Crypto assets: Η λογιστική αντιμετώπιση βάσει των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς

Crypto assets: Η λογιστική αντιμετώπιση βάσει των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς

Οι καινοτόμες διαδικτυακές εφαρμογές έχουν συμβάλει στην αλλαγή του τρόπου με τον οποίο οι οικονομικές οντότητες εκτελούν συναλλαγές. Το γεγονός αυτό, συντέλεσε στην ανάπτυξη της τεχνολογίας των “crypto assets”, τα οποία είναι ευρέως διαδεδομένα τα τελευταία χρόνια, καθώς οι επενδυτές αναζητούν εναλλακτικές μορφές επενδύσεων.

Οι οικονομικές οντότητες που συντάσσουν χρηματοοικονομικές αναφορές σύμφωνα με τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ), και κατέχουν τέτοιου είδους περιουσιακά στοιχεία, πρέπει να αξιολογήσουν τον λογιστικό χειρισμό τους. Διαφορετικά γεγονότα και περιστάσεις μπορεί να οδηγήσουν σε διαφορετική λογιστική αντιμετώπιση, και στην εφαρμογή διαφόρων λογιστικών προτύπων, συμπεριλαμβανόμενου του ΔΠΧΑ 9 - Χρηματοοικονομικά Μέσα, του ΔΛΠ 2 - Αποθέματα, και του ΔΛΠ 38 - Άυλα Περιουσιακά Στοιχεία. Επίσης, εξετάζεται εάν πληρείται ο ορισμός των χρηματικών διαθεσίμων ή των ταμειακών ισοδυνάμων κατά το ΔΛΠ 32 - Χρηματοοικονομικά Μέσα και το ΔΛΠ 7 - Καταστάσεις Ταμειακών Ροών.

Η Επιτροπή Διερμηνειών του Συμβουλίου Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (ΣΔΛΠ) εξέτασε ένα υποσύνολο crypto assets με παρόμοια χαρακτηριστικά (ψηφιακά νομίσματα προϊόν κρυπτογραφίας, τα οποία δεν είχαν εκδοθεί από κάποιο θεσμοθετημένο φορέα και που δεν υπήρχε συμβατική σχέση), προκειμένου να προσδιορίσει τον λογιστικό χειρισμό τους. Η Επιτροπή εξέδωσε τον Ιούνιο του 2019 μια απόφαση, στην οποία συμπέρανε oτι τα συγκεκριμένα crypto assets, τα οποία κατονομάζει ως “cryptocurrencies”, πληρούν τον ορισμό του άυλου περιουσιακού στοιχείου σύμφωνα με το ΔΛΠ 38, καθώς είναι δυνατόν να διαχωριστούν από τον κάτοχό τους, πωλούνται ή μεταβιβάζονται μεμονωμένα και αποτελούν μη νομισματικό περιουσιακό στοιχείο - εκτός και εάν κατέχονται για πώληση - κατά τη συνήθη δραστηριότητα της οικονομικής οντότητας όπου το ΔΛΠ 2 θα πρέπει να εφαρμοστεί.

Το ΣΔΛΠ, σε αυτό το στάδιο, δεν έχει προσθέσει τα crypto assets στην ατζέντα καθορισμού προτύπων, συνεχίζει, όμως, να παρακολουθεί τις εξελίξεις στο πεδίο αυτό. Τα crypto assets περιλαμβάνουν συχνά πολύ διαφορετικούς όρους και προϋποθέσεις και ο σκοπός κατοχής τους ή το επιχειρηματικό μοντέλο διακράτησής τους πρέπει να αξιολογηθούν προκειμένου να προσδιοριστεί ο ορθός λογιστικός χειρισμός. Ακολουθεί μια ανάλυση για την πιθανή ταξινόμηση των crypto assets σύμφωνα με τα ισχύοντα ΔΠΧΑ.

