Ξεπέρασε τις προσδοκίες η UBS, αύξηση κερδών 63% το β' τρίμηνο

Ξεπέρασε τις προσδοκίες η UBS, αύξηση κερδών 63% το β' τρίμηνο

Η ελβετική τράπεζα UBS κατάφερε να αυξήσει τα κέρδη της κατά 63% το δεύτερο τρίμηνο, ξεπερνώντας τις προσδοκίες της αγοράς, με τα έσοδα από τις υπηρεσίες διαχείρισης πλούτου να κάνουν τη διαφορά. Ο μεγαλύτερος διαχειριστής πλούτου του κόσμου ανακοίνωσε καθαρά κέρδη 2,01 δισ. δολάρια ενώ οι συγκλίνουσες εκτιμήσεις των αναλυτών μιλούσαν για καθαρά κέρδη 1,34 δισ. δολάρια.

«H δυναμική είναι προς το μέρος μας και δεν πρόκειται να χαλαρώσουμε», δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος του ομίλου Ralph Hamers στους αναλυτές κατά τη διάρκεια τηλεδιάσκεψης, σημειώνοντας οτι σε κάθε περιοχή δραστηριότητας η τράπεζα πέτυχε τα υψηλότερα επίπεδα κερδοφορίας των τελευταίων πέντε ετών.

«Μπορείτε να αναμένετε οτι θα συνεχίσουμε να εστιάζουμε στην ανάπτυξη στον τομέα περιουσίας αλλά και στην αποτελεσματικότητα επίσης καθώς θα συνεχίσουμε να επενδύουμε».

Η μετοχή της UBS κέρδισε 4,6% την Τρίτη ενώ ο δείκτης αναφοράς του ελβετικού χρηματιστηρίου σημείωσε άνοδο 1,0%, με τους αναλυτές να επισημαίνουν τα καλύτερα από τα αναμενόμενα έσοδα σε όλους τους τομείς δραστηριότητας και τη συγκράτηση του κόστους, όπως ανέφερε έκθεση της χρηματιστηριακής Jefferies.

Ο Hamers που ανέλαβε τα ηνία του ομίλου τον Νοέμβριο έχει το βλέμμα του στραμμένο στην ψηφιοποίηση ώστε να επεκτείνει το μερίδιο αγοράς του ομίλου και σε χαμηλότερα στρώματα των εύπορων καταναλωτών της παγκόσμιας αγοράς.

Η UBS βλέπει περιθώρια ανάπτυξης μέσω μιας νέας online πλατφόρμας που λάνσαρε τον Μάιο του 2020 η οποία εκτιμάται οτι μπορεί να προσελκύσει γύρω στα $30 δις την επόμενη χρονιά. Η πλατφόρμα αυτή συνεχίζει να έχει εισροές και μέχρι στιγμής έχει προσελκύσει $4,2 δις ενεργητικού υπό διαχείριση.

Η UBS στρέφεται στις ψηφιακές υπηρεσίες με σκοπό την προσέλκυση νέων πελατών, πέρα από τη βάση των ζάπλουτων πελατών της, με την online πλατφόρμα My Way που είναι ανοιχτή σε όσους διαθέτουν τουλάχιστον 250.000 ελβετικά φράγκα  για επενδύσεις.

Η έμφαση που δίνει η UBS στην ψηφιακή προσέγγιση των πελατών καταδεικνύει τη μεγάλη αλλαγή που βρίσκεται σε εξέλιξη στον κόσμο του private banking, όπου οι προσωπικές επαφές έπαιζαν ρόλο κλειδί στις επαγγελματικές υπηρεσίες για τους πολύ πλούσιους πελάτες.

Η τράπεζα ανακοίνωσε νέες εισροές $25 δις στον τομέα διαχείρισης περιουσίας χάρη στη δυνατή ανάπτυξη στην αγορά των ΗΠΑ. Οι εισροές αυτές που παράγουν προμήθειες για τον όμιλο, σε συνδυασμό με την άνοδο των αγορών, συνέβαλαν στην αύξηση του επενδεδυμένου ενεργητικού υπό διαχείριση κατά 4% στα $3,2 τρις.

Βοήθησε επίσης και το trading για τους πολύ πλούσιους πελάτες της όπως και η επέκταση των δανειοδοτήσεων που αντιστάθμισε τις επιπτώσεις των χαμηλών επιτοκίων στο καθαρό εισόδημα από τόκους.

Η UBS είναι η πρώτη από τις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες που ανακοίνωσε αποτελέσματα και ακολούθησε τα χνάρια των αμερικανικών τραπεζών, η κερδοφορία των οποίων υπερέβη κατά πολύ τις προσδοκίες της αγοράς το δεύτερο τρίμηνο.

Η ανάκαμψη της οικονομίας και η εκτίναξη των συμφωνιών συγχωνεύσεων και εξαγορών στην επενδυτική τραπεζική βοήθησαν τις JPMorgan, Goldman Sachs, Citigroup και Bank of America να εμφανίσουν εντυπωσιακή κερδοφορία.

Στο κομμάτι του trading ωστόσο τα έσοδα της UBS σημείωσαν πτώση 14%, χαμηλότερη όμως από αυτή που παρατηρήθηκε στις ανταγωνίστριες αμερικανικές τράπεζες, τάση που μπορεί να έχει συνέχεια και στο τρίτο τρίμηνο.

Αντίθετα, τα έσοδα από συμβουλευτικές υπηρεσίες ενισχύθηκαν, αντισταθμίζοντας την υποχώρηση των εσόδων στον τομέα του trading. Tα έσοδα από συμβουλευτικές υπηρεσίες σε συγχωνεύσεις και εξαγορές τριπλασιάστηκαν το δεύτερο τρίμηνο, ξεπερνώντας την άνοδο κατά 35% των εσόδων της από τις δραστηριότητες στις κεφαλαιαγορές.

Τον Απρίλιο η UBS είχε ανκοινώσει απρόσμενο χτύπημα από την κατάρρευση του αμερικανικού hedge fund Archegos που της προκάλεσε ζημιά 774 εκατ. δολάρια.  

H κατάρρευση του Αrchegos  επέφερε πολύ μεγαλύτερο χτύπημα στην ανταγωνίστρια της στην Ελβετία Credit Suisse που έχασε πάνω από $5,0 δις. Η Credit Suisse θα ανακοινώσει αποτελέσματα στις 29 Ιουλίου, μετά την Deutsche Bank που ανακοινώνει στις 28 Ιουλίου.