών.
Πέραν ότι μια τέτοια κατάσταση θα μετατοπίσει τις προκλήσεις από τον ελληνικό τραπεζικό τομέα στα δημόσια οικονομικά, η συζήτηση αυτή δεν είναι απλή.

Καταρχήν, θα πρέπει να συμφωνηθεί με την Ευρώπη και το μοντέλο που θα ακολουθηθεί για την παροχή ενισχύσεων στις τράπεζες. Δηλαδή, αν θα πρόκειται για μια διαδικασία που θα προχωρήσει με αυξήσεις κεφαλαίου υπέρ του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας-λύση που θα εξαφανίσει τις συμμετοχές των παλαιών μετόχων- ή αν θα εκδοθούν υβριδικοί τίτλοι ή προνομιούχες μετοχές, ώστε να αποφευχθεί η προσωρινή κρατικοποίηση των τραπεζών, λύση που όπως αναλύσαμε η επιτυχία της εξαρτάται από τις συνθήκες στις αγορές.

H δημιουργία ενός ειδικού σχήματος (Αsset Protection Scheme - APS) που μελετά η κυβέρνηση αποσκοπώντας ουσιαστικά στη δημιουργία μίας «bad bank» σε κάθε τράπεζα με παροχή κρατικών εγγυήσεων, εκτιμάται ότι θα βοηθήσει τις τράπεζες, αν γίνει άμεσα και δεν προκαλέσει ζημιές στους ιδιώτες επενδυτές. Όμως θα πρέπει να βρεθούν οι ισορροπίες ώστε οι προκλήσεις να μην μετατοπιστούν και πάλι από τον τραπεζικό τομέα στο Ελληνικό Δημόσιο. Σε απλά ελληνικά: Εαν το κράτος εγγυηθεί τα τραπεζικά ομόλογα σε ένα σχέδιο συλλογικής λύσης των NPEs…καταλήγουμε πάλι στο γεγονός ότι το κεφαλαιακό μαξιλάρι που εξασφαλίζει την εξυπηρέτηση του χρέους για τα δυο επόμενα χρόνια, τίθεται υπό αμφισβήτηση. Από αυτήν και μόνο την οπτική γωνία εξηγείται σε μεγάλο βαθμό γιατί η απόδοση των ελληνικών ομολόγων δεν ανεβαίνει μόνο λόγω των διεθνών εξελίξεων.

Η ασάφεια σε σχέση με την περικοπή ή μη των συντάξεων καθώς και η αρχική κατάθεση προσχεδίου προϋπολογισμού με δύο σενάρια έπαιξαν επίσης αρνητικό ρόλο στην άνοδο των αποδόσεων. Και αυτό, γιατί η συζήτηση για την εφαρμογή μέρους μόνο του μεταρρυθμιστικού προγράμματος σε ένα σκηνικό παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου, προκάλεσε την ανησυχία των ξένων και αυτόματα αύξησε το country risk.

Το κερασάκι στην τούρτα των προκλήσεων του τραπεζικού κλάδου

Η κεφαλαιακή διάρθρωση των ελληνικών συστημικών τραπεζών, διακρίνεται από μία ιδιομορφία. Μεγάλο μέρος των εποπτικών κεφαλαίων τους αποτελούνται από "Πιστώσεις Διαφοράς Φόρου" (Differed Tax Credits - DTCs), γνωστά και ως "Αναβαλλόμενος Φόρος".

Πρόκειται για νομική διευθέτηση προς κάλυψη των απωλειών κεφαλαίου που υπέστησαν οι τράπεζες από το PSI. Σε απλά ελληνικά: Oι τράπεζες θα καλύψουν ένα μέρος των ζημιών που υπέστησαν από τα κρατικά ομόλογα, πληρώνοντας λιγότερο φόρο στα κέρδη που θα παρουσιάσουν στο μέλλον.

Εν ολίγοις, πρόκειται για χρήματα που θα έχουν υπόσταση κάποια μελλοντική στιγμή, όταν οι τράπεζες παρουσιάσουν ξανά κέρδη. Το ακριβές ποσό που αντιστοιχεί σε αυτές τις "Πιστώσεις" επηρεάζεται από το εκάστοτε ύψος της φορολογίας.
Δηλαδή, εάν μειώνεται ο φορολογικός συντελεστής, μειώνεται και το ύψος που υπολογίζονται τα λεγόμενα DTCs και το αντίθετο. Επομένως καταλαβαίνουμε όλοι, γιατί ακόμα και τα καλά νέα για τις επιχειρήσεις, όπως η μείωση των φορολογικών συντελεστών είτε με την παρούσα κυβέρνηση, είτε με την επόμενη, αφήνουν παγερά ασυγκίνητο τον τραπεζικό κλάδο. Επίσης κατανοεί κανείς και την διαφορά ταχύτητας της πτώσης ανάμεσα στις συστημικές τράπεζες. Ενδεικτικά ο αναβαλλόμενος φόρος (DTCs ) ως προς το CET 1 Capital για την Alpha είναι 38%, ενώ η αναλογία αυτή είναι πολύ μεγαλύτερη για τις υπόλοιπες συστημικές.

Αν συνυπολογίσουμε και τις ανεκδιήγητες εξελίξεις σε Folli- Folli και ΔΕΗ που στην ουσία πλήτουν τους εποπτικούς μηχανισμούς και επακόλουθα την αξιοπιστία του Χρηματιστηρίου Αθηνών, έχουμε σχεδόν συμπληρώσει το κάδρο των εξωγενών και των ενδογενών λόγων, που σφυροκοπούν μετοχές και ομόλογα.

* Η κα Μαίρη Βενέτη είναι Πιστοποιημένη Διαχειριστής από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και μέλος του Μητρώου Πολιτικών Στελεχών της Ν.Δ. Συμμετέχει στους Τομείς α) Οικονομικών β) Οικονομίας και Ανάπτυξης-Υποομάδα Ιδιωτικών Επενδύσεων, Επιχειρηματικότητας και Εξαγωγών γ) Παιδείας