Γεωργία Βερρή, Manager στην EY Ελλάδος

Χρηματικά Διαθέσιμα ή Ταμειακά Ισοδύναμα

Προκειμένου τα crypto assets να θεωρηθούν ως χρηματικά διαθέσιμα, σύμφωνα με το ΔΛΠ 7 και το ΔΛΠ 32, θα πρέπει να είναι γενικά αποδεκτά ως μέσο ανταλλαγής και να θεωρούνται κατάλληλη βάση με την οποία θα επιμετρούνται και θα αναγνωρίζονται όλες οι συναλλαγές στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις μιας οικονομικής οντότητας.

Στη πραγματικότητα, ο όγκος των συναλλαγών στις οποίες χρησιμοποιούνται τα crypto assets ως μέσο συναλλαγής, είναι αρκετά χαμηλός, καθώς η αποδοχή τους ως μέσο πληρωμής δεν είναι θεσμοθετημένη στις περισσότερες χώρες και η τιμή τους παρουσιάζει υψηλή μεταβλητότητα. Ωστόσο, εάν τα crypto assets αποκτήσουν τόσο υψηλό επίπεδο αποδοχής και σταθερότητας που να προσιδιάζουν τα χαρακτηριστικά των χρηματικών διαθεσίμων, τότε θα μπορούσε να εξεταστεί εάν ικανοποιούν τα κριτήρια για την αναγνώρισή τους ως χρηματικά διαθέσιμα.

Είναι επίσης σημαντικό ότι, για να θεωρηθούν ως ταμειακά ισοδύναμα, τα crypto assets, θα πρέπει να κρατούνται για την τήρηση βραχυπρόθεσμων ταμειακών υποχρεώσεων, να έχουν μικρή διάρκεια, να υπόκειται σε ασήμαντο κίνδυνο μεταβολής της αξίας τους και το ποσό των μετρητών που θα ληφθεί κατά τη λήξη να είναι γνωστό κατά την απόκτησή τους. Δεδομένου ότι, τα crypto assets, δεν είναι συνήθως άμεσα μετατρέψιμα σε μετρητά και η αξία τους παρουσιάζει υψηλή μεταβλητότητα, δεν πληρούν τον ορισμό των ταμειακών ισοδύναμων κατά το ΔΛΠ 7.

Χρηματοοικονομικά Μέσα

Ορισμένα crypto assets θα μπορούσαν να πληρούν τον ορισμό του χρηματοοικονομικού μέσου σύμφωνα με το ΔΛΠ 32, και να επιμετρούνται κατά το ΔΠΧΑ 9, εάν δίνουν στον κάτοχό τους το δικαίωμα σε μετρητά, σε άλλο χρηματοοικονομικό μέσο ή το δικαίωμα να διαπραγματεύονται κάτω από ευνοϊκούς όρους ή το υπολειμματικό δικαίωμα στα καθαρά περιουσιακά στοιχεία μιας οικονομικής οντότητας (συμμετοχικούς τίτλους).

Όμως, η χρήση της τεχνολογίας blockchain, δε δημιουργεί συμβατική σχέση μεταξύ των διαφόρων αντισυμβαλλόμενων. Τα crypto assets μπορεί να δίνουν το δικαίωμα στον κάτοχό τους σε υποκείμενα αγαθά, υπηρεσίες ή σε χρηματοοικονομικά μέσα, αλλά ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να μην είναι πάντα αναγνωρίσιμος και, επομένως, να μην πληρείται ο ορισμός της σύμβασης. Συνεπώς, οι κάτοχοι crypto assets πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά εάν οι όροι και οι προϋποθέσεις της συναλλαγής οδηγούν σε σύμβαση. Ακόμη και σε περίπτωση που μπορεί να υπάρχει συμβατική σχέση, τα κριτήρια του χρηματοοικονομικού μέσου δεν πληρούνται εάν το μελλοντικό οικονομικό όφελος λαμβάνεται με την παραλαβή αγαθού ή υπηρεσίας και όχι από το δικαίωμα σε μετρητά ή άλλο χρηματοοικονομικό μέσο. Για παράδειγμα, ένα crypto asset που δίνει δικαίωμα στον κάτοχο να χρησιμοποιεί cloud computing υπηρεσίες, ακόμη και αν υπάρχει συμβατική σχέση, δεν αποτελεί χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο, καθώς το μελλοντικό όφελος λαμβάνεται μέσω μιας υπηρεσίας.

Επιπλέον, εάν το crypto asset ενσωματώνει το υπολειμματικό δικαίωμα στα καθαρά περιουσιακά στοιχεία μιας οικονομικής οντότητας, μπορεί να πληροί τον ορισμό του συμμετοχικού τίτλου. Τέλος, μια οντότητα θα πρέπει να αξιολογήσει αν το συμβατικό δικαίωμα αγοράς ή πώλησης crypto assets, μπορεί να διακανονιστεί σε καθαρή βάση, ή εάν το crypto asset είναι εύκολα μετατρέψιμο σε μετρητά, ώστε η σύμβαση να μπορεί να λογιστικοποιηθεί ως παράγωγο.

Στην περίπτωση που τα crypto assets πληρούν τον ορισμό του χρηματοοικονομικού μέσου, επιμετρούνται σύμφωνα με το ΔΠΧΑ 9, αρχικά στην εύλογη αξία. Η μεταγενέστερη επιμέτρηση εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά των ταμειακών ροών τους και το επιχειρηματικό μοντέλο διακράτησής τους.

Αποθέματα

Όταν τα crypto assets διατηρούνται προς πώληση κατά τον συνήθη σκοπό των εργασιών μιας οικονομικής οντότητας, μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ως αποθέματα. Στην πράξη, τα crypto assets, γενικά δε χρησιμοποιούνται στην παραγωγή αποθεμάτων και, επομένως, δε θεωρούνται αποθέματα που θα καταναλωθούν στην παραγωγική διαδικασία. Κατά το ΔΛΠ 2, απαιτείται επιμέτρηση στη χαμηλότερη τιμή μεταξύ κόστους και καθαρής ρευστοποιήσιμης αξίας. Ωστόσο, οι έμποροι (commodity broker-traders) που αποκτούν και πωλούν crypto assets για τη δημιουργία κέρδους από τις διακυμάνσεις των τιμών ή από το περιθώριο κέρδους των broker-traders, έχουν την επιλογή να τα επιμετρήσουν σε εύλογη αξία μείον το κόστος πώλησης.

Συνεπώς, μια οικονομική οντότητα που διατηρεί αποθέματα σε crypto assets, θα πρέπει να εκτιμήσει την καθαρή ρευστοποιήσιμη ή την εύλογη αξία τους σε κάθε περίοδο αναφοράς. Στην περίπτωση που η καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία είναι κάτω του κόστους, το απόθεμα θα πρέπει να επιμετράται στην καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία του, με την απομείωση να καταγράφεται στα αποτελέσματα, ενώ οποιαδήποτε αναστροφή δε θα πρέπει να υπερβαίνει το αρχικό του κόστος.

Προπληρωμές

Στην περίπτωση που ο μόνος εφικτός τρόπος για τη λήψη των οικονομικών πλεονεκτημάτων ενός crypto asset, είναι με την αποδοχή της μεταγενέστερης παράδοσης των υποκείμενων αγαθών ή υπηρεσιών, τότε, η συναλλαγή θα μπορούσε να λογιστικοποιηθεί ως προπληρωμή. Ωστόσο, αν ο κάτοχος μπορεί να λάβει τα οικονομικά οφέλη από την εμπορία του crypto asset, τότε θα πρέπει να αξιολογήσει το επιχειρηματικό μοντέλο διακράτησής του. Γενικότερα, για τη λογιστική αντιμετώπιση των προπληρωμών υπάρχει περιορισμένη καθοδήγηση στα ΔΠΧΑ, στην πράξη, δε, αναγνωρίζονται στο κόστος και εξετάζονται για απομείωση σύμφωνα με το ΔΛΠ 36 – Απομείωση αξίας περιουσιακών στοιχείων. Στο ανωτέρω πλαίσιο, μια οικονομική οντότητα θα χρειαστεί να υιοθετήσει μια λογιστική πολιτική και να την εφαρμόζει με συνέπεια για παρόμοιες συναλλαγές.

Άυλα περιουσιακά στοιχεία

Τα crypto assets, γενικά, πληρούν τον ευρύ ορισμό του άυλου περιουσιακού στοιχείου κατά το ΔΛΠ 38, καθώς είναι αναγνωρίσιμα, στερούνται φυσικής υπόστασης, ελέγχονται από τον κάτοχό τους και μπορούν να δημιουργήσουν μελλοντικά οικονομικά οφέλη.

Τα crypto assets που πληρούν τον ορισμό του αύλου περιουσιακού στοιχείου, αποτιμώνται αρχικά στο κόστος. Το κόστος απόκτησης ενός crypto asset περιλαμβάνει, συνήθως, την τιμή αγοράς του (μετά την αφαίρεση εκπτώσεων) και το σχετικό κόστος συναλλαγής, το οποίο θα μπορούσε να περιλαμβάνει τις αμοιβές επεξεργασίας blockchain. Στην περίπτωση που τα crypto assets αποκτηθούν με ανταλλαγή, με άλλο μη νομισματικό περιουσιακό στοιχείο, τότε επιμετρούνται στην εύλογη αξία, εκτός εάν η συναλλαγή δεν έχει εμπορική ουσία ή η εύλογη αξία κανενός από τα δύο δεν μπορεί να επιμετρηθεί αξιόπιστα και, σε αυτήν την περίπτωση, το κόστος του crypto asset επιμετράται ως η λογιστική αξία αυτού που παραδόθηκε. Κατά τη μεταγενέστερη επιμέτρηση, η οικονομική οντότητα πρέπει να επιλέξει τη λογιστική πολιτική που θα ακολουθήσει επιλέγοντας να τα αποτιμήσει, είτε στο κόστος μείον τις συσσωρευμένες αποσβέσεις και απομειώσεις, είτε στην εύλογη αξία, εάν και μόνο εάν υπάρχει ενεργή αγορά.

Εν συνεχεία, μια οικονομική οντότητα πρέπει να προσδιορίσει την ωφέλιμη ζωή των crypto assets που κατέχει. Η οντότητα θα πρέπει να αξιολογήσει αν υπάρχει χρονικό όριο μέχρι το οποίο το crypto asset μπορεί να δημιουργεί καθαρές ταμειακές ροές, διάρκεια που θα αντικατοπτρίζει την ωφέλιμη ζωή του, όπου θα υπολογίζονται αποσβέσεις σε συστηματική βάση. Αν η ωφέλιμη ζωή του είναι αόριστη θα πρέπει να εξετάζεται για απομείωση τουλάχιστον σε ετήσια βάση και όταν υπάρχει κάποια ένδειξη για απομείωση της αξίας του, χωρίς να αναγνωρίζονται αποσβέσεις.

Υιοθέτηση Λογιστικής Πολιτικής

Το ΔΛΠ 8 επιτρέπει σε μια οικονομική οντότητα να χρησιμοποιήσει την κρίση της για την υιοθέτηση μιας λογιστικής πολιτικής, ελλείψει προτύπου που να ισχύει ειδικά για μια συναλλαγή, γεγονός ή κατάσταση. Στην περίπτωση των crypto assets, θα πρέπει να εξετάσει εάν οι κατευθυντήριες οδηγίες που πηγάζουν από τα ΔΠΧΑ και αφορούν συναφή ζητήματα, καθώς και οι σχετικοί ορισμοί και κριτήρια αναγνώρισης, θα απέκλειαν την αναγνώρισή τους ως περιουσιακά στοιχεία. Σε αυτή την περίπτωση, το κόστος που προκύπτει για την απόκτηση του crypto asset, θα πρέπει να εξοδοποιηθεί όπως προέκυψε.

Προκλήσεις

Η ταξινόμηση και η επιμέτρηση των crypto assets μπορεί να παρουσιάσει ποικίλες προκλήσεις. Μια από αυτές είναι ο προσδιορισμός της εύλογης αξίας τους. Τα crypto assets διαπραγματεύονται σε crypto exchanges, συμπεριλαμβανομένων και των διάφορων πλατφορμών, που δεν αποτελούν ρυθμιζόμενα χρηματιστήρια. Η ποιότητα των πληροφοριών για τον όγκο συναλλαγών και την τιμή ποικίλει ευρέως μεταξύ των αγορών, ενώ κάποια crypto exchanges επικεντρώνονται στην ανταλλαγή διαφορετικών τύπων crypto assets, αντί για την πώληση ή την αγορά τους με μετρητά. Συνεπώς, δεν είναι πάντα σαφές σε ποιον βαθμό τέτοιες συναλλαγές έχουν εμπορική ουσία, ώστε να προσδιοριστεί η κύρια (ή η πιο συμφέρουσα) αγορά, όπως ορίζεται από το ΔΠΧΑ 13 - Επιμέτρηση Εύλογης Αξίας.

Περαιτέρω πρόκληση αποτελεί το γεγονός ότι οι τιμές των crypto assets είναι ασταθείς και ενδέχεται να παρουσιάζουν σημαντικές διακυμάνσεις. Συναφής δυσκολία αποτελεί, η εκτίμηση του κόστους πώλησης για τα crypto assets, καθώς μπορεί να κυμαίνεται σημαντικά ανάλογα με την τρέχουσα ζήτηση για επεξεργασία στο συγκεκριμένο blockchain, με αποτέλεσμα να καθίσταται δύσκολος ο προσδιορισμός του κόστους.

Τέλος, μια άλλη πτυχή που πρέπει να εξεταστεί είναι η διακράτηση των crypto assets από έναν θεματοφύλακα και εάν η οικονομική οντότητα πρέπει να αναγνωρίζει η ίδια τα crypto assets ή μόνο το δικαίωμα να λάβει αυτά τα crypto assets (ή τα σχετικά οφέλη). Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να εξεταστούν οι όροι και οι προϋποθέσεις της σύμβασης μεταξύ των αντισυμβαλλόμενων, προκειμένου να προσδιοριστεί ο λογιστικός χειρισμός τους.

Συμπερασματικά, η ανάπτυξη των crypto assets βρίσκεται ακόμη σε πρώιμο στάδιο και οι κάτοχοί τους θα πρέπει να παρακολουθούν τις εξελίξεις σε επίπεδο Συμβουλίου Διεθνών Λογιστικών Προτύπων, καθώς και την καθοδήγηση που εκδίδεται από τις εποπτικές αρχές. Η λογιστική αντιμετώπιση μπορεί να είναι περίπλοκή και απαιτεί την άσκηση κρίσης. H δημοσίευση της EY, ”Applying IFRS: Accounting by holders of crypto assets”, εξετάζει τη λογιστική αντιμετώπιση των crypto assets και παρέχει κατευθύνσεις και πρακτικά παραδείγματα σχετικά με τις απαιτήσεις των σχετικών λογιστικών προτύπων.

Η Γεωργία Βερρή, Manager στην EY Ελλάδος και μέλος του IFRS Desk της ΕΥ στην περιοχή της Κεντρικής, Ανατολικής, Νοτιοανατολικής Ευρώπης και Κεντρικής Ασίας (CESA), στο πλαίσιο της στήλης της EY για θέματα εταιρικών αναφορών και Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ) στο Liberal, αναλύει τις προσεγγίσεις λογιστικής αντιμετώπισης των κρυπτονομισμάτων σύμφωνα με τα ΔΠΧΑ.